Θεμελιώδους σημασίας κρίνεται η ορθή διαχείριση των υδάτινων πόρων στην πεδιάδα της Θεσσαλονίκης, με το συλλογικό αρδευτικό δίκτυο στην περιοχή να χρήζει εκσυγχρονισμού και αναβάθμισης, προκειμένου να ικανοποιήσει αποτελεσματικά τις ανάγκες του αγροτικού κόσμου, στην κατεύθυνση μάλιστα της διασφάλισης της επισιτιστικής ασφάλειας, που αποτελεί μια από τις μεγάλες προκλήσεις παγκοσμίως.
Αυτό τονίζεται σε μελέτη των Ιωάννη Ντάντου, Ελευθερίας Καραγιαννίδου, Ελένης Καλέτη, Μαρίας Μπαντή και Κωνσταντίνου Παπατόλιου, τού γενικού οργανισμού εγγείων βελτιώσεων πεδιάδων Θεσσαλονίκης-Λαγκαδά και της διεύθυνσης υδάτων Κεντρικής Μακεδονίας, Αποκεντρωμένη Διοίκηση Μακεδονίας-Θράκης, που παρουσιάστηκε στο πρόσφατο 15ο Πανελλήνιο Συνέδριο της Ελληνικής Υδροτεχνικής Ένωσης.
Στην Ελλάδα, το ποσοστό του νερού προς αγροτική χρήση φτάνει μέχρι και το 80% και παρόλο που η αρδευόμενη γεωργία αποσπά το μεγαλύτερο κομμάτι για τις καλλιέργειες, ωστόσο μεγάλο μέρος αυτού δεν αξιοποιείται ορθά. «Η διερεύνηση και εφαρμογή κατάλληλων εργαλείων και πρακτικών θα βελτιώσει τη λειτουργία του συλλογικού αρδευτικού δικτύου στην πεδιάδα της Θεσσαλονίκης, που είναι φθαρμένο λόγω παλαιότητας και θα οδηγήσει στην περαιτέρω ανάπτυξη της περιοχής», σημειώνεται σχετικά.
Τα εγγειοβελτιωτικά έργα έχουν σκοπό την εξασφάλιση και εξοικονόμηση νερού για την κάλυψη των αρδευτικών αναγκών των καλλιεργειών, την ορθολογική διαχείριση των εδαφοϋδατικών πόρων, τη μέριμνα για την ποιότητα των αρδευτικών νερών και την προστασία του εδάφους. Στόχος τους είναι η αύξηση της προστιθέμενης αξίας των καλλιεργειών και τελικά η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της αγροτικής εκμετάλλευσης στην Ελλάδα, μέσω των αρχών της αειφορικής γεωργίας, που σήμερα είναι αναγκαία περισσότερο από ποτέ στο πλαίσιο της προστασίας του περιβάλλοντος.
Κατά την περιγραφή της υφιστάμενης κατάστασης, οι συμμετέχοντες στη μελέτη καταλήγουν στο ότι οι οργανισμοί εγγείων βελτιώσεων, σε συνεργασία με κρατικούς φορείς, επιτελούν σημαντικό έργο στην κατεύθυνση της ομαλής λειτουργίας του συλλογικού αρδευτικού δικτύου. Ωστόσο, «η λήψη μέτρων και γενικότερα ο εκσυγχρονισμός του συλλογικού αρδευτικού δικτύου κρίνονται απαραίτητα προκειμένου το δίκτυο να λειτουργεί σύμφωνα με τις επιταγές της κείμενης νομοθεσίας».
Επισημαίνεται ότι το συλλογικό αρδευτικό δίκτυο της Θεσσαλονίκης, μέσω του ΓΟΕΒ, εναρμονίζεται στις επιταγές του υφιστάμενου νομοθετικού πλαισίου, κάνοντας βήματα προς την αναβάθμιση και τον εκσυγχρονισμό των έργων, και σημειώνεται πως η προμήθεια σύγχρονων οργάνων μέτρησης με τηλεμετρία θα συμβάλει στη βελτίωση της λειτουργίας των έργων και στον περιορισμό των απωλειών νερού, με γνώμονα την ολοκληρωμένη, βιώσιμη διαχείριση των υδατικών πόρων.
Έτσι, η υιοθέτηση περισσότερο εξελιγμένων τεχνικών και πρακτικών θα φέρει ακόμη καλύτερα αποτελέσματα στη λειτουργία του συλλογικού αρδευτικού δικτύου, δημιουργώντας νέες προοπτικές ανάπτυξης σε ό,τι αφορά την πεδιάδα της Θεσσαλονίκης.
Προτάσεις για την αναβάθμιση του δικτύου και τον περιορισμό σπατάλης του νερού
Για την αναβάθμιση του συλλογικού αρδευτικού δικτύου στην πεδιάδα Θεσσαλονίκης θεωρείται αναγκαίο να δοθεί προτεραιότητα στη βελτίωση, συμπλήρωση ή ανακατασκευή -κατά περίπτωση- των υφιστάμενων έργων, έτσι ώστε να ανταποκρίνονται στις σύγχρονες ανάγκες εξοικονόμησης νερού, με τήρηση των κατάλληλων προδιαγραφών, για μείωση των απωλειών και τον μέγιστο δυνατό περιορισμό της σπατάλης.
