Σταθερή βελτίωση των λειτουργικών συνθηκών σε όλο το εύρος του ελληνικού μεταποιητικού τομέα υπέδειξαν τα δεδομένα της έρευνας PMI της S&P Global του Μαρτίου.
Ωστόσο, η συνολική ανάπτυξη κατέγραψε τον βραδύτερο ρυθμό των τελευταίων 11 μηνών, καθώς η αύξηση της παραγωγής και των νέων παραγγελιών υποχώρησε λόγω των ασθενέστερων συνθηκών ζήτησης.
Όπως ανακοινώθηκε, ο εποχικά προσαρμοσμένος Δείκτης Υπευθύνων Προμηθειών της S&P Global για τον τομέα μεταποίησης στην Ελλάδα (Purchasing Managers’ Index – PMI έκλεισε στις 54,6 μονάδες τον Μάρτιο, τιμή χαμηλότερη από τις 57,8 μονάδες του Φεβρουαρίου, υποδεικνύοντας μία σταθερή αλλά βραδύτερη βελτίωση της υγείας του ελληνικού μεταποιητικού τομέα. Σημειώνεται ότι η συνολική ανάπτυξη υποχώρησε στη βραδύτερη που έχει καταγραφεί από τον Απρίλιο του 2021.
Η παραγωγή εξακολούθησε να αυξάνεται τον Μάρτιο, μολονότι με τον ηπιότερο ρυθμό που έχει καταγραφεί στην τρέχουσα περίοδο 12 μηνών συνεχούς ανάπτυξης. Η μέτρια αύξηση της παραγωγής συνδέθηκε με την περαιτέρω εισροή νέων παραγγελιών. Παρ’ όλα αυτά, η ζήτηση από την πλευρά των πελατών ήταν υποτονική, λόγω των υψηλότερων τιμών πώλησης και της αυξανόμενης αβεβαιότητας σχετικά με τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Η ζήτηση από την πλευρά των πελατών του εξωτερικού εξασθένησε κατά τη διάρκεια του Μαρτίου, καθώς οι νέες παραγγελίες εξαγωγών υποχώρησαν για πρώτη φορά σε διάστημα ενός έτους. Οι συνολικές πωλήσεις αυξήθηκαν ελαφρώς, και με τον βραδύτερο ρυθμό που έχει καταγραφεί στο τρέχον διάστημα 12 μηνών συνεχούς αύξησης, καθώς η ανάπτυξη επηρεάστηκε αρνητικά από τη μειωμένη αγοραστική δύναμη των πελατών.
Σε ό,τι αφορά τις τιμές, οι Έλληνες κατασκευαστές κατέγραψαν σημαντική αύξηση της επιβάρυνσης κόστους στο τέλος του πρώτου τριμήνου. Οι υψηλότερες τιμές εισροών οφείλονται, όπως επισημάνθηκε στο πλαίσιο της έρευνας, σε ευρεία αύξηση του κόστους των υλικών, παράλληλα με τις υψηλότερες χρεώσεις ενέργειας και καυσίμων. Σύμφωνα με αναφορές, οι αυξήσεις των δύο τελευταίων επιδεινώθηκαν από τον πόλεμο Ρωσίας – Ουκρανίας, οδηγώντας σε αύξηση του συνολικού κόστους σχεδόν σε επίπεδο-ρεκόρ. Σε μια προσπάθεια μετακύλισης του υψηλότερου κόστους στους πελάτες, οι τιμές πώλησης των Ελλήνων παραγωγών αγαθών αυξήθηκαν, τον Μάρτιο, με τον εντονότερο ρυθμό που έχει καταγραφεί στην ιστορία της έρευνας (από τον Νοέμβριο του 2002).
Η επιχειρηματική εμπιστοσύνη υποχώρησε σε χαμηλό 16 μηνών τον Μάρτιο. Παρότι ισχυρότερος από τον μέσο όρο στην ιστορία της έρευνας, ο βαθμός αισιοδοξίας επηρεάστηκε, όπως αναφέρθηκε, αρνητικά από τις σοβαρές καθυστερήσεις υλικών, τις αυξανόμενες πιέσεις κόστους και τη μεγαλύτερη αβεβαιότητα. Οι ασθενέστερες προσδοκίες σχετικά με την παραγωγή ήταν επίσης εμφανείς στην ηπιότερη αύξηση των επιπέδων απασχόλησης στο τέλος του πρώτου τριμήνου. Ο ρυθμός δημιουργίας θέσεων εργασίας ήταν ο ηπιότερος των τελευταίων έξι μηνών, καθώς οι πιέσεις ως προς τη ζήτηση υποχώρησαν.
Η αύξηση της απασχόλησης οφείλεται εν μέρει στις προσπάθειες μείωσης των αδιεκπεραίωτων εργασιών. Ωστόσο, τα επίπεδα ανεκτέλεστων εργασιών αυξήθηκαν με ταχύτερο ρυθμό, καθώς οι καθυστερήσεις στις πρώτες ύλες δημιουργούσαν προβλήματα στην παραγωγή.
Η επιμήκυνση των χρόνων παράδοσης προμηθειών επιδεινώθηκε και πάλι τον Μάρτιο, καθώς οι καθυστερήσεις ήταν οι μεγαλύτερες που έχουν καταγραφεί σε διάστημα πέντε μηνών. Οι σοβαρές ελλείψεις και οι υλικοτεχνικές προκλήσεις στις μεταφορές οδήγησαν στην επιδείνωση της απόδοσης των προμηθευτών.
Κατ’ αναλογία με την ηπιότερη αύξηση των νέων παραγγελιών και τους παρατεταμένους χρόνους παράδοσης των εισροών, οι εταιρείες κατέγραψαν επιβράδυνση της αγοραστικής τους δραστηριότητας. Η αύξηση των αγορών εισροών ήταν η ασθενέστερη του τελευταίου έτους, καθώς τα αποθέματα προμηθειών μειώθηκαν λόγω των δυσκολιών αναπλήρωσης των αποθεμάτων. Αντίστοιχα, τα αποθέματα ετοίμων προϊόντων μειώθηκαν σημαντικά.