Στη σημαντική και πολυεπίπεδη πρόοδο που κατάγραψε καθ’ όλη τη διάρκεια του 2021 η Alpha Bank στα θέματα της εξυγίανσης του ισολογισμού της, στη βελτίωση της λειτουργικής αποδοτικότητας και στην ενίσχυση των παρεχόμενων ψηφιακών υπηρεσιών, αναφέρθηκε μεταξύ άλλων ο γενικός διευθυντής – chief financial officer του ομίλου Alpha Bank, Λάζαρος Παπαγαρυφάλλου, από το πάνελ “Greek Banking Sector – Growth and Development Outlook” του 23ου ετήσιου Capital Link Invest in Greece Forum.
«Η σημαντική πρόοδος που σημειώθηκε με τη μείωση των προβληματικών στοιχείων του ενεργητικού κατά 16 δισ. ευρώ το 2021 και με την αποεπένδυση από μη κύριες τραπεζικές δραστηριότητες, κατοχύρωσε μία αξιοσημείωτη μείωση των δαπανών ήδη εντός του 2022», σημείωσε ο κ. Παπαγαρυφάλλου, προσθέτοντας ότι μέχρι το 2024 «περαιτέρω οφέλη από την εφαρμογή του προγράμματος μετασχηματισμού της τράπεζας θα αποτελέσουν τον κινητήριο μοχλό για τον περιορισμό της βάσης κόστους».
Παρέθεσε επίσης μία σειρά από παράγοντες που συμβάλλουν στη διαρκή βελτίωση της αποδοτικότητας της Alpha Bank, όπως η βελτιστοποίηση των φυσικών δικτύων προς όφελος των ψηφιακών, η βελτίωση της αποτελεσματικότητας με την αρωγή της τεχνολογίας, η απλοποίηση και η βελτιστοποίηση των διαδικασιών, η απλοποίηση της οργανωτικής δομής και ο εξορθολογισμός των εργασιακών χώρων.
Επικράτηση των ψηφιακών συναλλαγών το 2021 – η τάση θα συνεχιστεί με σημαντική άνοδο του mobile banking
«Η Alpha Bank, τα τελευταία χρόνια επενδύει ολοένα και πιο αποφασιστικά στην ψηφιακή της στρατηγική, με τις συναλλαγές μέσω των ψηφιακών δικτύων να κατέχουν πλέον τη μερίδα του λέοντος στο σύνολο των συναλλαγών» τόνισε ο κ. Παπαγαρυφάλλου, για να συμπληρώσει χαρακτηριστικά: «Ενδεικτικά, το 2021, για πρώτη φορά, ο αριθμός των συναλλασσόμενων πελατών μέσω της υπηρεσίας myAlpha Mobile της τράπεζας ξεπέρασε τον αντίστοιχο αριθμό των συναλλασσόμενων πελατών μέσω της υπηρεσίας myAlpha Web, γεγονός που σηματοδοτεί ένα έτος όπου η ψηφιακή τραπεζική στράφηκε περισσότερο από ποτέ στις συναλλαγές μέσω κινητού τηλεφώνου».
Στο πλαίσιο αυτό, ο κ. Παπαγαρυφάλλου σημείωσε ότι προφανώς υπάρχουν πολλά ακόμα που πρέπει να γίνουν, αλλά δήλωσε ότι η Alpha Bank είναι πολύ αισιόδοξη για τις προοπτικές που διαγράφονται στον τομέα της ψηφιοποίησης των υπηρεσιών, δεδομένου και του ευρύτερου ψηφιακού μετασχηματισμού της οικονομίας που υποστηρίχθηκε από ενέργειες της ελληνικής κυβέρνησης για την ψηφιακή πρόσβαση των πολιτών στη δημόσια διοίκηση, «με τρόπους που αυξάνουν την ευαισθητοποίηση προς τα νέα δεδομένα και αλλάζουν τις συμπεριφορές που διαμορφώνουν τα επιχειρηματικά μας μοντέλα προς την ίδια κατεύθυνση».
Ο CFO του Ομίλου Alpha Bank δήλωσε ότι κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων ετών το ελληνικό τραπεζικό σύστημα έκανε ένα αποφασιστικό βήμα για τη διαχείριση των προβλημάτων του παρελθόντος και επέδειξε εκτελεστική ικανότητα και λειτουργική ανθεκτικότητα, ειδικά λαμβανομένων υπόψη των προκλήσεων που έθεσε η πανδημία.
«Το τεράστιο άλμα που έγινε το 2021 όσον αφορά την απομόχλευση των μη κύριων τραπεζικών περιουσιακών στοιχείων, έχει θετική επίδραση στη λειτουργική κερδοφορία, ενώ η έμφαση μεταφέρεται όλο και περισσότερο προς την ενίσχυση του ισολογισμού, την επιχειρηματική ανάπτυξη και την επίτευξη ικανοποιητικών αποδόσεων για τους μετόχους» είπε. Συμπλήρωσε επίσης, ότι οι ελληνικές τράπεζες βρίσκονται σε αρκετά ισχυρή θέση όσον αφορά τη διαχείριση της βάσης κόστους, και ότι οι συγχωνεύσεις στον κλάδο οδήγησαν στην υλοποίηση συνεργειών, ενώ η αναδιάρθρωση των ισολογισμών βελτίωσε την αποδοτικότητα, αυξάνοντας τις προσδοκίες για περισσότερα οφέλη μέσα στα επόμενα έτη.
Όσον αφορά τον πληθωρισμό, ο κ. Παπαγαρυφάλλου διατύπωσε την άποψη ότι οι δυσμενείς συνθήκες που επικρατούν, αναμφίβολα θα ασκήσουν πίεση στη βάση κόστους, αλλά η επίπτωσή τους αναμένεται να είναι περιορισμένη και «θα πρέπει να αξιολογηθεί σε συνδυασμό με τα θετικά αντισταθμιστικά στοιχεία των υψηλότερων επιτοκίων και των ενεργειών μείωσης του κόστους που είναι διαθέσιμα για όλες τις τράπεζες». Όπως δε συμπλήρωσε, «κατά την τελευταία δεκαετία, ο πληθωρισμός ήταν χαμηλός ή ακόμα και αρνητικός, και οι τράπεζες αναπροσάρμοζαν το μοντέλο λειτουργίας τους για να μειώσουν τη βάση κόστους σε απόλυτα μεγέθη. Η διαδικασία αυτή πλησιάζει προς το τέλος της σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Καθώς εισερχόμαστε σε μία περίοδο ανάπτυξης για την ελληνική οικονομία, ο εξορθολογισμός του κόστους δεν θα πρέπει να κρίνεται με βάση τη μείωση του κόστους σε απόλυτα μεγέθη, αλλά με αναφορά στην απόκλιση μεταξύ του ρυθμού αύξησης των καθαρών εσόδων έναντι του ρυθμού αύξησης των λειτουργικών εξόδων».