Το θέμα των δεξιοτήτων είναι από τους βασικούς παράγοντες που θα καθορίσουν την πορεία της Ευρώπης στο μέλλον, την πορεία της αγοράς εργασίας, του εκπαιδευτικού συστήματος και την ποιότητα της δημοκρατίας, γιατί οι δεξιότητες αποτελούν βασικό στοιχείο δικαιοσύνης, ισοτιμίας σε μια ευνομούμενη πολιτεία, τόνισε ο αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Μαργαρίτης Σχοινάς, σε δημόσια εκδήλωση διαλόγου, με θέμα οι «Δεξιότητες του Σήμερα για το Αύριο», που διοργάνωσε η Αντιπροσωπεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην Ελλάδα στο πλαίσιο της 86ης ΔΕΘ και του Ευρωπαϊκού Έτους Νεολαίας 2022.
Στη συζήτηση τοποθετήθηκαν οι υπουργοί Παιδείας και Θρησκευμάτων Νικη Κεραμέως, Ψηφιακής Διακυβέρνησης Κυριάκος Πιερρακάκης, Εργασίας Κωστής Χατζηδάκης, ο υφυπουργός Ανάπτυξης και Επενδύσεων Γιάννης Τσακίρης, η διευθύντρια στη γενική διεύθυνση Απασχόλησης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Μπάρμπαρ Κάουφμαν, ο εκτελεστικός διευθυντής του Ευρωπαϊκού Κέντρου για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάρτισης (CEDEFOP) Γιούργκεν Σίμπελ, ο διοικητής της Δημόσιας Υπηρεσίας Απασχόλησης (ΔΥΠΑ), Σπύρος Πρωτοψάλτης και η υπεύθυνη ευαισθητοποίησης και εκπαίδευσης του ευρωπαϊκού οργανισμού για την κυβερνοασφάλεια ENISA, Δήμητρα Λυμπέρη.
Στην εισαγωγική του παρέμβαση, ο κ. Σχοινάς επισήμανε πως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επέλεξε να αφιερώσει τη φετινή της παρουσία στη ΔΕΘ στις δεξιότητες, κρίνοντας ότι η τρέχουσα κρίσιμη για την υφήλιο συγκυρία δε θα πρέπει να αποσπά την προσοχή της ΕΕ από τα βασικά ζητούμενα.
«Τα καλά νέα για τις δεξιότητες είναι ότι η ανεργία στην Ευρώπη και στη χώρα μας μειώνεται, έχουμε καλύτερους ρυθμούς απασχόλησης, ενώ ποτέ δεν είχαμε στο παρελθόν στην Ευρώπη και στην Ελλάδα τόσους πολλούς πόρους να χρησιμοποιήσουμε για την ανάπτυξη δεξιοτήτων. Τα κακά νέα είναι ότι παρόλα αυτά συνεχίζουμε να έχουμε ελλείμματα στην ευρωπαϊκή αγορά δεξιοτήτων, δεν έχουμε τον κόσμο που χρειαζόμαστε», επισήμανε, εξηγώντας ότι «τα εκπαιδευτικά συστήματα δεν παράγουν δεξιότητες που είναι άμεσα συνδεδεμένες με την αγορά εργασίας και επίσης σε πολλές χώρες -σε έναν βαθμό και στη δική μας- υπάρχει ένας κατακερματισμός στον τομέα των δεξιοτήτων, μια οριζόντια έλλειψη προσωπικού και ένα κάθετο πρόβλημα κατακερματισμού».
Στο πλαίσιο αυτό ανέφερε πως το ευρωπαϊκό οικοσύστημα δεξιοτήτων έχει καταρτιστεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή πάνω σε ένα θεματολόγιο δεξιοτήτων, μία αναμορφωμένη ατζέντα δεξιοτήτων που υιοθετήθηκε πέρυσι το καλοκαίρι. Ο πρώτος άξονας αυτής της ατζέντας, όπως διευκρίνισε, εστιάζει στην ανάγκη «να ισχυροποιήσουμε στην Ευρώπη και να αποστιγματοποιήσουμε την επαγγελματική κατάρτιση, γιατί ακόμη σε πολλά κομμάτια της κοινωνίας θεωρείται ως κάτι που δεν έχει την ίδια εμβέλεια και ελκυστικότητα που έχουν οι πανεπιστημιακές σπουδές».
