Μπορεί το μπρόκολο και κουνουπίδι να κερδίζουν σήμερα ολοένα και περισσότερο στις προτιμήσεις των καταναλωτών, αλλά οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής τα επόμενα χρόνια δεν αποκλείεται να καταστήσουν τα δύο είδη προς …εξαφάνιση από το οικογενειακό τραπέζι αφού οι καλλιέργειες τους θα γίνουν εξαιρετικά δαπανηρές για τους παραγωγούς, απαιτώντας μεταξύ άλλων έως και 61% περισσότερη ποσότητα νερού για άρδευση.
Αυτό επισημαίνει μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο καθηγητής του Τμήματος Γεωπονίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ), Αναστάσιος Σ. Σιώμος. Ο καθηγητής εκτιμά ότι οι διαφαινόμενες αλλαγές από την κλιματική αλλαγή, θα έχουν ιδιαίτερα δυσμενή επίδραση στην καλλιέργεια του μπρόκολου και περιορισμένη επίδραση στην καλλιέργεια του κουνουπιδιού, σε ότι αφορά στην εμπορεύσιμη παραγωγή και την ποιότητα, αλλά σημαντική διαφοροποίηση στην άσκηση της καλλιέργειάς τους, σε ότι αφορά τη διάρκεια της καλλιεργητικής περιόδου, το πότισμα και τις απαιτούμενες καλλιεργητικές πρακτικές (π.χ πυκνότητα φύτευσης).
Όποια και αν είναι πάντως η αύξηση της μέσης θερμοκρασίας στα επόμενα χρόνια, «είναι προφανές ότι στις περιοχές που ήδη καλλιεργείται το μπρόκολο και το κουνουπίδι, η εγκατάσταση της καλλιέργειάς τους θα μετατοπισθεί χρονικά προς το φθινόπωρο, από τα τέλη του καλοκαιριού που γίνεται τώρα, με συνέπεια τη μείωση της χρονικής διάρκειας που θα έχουν παρουσία στην αγορά ετησίως», σημειώνει ο καθηγητής του ΑΠΘ, και προσθέτει: «με άλλα λόγια, στη διάρκεια του έτους θα έχουμε λιγότερες ημέρες διαθέσιμο προϊόν εγχώριας παραγωγής».
Αυτή η διαφαινόμενη εξέλιξη, είναι ιδιαίτερα σημαντική κατά τον ίδιο, αφού δεδομένης της υψηλής και συνεχώς αυξανόμενης ζήτησης για τα προϊόντα, το ζητούμενο είναι η δυνατότητα παραγωγής τους σε μεγαλύτερη διάρκεια του έτους και όχι σε μικρότερη», τονίζει.
Επιπλέον, κατά τον ίδιο, «η μετατόπιση της καλλιέργειας σε άλλες περιοχές (βορειότερα ή σε μεγαλύτερα υψόμετρα), στις οποίες η μέση θερμοκρασία είναι χαμηλότερη, είναι μία ενδεχόμενη συνέπεια», κάτι που όμως όπως σπεύδει να επισημάνει «προϋποθέτει και τη μετατόπιση της όλης δραστηριότητας που ασκεί σήμερα ένας παραγωγός με εμπειρία σε μία περιοχή ή την απόκτηση τεχνογνωσίας από νέους παραγωγούς, που θα ασχοληθούν με τις καλλιέργειες αυτές στις νέες περιοχές εγκατάστασής τους».
Ανθεκτικότερο το κουνουπίδι από το μπρόκολο, στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής
Αναλαμβάνοντας δράση για την αποτίμηση των διαφαινομένων επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής στη λαχανοκομία στη χώρα μας, το αρμόδιο εργαστήριο του ΑΠΘ, προχώρησε στην εκπόνηση δύο μεταπτυχιακών διατριβών, στο Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών «Αειφορικά Γεωργικά Συστήματα Παραγωγής και Κλιματική Αλλαγή». Η μία για το μπρόκολο έγινε από τον μεταπτυχιακό φοιτητή Κωνσταντίνο Κουλαρμάνη, με επιβλέποντα τον καθηγητή Λαχανοκομίας, Αναστάσιο Σιώμο και η άλλη για το κουνουπίδι, από τον μεταπτυχιακό φοιτητή Γεώργιο Παπαθανασίου, με επιβλέποντα τον αναπληρωτή καθηγητή Λαχανοκομίας, Παύλο Τσουβαλτζή. Η έρευνα υλοποιήθηκε χωρίς τη χρηματοδότηση από ερευνητικό πρόγραμμα ή δημόσιο φορέα, αλλά με την συνεισφορά ιδιωτικών φορέων (Agris AE, Compo Expert, Netafim, Syngenta, Γεωθερμική ΑΕ).
