«Ιστορική στιγμή, σημείο καμπής και μεγάλη ευκαιρία για όλους να μετατρέψουμε τα κονδύλια του προγράμματος Δίκαιης Μετάβασης, σε έργα για τους πολίτες της Περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας» χαρακτήρισε ο περιφερειάρχης Γιώργος Κασαπίδης την απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την έγκριση του προγράμματος για την Ελλάδα, ύψους 1,63 δισ. ευρώ.
Τα χρήματα αυτά προορίζονται για την ενίσχυση της τοπικής οικονομίας στη Δ. Μακεδονία και τη Μεγαλόπολη, νησιών του Αιγαίου και της Κρήτης, με στόχο την άμβλυνση των επιπτώσεων της ενεργειακής και κλιματικής μετάβασης.
Ο κ. Κασαπίδης επεσήμανε ότι «είναι το πρώτο από όλα τα προγράμματα που εγκρίνεται σε όλη την Ευρώπη», υπογραμμίζοντας ότι «για πρώτη φορά η Ελλάδα πρωτοπορεί στα ευρωπαϊκά προγράμματα, για πρώτη φορά η Δυτική Μακεδονία είναι μπροστά στις εξελίξεις».
Από τα 1,63 δισ. ευρώ, το μερίδιο της Δυτικής Μακεδονίας ανέρχεται σε 1,026 δισ. ευρώ. Όπως τόνισε ο κ. Κασαπίδης, «το 50% του προγράμματος θα κατευθυνθεί στη στήριξη της επιχειρηματικότητας και των επενδύσεων, το 30% σε δράσεις καινοτομίας και ψηφιακής μετάβασης, ενώ το 20% θα κατευθυνθεί σε δράσεις επιμόρφωσης, κατάρτισης και επανεκπαίδευσης του ανθρώπινου δυναμικού της περιφέρειας.
Ο κ. Κασαπίδης εμφανίστηκε αισιόδοξος ότι πολύ γρήγορα «ίσως το φθινόπωρο του 2022 θα αρχίσει η υλοποίηση του προγράμματος, με την ένταξη των πρώτων επενδυτικών σχεδίων και δράσεων. Το ποσοστό των ενισχύσεων για όλα τα προγράμματα, του Αναπτυξιακού νόμου ή των Στρατηγικών επενδύσεων είναι στο 60% και με την έγκριση του προγράμματος ΔΑΜ από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή προστίθεται ένα 10% στις ενισχύσεις, με αποτέλεσμα η επιδότηση των επενδύσεων στη Δυτική Μακεδονία να ανέρχεται στο 70%».
«Με τους πόρους που θα εισρεύσουν στην περιοχή θα αλλάξει το παραγωγικό μοντέλο προς το συμφέρον των πολιτών της Δυτικής Μακεδονίας», ανέφερε χαρακτηριστικά ο περιφερειάρχης.
Τα χρήματα του ΤΔΜ στοχεύουν επίσης στην ενεργειακή μετάβαση, στην προσαρμογή της χρήσης γης και την κυκλική οικονομία. Προβλέπονται δράσεις που σχετίζονται με ενεργειακές αναβαθμίσεις, ενίσχυση της ιδιοπαραγωγής μέσω ενεργειακών κοινοτήτων, ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, ηλεκτροκίνηση και συστήματα αποθήκευσης ενέργειας.