Ο δεύτερος άξονας αφορά το μέλλον των δεξιοτήτων σε συνάρτηση με την ατομική υπευθυνότητα, με τη δημιουργία ενός βιβλιαρίου επιμορφώσεων, στο οποίο θα προστίθενται όλες οι νέες γνώσεις που θα αποκτά ο ενδιαφερόμενος στο βάθος του επαγγελματικού του βίου. Ο τρίτος άξονας αφορά τις διαδικασίες κινητικότητας και όπως είπε ο κ. Σχοινάς, στις ευκαιρίες που προσφέρει το εμβληματικό πρόγραμμα Erasmus+ προστίθενται πλέον και αυτές που θα ανοίξει το πρόγραμμα ALMA (Aim, Learn, Master, Achieve) σε λιγότερο προνομιούχες ομάδες, σε ανθρώπους που δεν έχουν πολλές ευκαιρίες κινητικότητας.
Περαιτέρω έμφαση θα δοθεί στην οικοδόμηση ενός ενιαίου χώρου εκπαίδευσης για το 2025 καθώς, όπως σημείωσε ο αντιπρόεδρος της Επιτροπής, «μέχρι στιγμής η Ευρώπη δεν ήταν ενιαίος χώρος, κανένας δεν ερχόταν να πάρει ευρωπαϊκό πτυχίο» και τώρα συγκλίνουν οι διαδικασίες, ώστε σε βάθος χρόνου να υπάρξει κοινό ευρωπαϊκό πανεπιστημιακό δίπλωμα.
«Εκπαιδεύοντας τους νέους ώστε να είναι σε θέση να προσαρμόζονται στον κόσμο που αλλάζει»
Στην όσμωση που είναι αναγκαία ώστε να υπάρξει μία συγκροτημένη απάντηση στην πρόκληση των δεξιοτήτων, αναφέρθηκε η υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων, Νίκη Κεραμέως. Όπως παρατήρησε, το εκπαιδευτικό σύστημα -όπως και κανείς- δεν μπορεί σήμερα να προβλέψει ποια επαγγέλματα θα υπάρχουν τις επόμενες δεκαετίες αλλά οφείλει «να εξοπλίσει τα παιδιά με δεξιότητες προκειμένου να μπορούν να βρουν τη λύση μόνα τους, να είναι σε θέση να προσαρμοστούν σε κόσμο που αλλάζει με μεγάλη ταχύτητα».
Η κ. Κεραμέως επισήμανε πως μεγάλη πρόκληση σε όλες τις χώρες αποτελεί το να έλθει πιο κοντά η εκπαίδευση με της πραγματικές ανάγκες της αγοράς, ώστε να καλυφθούν οι βασικές ανάγκες και να συντελέσει η εκπαίδευση στην οικονομική ανάπτυξη.
Η υπουργός έκανε έναν απολογισμό των εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων της τελευταίας τριετίας, οι οποίες , όπως εξήγησε, διαρθρώθηκαν σε τρία επίπεδα, αυτά της σχολικής εκπαίδευσης, της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης και της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, αναφερόμενη -μεταξύ άλλων- στη θεσμοθέτηση των εργαστηρίων δεξιοτήτων από τα 4 μέχρι τα 15 έτη. Σε ό,τι αφορά την αποτελεσματικότητα των θεσμικών παρεμβάσεων για την ενίσχυση της κατάρτισης σημείωσε πως «όταν ξεκινήσαμε με στόχο να προσελκύσουμε κόσμο στα δημόσια ΙΕΚ το 2020 ενεγράφησαν 6000 δεκαοκτάρηδες και έναν χρόνο αργότερα 12000 δεκαοκτάρηδες και αυτός ο αριθμός λέει πολλά για την πολλά υποσχόμενη στροφή -με ιδιαίτερα φιλόδοξες οικονομικές απολαβές, από κορεσμένα επαγγέλματα μέσω πανεπιστημίων»
Σημείωσε ακόμη πως η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων περνά από το ανθρώπινο δυναμικό, και τους εκπαιδευτικούς, «για τους οποίους καταλυτικής σημασίας είναι η επιμόρφωση».