Για την επίτευξη των προαναφερόμενων στόχων, προτείνονται τα εξής: συντήρηση του υφιστάμενου ανοιχτού δικτύου (διώρυγες), για την αποτροπή απωλειών νερού, λόγω παλαιότητας του δικτύου, αντικατάσταση τμημάτων των ανοικτών συλλογικών δικτύων με κλειστά δίκτυα υπό πίεση, όπου αυτό είναι εφικτό, τακτικό καθαρισμό ανοικτών δικτύων λόγω της παρεμπόδισης της ροής από φερτά υλικά, λειτουργία δικτύων σε 24ωρη βάση για την αποφυγή της παροχέτευσης νερού κατά τη διάρκεια της νύκτας στα αντλιοστάσια και στη θάλασσα εξοικονομώντας ενέργεια και διερεύνηση αντικατάστασης των μεθόδων άρδευσης, με κατάκλιση και καταιονισμό, με τη μέθοδο της στάγδην άρδευσης, όπου αυτή είναι δυνατή.
Παράλληλα, προτείνεται αναδιάρθρωση των καλλιεργειών, όπου αυτό είναι εφικτό, και αλλαγή της τιμολογιακής πολιτικής του νερού, έτσι ώστε να περιοριστεί η κατανάλωση. «Η τιμολόγηση καθορίζεται σήμερα, βάσει της αρδευόμενης έκτασης, δηλαδή οι αγρότες καταναλώνουν όσο νερό θέλουν ανά στρέμμα και όχι βάσει της πραγματικής κατανάλωσης (όγκου)», υπογραμμίζεται στη σχετική μελέτη.
Τα γενικά χαρακτηριστικά στην πεδιάδα Θεσσαλονίκης
Ως πεδιάδα Θεσσαλονίκης ορίζεται η περιοχή δυτικά της πόλης, με υψόμετρο κάτω των 50 μέτρων που διαρρέεται από τους ποταμούς Γαλλικό, Αξιό, Λουδία και Αλιάκμονα και περιλαμβάνει την έκταση μέχρι τις εκβολές των ποταμών στον Θερμαϊκό κόλπο. Ο ορισμός αυτός της πεδιάδας προέκυψε από τη σύμβαση που υπογράφτηκε το έτος 1925 στην Αθήνα μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και της αμερικάνικης εταιρείας «The Foundation Company». Η πεδιάδα Θεσσαλονίκης περικλείεται από τον σημερινό κόλπο της Θεσσαλονίκης, την οροσειρά Πάικου, το υψίπεδο της Έδεσσας, το Βέρμιο και τα Πιέρια όρη και συνολικά περιλαμβάνει στην έκτασής της τμήματα των Νομών Θεσσαλονίκης, Κιλκίς, Πέλλας, Ημαθίας και Πιερίας.
Το κλίμα της πεδιάδας Θεσσαλονίκης έχει βασικά χαρακτηριστικά του Μεσογειακού κλίματος και η καθαρή αρδευόμενη έκτασή της προσεγγίζει τα 991.580 στρέμματα. Βάσει των στοιχείων του γενικού οργανισμού εγγείων βελτιώσεων (ΓΟΕΒ, 2020), από το σύνολο της καλλιεργούμενης έκτασης, μόνο ένα ελάχιστο ποσοστό, ήτοι 3,68%, αφορά σε χειμερινές καλλιέργειες (3.68%). Τα ίδια στοιχεία δείχνουν ότι το μέγιστο τμήμα της πεδιάδας Θεσσαλονίκης (96.32%) καταλαμβάνεται από εαρινές καλλιέργειες όπως: βαμβάκι (32,22%), ρύζι (22,52%), αραβόσιτος (13,16%), μηδική (2,74%), κηπευτικά (2,13%), λοιπές καλλιέργειες (2,17%), επίσπορα (0,81%), καπνός (0,08%), βιομηχανική τομάτα (0,08%), τεύτλα (0,06%) και οπωροφόρα δένδρα (20.73%).
Όπως επισημαίνεται σχετικά, στην πεδιάδα της Θεσσαλονίκης έχουν συνολικά κατασκευαστεί 32 συλλογικά αρδευτικά δίκτυα, τα οποία ανάλογα με την πηγή υδροδότησης, διαχωρίζονται στα δίκτυα Αξιού και Αλιάκμονα. Φυσική διαχωριστική γραμμή μεταξύ των παραπάνω ζωνών αποτελεί ο ποταμός Λουδίας.
Τα δίκτυα έχουν μελετηθεί για 24ωρη λειτουργία, ενώ η χρησιμοποίηση του αρδευτικού νερού, ανάλογα με τη ζήτηση, είναι δυνατό να μεταβάλλεται κατά τη διάρκεια του 24ώρου. Όταν η ζήτηση του νερού είναι περιορισμένη, οι αγρότες προτιμούν την άρδευση κατά τη διάρκεια της ημέρας, ενώ η εφαρμογή κατά τη διάρκεια της νύχτας είναι σχεδόν μηδενική.