Με βάση τα πρώτα συμπεράσματα, η καλλιέργεια του μπρόκολου σε συνθήκες με υψηλότερες τιμές μέσης θερμοκρασίας και έντασης ηλιακής ακτινοβολίας «είχε ως αποτέλεσμα τη σημαντική υποβάθμιση της ποιότητας της κεφαλής, με συνέπεια τη μείωση της εμπορεύσιμης παραγωγής κατά 42-92%, ανάλογα με το υβρίδιο, την τροποποίηση ορισμένων μορφολογικών χαρακτηριστικών των φυτών και την επιτάχυνση της γήρανσής τους», σημειώνει.
Μάλιστα, «η ποσότητα νερού που χορηγήθηκε με την άρδευση ήταν αυξημένη από 42% έως και 61%, ενώ η απαιτούμενη περίοδος από την εγκατάσταση της καλλιέργειας έως τη συγκομιδή, είτε συντομεύτηκε κατά πέντε-έξι ημέρες, είτε επιμηκύνθηκε κατά τρεις με 18 ημέρες, ανάλογα με το υβρίδιο», τονίζει.
Σε ό,τι αφορά στην καλλιέργεια του κουνουπιδιού σε παρόμοιες συνθήκες με το μπρόκολο, το αποτέλεσμα που προέκυψε ήταν η ελαφρά υποβάθμιση της ποιότητας της κεφαλής, με συνέπεια την περιορισμένη επίδραση στην εμπορεύσιμη παραγωγή, την τροποποίηση ορισμένων μορφολογικών χαρακτηριστικών των φυτών και την επιτάχυνση της γήρανσής τους. «Η ποσότητα νερού που χορηγήθηκε με την άρδευση ήταν αυξημένη κατά 54%-66% και η απαιτούμενη περίοδος από την εγκατάσταση της καλλιέργειας επιμηκύνθηκε κατά 15-48 ημέρες, ανάλογα με το υβρίδιο», συμπληρώνει.
Στο πλαίσιο της μελέτης που έγινε, η ομάδα των συμμετεχόντων σε αυτήν προχώρησε και στην καλλιέργεια μπρόκολου και κουνουπιδιού σε διχτυοκήπιο, δεδομένου ότι με τα δίχτυα επιτυγχάνεται μείωση της θερμοκρασίας και της έντασης της ηλιακής ακτινοβολίας στο περιβάλλον της καλλιέργειας.
«Τα αποτελέσματα από μια πρώτη μελέτη δεν φαίνονται καθόλου ενθαρρυντικά», επισημαίνει ο κ. Σιώμος και τονίζει ωστόσο ότι για να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα, σε ότι αφορά τόσο στη συμπεριφορά των καλλιεργειών στις συνθήκες που επικρατούν στο διχτυοκήπιο, όσο και στο επιπλέον κόστος-επένδυση που απαιτείται, πρέπει πρώτα να ολοκληρωθεί η επεξεργασία όλων των δεδομένων που συλλέγησαν. Πάντως, εκτός των διχτυοκηπίων, σύμφωνα με τον κ. Σιώμο, υπάρχουν και άλλα μέσα για τον μετριασμό ή και αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής η αποτελεσματικότητα των οποίων βρίσκεται υπό διερεύνηση στο εργαστήριο.
Για την εκπόνηση των προαναφερόμενων μεταπτυχιακών διατριβών, έγινε εγκατάσταση των καλλιεργειών τριών υβριδίων μπρόκολου και ισάριθμων υβριδίων κουνουπιδιού σε τρεις διαφορετικές ημερομηνίες (7/6, 30/6 και 4/8/2021) σε υπαίθριο αγρό στο Αγρόκτημα του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Η ημερομηνία 4/8 αντιστοιχεί στην εγκατάσταση της καλλιέργειας που εφαρμόζεται συνήθως στην περιοχή μας, ενώ οι άλλες δύο ημερομηνίες, αντιστοιχούν σε περιόδους κατά τις οποίες επικρατούν υψηλότερες θερμοκρασίες.