Στον τρόπο με τον οποίο το εκπαιδευτικό σύστημα μπορεί να συμβαδίσει με την τεχνολογική επιτάχυνση, ώστε οι άνθρωποι να μπορούν να προσαρμόζονται στα δεδομένα που διαρκώς αλλάζουν και στις ανάγκες της αγοράς εργασίας που ραγδαία εξελίσσονται, αναφέρθηκε ο υπουργός Ψηφιακής Διακυβέρνησης. «Χρειάζεται να μαθαίνεις να σκέφτεσαι και να έχεις τα εργαλεία να αποκτάς νέες δεξιότητες», είπε ο κ. Πιερρακάκης, εκτιμώντας πως «και το ελληνικό πανεπιστήμιο μετατοπίζεται σε σχέση με το πώς συμμετέχει σε αυτή τη διαδικασία». Σε ό,τι αφορά την ψηφιακή επανάσταση που συντελείται και τους πόρους που θα διατεθούν από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας για δράσεις ψηφιακής επιμόρφωσης εξήγησε θα υπάρξουν στοχευμένα προγράμματα, όπως για παράδειγμα για την εκπαίδευση ενός τμήματος της ελληνικής κοινωνίας που δεν διαθέτει ούτε τις πιο απλές ψηφιακές δεξιότητες, την πιστοποίηση δεξιοτήτων στη διάρκεια της στρατιωτικής θητείας, την εκπαίδευση των δημόσιων υπαλλήλων σε νέες ψηφιακές δεξιότητες, την επιμόρφωση στο κομμάτι της πληροφορικής αποφοίτων σχολών STEM κ.ά.
Στις παρεμβάσεις της κυβέρνησης για την ενίσχυση της απασχόλησης και τον εκσυγχρονισμό των προγραμμάτων που απευθύνονται σε ανέργους αναφέρθηκε ο υπουργός Εργασίας Κωστής Χατζηδάκης. «Η ανεργία έχει πέσει, την παραλάβαμε 17,5 το καλοκαίρι 2019, είναι στο 11,4», σημείωσε, διευκρινίζοντας πως η βελτίωση των αριθμών αντανακλά τη φορολογική πολιτική της κυβέρνησης, την απλούστευση του αδειοδοτικού περιβάλλοντος, την εμπέδωση κλίματος σταθερότητας. Επισήμανε δε ότι τα προγράμματα του υπουργείου ισορροπούν μεταξύ ανταγωνιστικότητας και προστασίας των εργαζομένων, σημειώνοντας ωστόσο πως «την ίδια στιγμή ακούμε διαμαρτυρίες ότι δεν υπάρχουν εργαζόμενοι και τι θα γίνει με εκείνους που είναι παρακαρισμένοι στα επιδόματα».
Ο κ. Χατζηδάκης εξήγησε ότι υπάρχουν τέσσερα ζητήματα που αντιμετωπίζει το υπουργείο στο κομμάτι της απασχόλησης, το πρώτο εκ των οποίων αφορά το θέμα κουλτούρας, ότι «στη γεωργία έχουμε δεκάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας, στις οποίες δεν πάνε οι Έλληνες» και «μετρημένα υπάρχουν άδειες για 150000 θέσεις εργασίας ετησίως βασικά στον πρωτογενή τομέα, όπου δεν πάνε, κάτι που δεν είναι ελληνικό φαινόμενο μόνο». Το δεύτερο, όπως πρόσθεσε, αφορά τον εξορθολογισμό των παραμέτρων που αφορούν τη χορήγηση των επιδομάτων ανεργίας, τόσο σε ό,τι αφορά τα εισοδηματικά κριτήρια όσο και την ανταπόκριση από την πλευρά των ωφελουμένων να αξιοποιήσουν θέσεις εργασίας. Ως τρίτο ζήτημα έθεσε το κομμάτι της μισθοδοσίας, σημειώνοντας ότι «ένα κομμάτι της εργοδοσίας έχει συνηθίσει να δίνει χαμηλούς μισθούς», ενώ ως τέταρτο το θέμα των δεξιοτήτων. «Αλλάζουμε τη λογική σε σχέση με δεξιότητες. […] Συνδέουμε ένα μέρος της αμοιβής των παρόχων της κατάρτισης όσο και καταρτιζομένων με τα αποτελέσματα της δουλειάς. Θέτουμε κριτήρια που πρέπει να πληρούνται για τη συμμετοχή σε δράσεις κατάρτισης», είπε.
