Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, με τον πόλεμο να έχει μπει ήδη στον τέταρτο μήνα, κυριάρχησε στις εργασίες του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ στο Νταβός της Ελβετία, οι οποίες φέτος έγιναν λόγω του κορονοϊού για πρώτη φορά τον Μάιο και όχι Ιανουάριο. Στο πλαίσιο των ομιλιών και των συζητήσεων υπήρξαν τοποθετήσεις τον αντίκτυπο του πολέμου στην παγκόσμια οικονομία και στη λειτουργία θεσμών της, όπως το διεθνές εμπόριο. Η ηγεσία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου – η γενική διευθύντρια Κρισταλίνα Γκεοργκίεβα και η πρώτη αναπληρώτριά της Γκίτα Γκόπινατ – προειδοποίησαν ότι τα δεινά που προκαλεί ο πόλεμος – όπως οι αυξημένες τιμές της ενέργειας και των τροφίμων, η μείωση της ανάπτυξης και οι πιο σφιχτές χρηματοπιστωτικές συνθήκες – θα είναι πιο δύσκολο να αντιμετωπιστούν σε ένα περιβάλλον που αυξάνονται τα εμπόδια στο διεθνές εμπόριο.
Σύμφωνα με το ΔΝΤ, περίπου 30 χώρες προχώρησαν μετά τον πόλεμο σε περιορισμούς στο εμπόριο ενεργειακών προϊόντων, τροφίμων και άλλων πρώτων υλών. Πολλές χώρες έχουν ανακοινώσει την απαγόρευση εξαγωγών τροφίμων, θέλοντας να εξασφαλίσουν την κάλυψη των εγχώριων αναγκών τους σε μία περίοδο που ο εγκλωβισμός των ουκρανικών σιτηρών σε πλοία έχει προκαλέσει συναγερμό για επισιτιστική κρίση και μεγάλες αυξήσεις στις τιμές. Αν η τάση αυτή συνεχισθεί, το ΔΝΤ θεωρεί ότι οι συνέπειες θα είναι επώδυνες για όλες τις χώρες. Αντίθετα, τονίζει ότι θα πρέπει να μειωθούν τα εμπόδια στο εμπόριο για να περιορισθούν οι ελλείψεις προϊόντων και οι τιμές.
Σύμφωνα με άλλους διακεκριμένους οικονομολόγους, όπως ο Κένεθ Ρογκόφ, η τάση αναστροφής της παγκοσμιοποίησης θα οδηγήσει σε υψηλότερο παγκόσμιο πληθωρισμό στο μέλλον σε σχέση με τις δύο προηγούμενες δεκαετίες, όταν η ένταξη της Κίνας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου οδήγησε στον κατακλυσμό των διεθνών αγορών με φθηνά προϊόντας της. Τα στοιχεία του ΟΟΣΑ δείχνουν ότι το παγκόσμιο εμπόριο προϊόντων αυξήθηκε το πρώτο τρίμηνο του 2022 σε νέο υψηλό επίπεδο, με τις εξαγωγές και τις εισαγωγές των χωρών της G20 να καταγράφουν άνοδο 3,6% και 5,8%, αντίστοιχα, σε σχέση με το τελευταίο τρίμηνο του 2021. Ωστόσο, η αύξηση αυτή οφείλεται κυρίως στις αυξήσεις των τιμών και όχι στον όγκο του εμπορίου.
Από το Νταβός πέρασαν, επίσης, πολλοί κεντρικές τραπεζίτες, όπως η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Κριστίν Λαγκάρντ, ο επικεφαλής της Τράπεζας της Γαλλίας, Βιλερουά ντε Γκαλό, ο Ολλανδός κεντρικός τραπεζίτης, Κλάας Κνοτ, και άλλοι. Το μήνυμα που εξέπεμψαν είναι ότι η οικονομία της Ευρωζώνης δεν αντιμετωπίζει, τουλάχιστον με τα σημερινά δεδομένα, κίνδυνο ύφεσης και ότι η ΕΚΤ θα προχωρήσει στην αύξηση των επιτοκίων της, που βρίσκονται ακόμη σε αρνητικό έδαφος, αρχής γενομένης από τον Ιούλιο. Η Λαγκάρντ «φωτογράφησε», με ανάρτηση που έκανε την περασμένη Δευτέρα στο blog της ΕΚΤ, μία αύξηση των επιτοκίων τον Ιούλιο και μία ακόμη τον Σεπτέμβριο, ώστε το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων που είναι σήμερα -0,5% να γίνει μηδενικό ή ελαφρά θετικό. Μετά τον Σεπτέμβριο, η αύξηση των επιτοκίων, σύμφωνα με τη Λαγκάρντ, μπορεί να συνεχισθεί σταδιακά για να φθάσει στο «ουδέτερο» επίπεδό τους, έναν θεωρητικό δείκτη που σύμφωνα με εκτιμήσεις κυμαίνεται μεταξύ του 1% και του 2%.
Η συναίνεση που υπάρχει για την ώρα στην ΕΚΤ είναι ότι η αύξηση τον Ιούλιο, η πρώτη μετά από 10 και πλέον χρόνια, θα είναι της τάξης των 25 μονάδων βάσης (ενός τετάρτου της ποσοστιαίας μονάδας). Ωστόσο, το ύψος της αύξησης θα εξαρτηθεί και από τα στοιχεία για τον πληθωρισμό τον Μάιο και τον Ιούνιο, καθώς αν υπάρξει περαιτέρω αύξησή του από το 7,4% που διαμορφώθηκε τον Απρίλιο, μπορεί να οδηγήσει σε σκέψεις για αύξηση του βασικού επιτοκίου κατά 50 μ.β.
Ο φόβος για την ύφεση στην παγκόσμια οικονομία υπάρχει, ωστόσο, πάντα στις αγορές, δεδομένης της πολύ μεγάλης αβεβαιότητας που προκαλεί ο πόλεμος στην Ουκρανία. Μεγάλες αμερικανικές τράπεζες θεωρούν πιθανό ότι η αμερικανική οικονομία θα εισέλθει σε ύφεση λόγω της αύξησης των επιτοκίων, η οποία αναμένεται να είναι μεγαλύτερη απ’ ό,τι στην Ευρωζώνη.