Η μέση θερμοκρασία στη διάρκεια των δύο πρώτων καλλιεργειών, σε σχέση με την τρίτη, ήταν αυξημένη κατά 4,4-5,4 βαθμούς κελσίου στο μπρόκολο και κατά 2,4-4,1 βαθμούς κελσίου στο κουνουπίδι. Υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή Μελέτης Επιπτώσεων Κλιματικής Αλλαγής (ΕΜΕΚΑ) στη σχετική έκθεσή της για την ελληνική επικράτεια, εκτίμησε ότι στο τέλος του 21ου αιώνα, η θερμοκρασία θα καταγράφεται αυξημένη ως και 4,5 βαθμούς Κελσίου, σε σχέση με τη δεκαετία από το 1991. Μεγαλύτερη αύξηση της θερμοκρασίας προβλέπεται στις ηπειρωτικές, παρά στις νησιωτικές περιοχές, όπως επίσης και κατά το θέρος και το φθινόπωρο, σε σχέση με τον χειμώνα και την άνοιξη.
Με βάση τα πιο πρόσφατα διαθέσιμα στοιχεία (2019), η καλλιεργούμενη έκταση στη χώρα μας ήταν 16.288 στρ. για το μπρόκολο και 15.590 στρ. για το κουνουπίδι. Οι δύο αυτές καλλιέργειες καταλάμβαναν το 3,49% της καλλιεργηθείσας έκτασης με κηπευτικά, πεπονοειδή και πατάτα (συνολικά 44 είδη). Η παραγωγή ανήλθε στους 27.557 τόνους για το μπρόκολο και στους 28.845 τόνους για το κουνουπίδι. Η παραγωγή των δύο αυτών καλλιεργειών αντιπροσώπευε το 2,14% της συνολικής παραγωγής κηπευτικών, πεπονοειδών και πατάτας. Μπρόκολο και κουνουπίδι καλλιεργούνται σε Θεσσαλονίκη, Πέλλα, Τρίκαλα, Ηλεία, Αργολίδα και Αρκαδία.
Η λαχανοκομία στην Ελλάδα
Σε σταθερά φθίνουσα πορεία βρίσκεται η λαχανοκομία στη χώρα μας την τελευταία 35ετία και όπως δηλώνει χαρακτηριστικά ο κ. Σιώμος, «ήδη καταγράφεται μείωση της καλλιεργούμενης έκτασης κατά 47%, που μεταφράζεται σε 1 εκατ. στρ. λιγότερα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την απασχόληση, με δεδομένο ότι πρόκειται για έναν κλάδο με ιδιαίτερη ένταση εργασίας, καθώς και συρρίκνωση του όγκου παραγωγής κατά 30%, που αντιστοιχεί σε 1,5 εκατ. τόνους λιγότερους, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την αυτάρκεια της χώρας σε λαχανικά και τις εξαγωγές τους», σημειώνει χαρακτηριστικά.
«Οι επιπτώσεις της διαφαινόμενης κλιματικής αλλαγής αναμένονται ιδιαίτερα αρνητικές για το σύνολο των λαχανοκομικών καλλιεργειών και γίνονται ολοένα και περισσότερο αισθητές στη λαχανοκομία της χώρας μας», τονίζει ο ίδιος και προσθέτει ότι «δυστυχώς δεν έχει υπάρξει καμία σοβαρή και έγκυρη προσπάθεια για αποτίμηση των επιπτώσεων αυτών, με συνέπεια και την ανυπαρξία προγραμμάτων-προτάσεων προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή».
Τον πρώτο λόγο πλέον, έχει σύμφωνα με τον κ. Σιώμο η Πολιτεία και τα προγράμματα προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή «θα πρέπει να αποτελέσουν προτεραιότητα στο πλαίσιο της όποιας εθνικής ερευνητικής δραστηριότητας», προκειμένου να γίνει «μία σοβαρή και έγκυρη αποτίμηση των πραγματικών επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής στον κλάδο. Μόνο έτσι θα καταστεί εφικτή η χάραξη μιας αποτελεσματικής στρατηγικής», τονίζει.