Ένα σημαντικό μέρος του Ταμείου Ανάκαμψης κατευθύνεται για τις δεξιότητες στο κομμάτι του πράσινου και ψηφιακού μετασχηματισμού, τόνισε ο υφυπουργός Ανάπτυξης. «Υπάρχουν πόροι εξειδικευμένοι και πόροι πάρα πολύ σημαντικοί. Σε ό,τι αφορά κομμάτι χρηματοδότησης το έχουμε λύσει. Στο κομμάτι της στρατηγικής για πρώτη φορά υπάρχουν ολοκληρωμένες στρατηγικές τόσο εθνική όσο και τομεακές», σημείωσε ο κ. Τσακίρης προσθέτοντας ότι και το νέο ΕΣΠΑ έχει φιλόδοξες βλέψεις για τις δεξιότητες, καθώς το μεγαλύτερο τομεακό επιχειρησιακό πρόγραμμα είναι 4,16 δισ. και κύριο μέρος του προσανατολίζεται στην κατεύθυνση της ανάπτυξης του ελληνικού ανθρώπινου δυναμικού.
Την ικανοποίηση της ευρωπαϊκής επιτροπής για τις μεταρρυθμίσεις στις οποίες έχει προχωρήσει η Ελλάδα, αναγνωρίζοντας τη σημασία της κατάρτισης, εξέφρασε η κ. Κάουφμαν επισημαίνοντας ότι τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή να εστιάσει η ΕΕ στις δεξιότητες, όπου είναι πολλές οι προκλήσεις, κι ακόμη περισσότερο η Ελλάδα που προέρχεται από μία μακροχρόνια οικονομική κρίση και τις συνέπειες που είχε την περασμένη δεκαετία στην αγορά εργασίας.
Στην αξία των προγραμμάτων κατάρτισης αναφέρθηκε ο κ. Σίμπελ από το CEDEFOP, ενώ σε ό,τι αφορά το συνταίριασμα των προσόντων με τις ανάγκες των επιχειρήσεων σημείωσε θα πρέπει να εμπλακούν και οι ίδιοι οι εργοδότες αλλά και να υπάρξουν κυβερνητικές πρωτοβουλίες στις περιπτώσεις των μικρότερων επιχειρήσεων που δεν έχουν τις ίδιες δυνατότητες με τις μεγάλες επιχειρήσεις για την επιμόρφωση των εργαζομένων τους.
Στις δράσεις του ευρωπαϊκού οργανισμού για την κυβερνοασφάλεια αναφέρθηκε η εκπρόσωπος του ENISA σημειώνοντας ότι στον τομέα αυτό υπάρχει μεγάλη ανάγκη για καταρτισμένα άτομα, από ένα εύρος αντικειμένων, όπως νομικών, πληροφορικών κ.ά.
Στο παράδοξο ότι ενώ η Ελλάδα έχει μειώσει την ανεργία, ένα μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων δεν βρίσκει άτομα να καλύψει τις θέσεις εργασίας, αναφέρθηκε ο κ. Πρωτοψάλτης, εξηγώντας πως πρόκειται για ένα δομικό πρόβλημα, καθώς «υπερπαράγουμε αποφοίτους σε επαγγέλματα χωρίς ζήτηση και υποπαράγουμε αποφοίτους σε επαγγέλματα με υψηλή και αυξανόμενη ζήτηση».