Τέσσερα στα δέκα νοικοκυρά λένε ότι μόλις για 19 μέρες φτάνει το μηνιαίο εισόδημα. Οκτώ στα δέκα δηλώνουν ότι δεν μπορούν να αποταμιεύουν.
Τρία στα δέκα νοικοκυριά είχαν μείωση στα εισοδήματά τους κάτω από 25.000 ευρώ ενώ ένα στα δέκα επανήλθε στα 25.000 ενώ δύο στα 10 το εισόδημά τους ενισχύθηκε πάνω από τις 25.000 όταν ένα στα δέκα είχε μείωση αλλά δεν έπεσε κάτω από το όριο των 25.000 ευρώ.
Η έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΕΒΕ αποδεικνύει ότι η ανεργία έχει μειωθεί ανά οικογένεια και μόλις δύο στα δέκα δηλώνουν ακόμη ότι ένα άτομο στην οικογένεια δεν έχει εργασία. Πάντως η ακρίβεια και το ενεργειακό κόστος απασχολούν ένα στα δύο νοικοκυριά.
Ο τομέας της αποταμίευσης είναι το αδύνατό τους σημείο των νοικοκυριών.
Σταθερά συντριπτικό παραμένει το ποσοστό των νοικοκυριών που αδυνατούν να βάλουν χρήματα στην άκρη για μίαν ώρα δύσκολη. Συγκεκριμένα, 8 στα 10 νοικοκυριά (80,1%) δήλωσαν ότι δεν είναι σε θεση να αποταμιεύουν.
Το ποσοστό των νοικοκυριών που αδυνατούν να να φτιάξουν ένα κομποδεμα κινειται στα ίδια επίπεδα τόσο με την έρευνα του 2020 όσο και με εκείνη του 2019.
Σημειώνεται πως στην έρευνα του 2019 είχε καταγραφεί μια σημαντική αύξηση κατά δέκα μονάδες του ποσοστού των νοικοκυριών που μπορούσαν αποταμιεύουν (Πίνακας 3). Κατά κύριο λόγο αυτή η αύξηση οφειλόταν στην βελτίωση της ελληνικής οικονομίας και συμβάδιζε με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος για τις καταθέσεις των νοικοκυριών, όπου για το 2019 είχε καταγραφεί μια αύξηση των καταθέσεων κατά περίπου 7 δισ € η οποία συνεχίστηκε και κατά τη διάρκεια της πανδημίας, προφανώς λόγω των περιοριστικών μέτρων και της μείωσης των δαπανών σε δραστηριότητες που κυρίως συνδέονται με την ψυχαγωγία και αναψυχή. Σύμφωνα με τα στοιχεία της τράπεζας της Ελλάδος οι καταθέσεις των νοικοκυριών αυξήθηκαν κατά περίπου 9,5 δισ € το 2020 και κατά περίπου 9 δισ € το 2021.
Τα μέτρα στήριξης σε συνδυασμό με τη μερική επιστροφή στην «κανονικότητα» φαίνεται ότι οδήγησαν σε βελτίωση της εισοδηματικής διάρθρωσης των νοικοκυριών, η οποία ενισχύθηκε και από την αύξηση της απασχόλησης. Ειδικότερα, μειώθηκαν σημαντικά τα νοικοκυριά που ανήκουν στην χαμηλότερη εισοδηματική κατηγορία (με ετήσιο εισόδημα έως 10.000€) κατά 7,5 μονάδες, από 25,1% που ήταν το 2020 σε 17,5% το 2021.
Το εισόδημα των νοικοκυριών
Ωστόσο, διευρύνθηκε η εισοδηματική ανισότητα μεταξύ των χαμηλών και μεσαίων εισοδηματικά νοικοκυριών έναντι των υψηλών εισοδηματικά νοικοκυριών. Συγκεκριμένα, το 31,6% των νοικοκυριών με εισόδημα έως 25.000 € δήλωσε πως το εισόδημα του μειώθηκε το 2021, έναντι μόλις του 6,9% που δήλωσε ότι αυξήθηκε. Στον αντίποδα το 20% των νοικοκυριών με εισόδημα πάνω από 25.000 € δήλωσε πως το εισόδημα του αυξήθηκε το 2021, έναντι του 11,6% που δήλωσε πως το εισόδημα του μειώθηκε. Σημειώνεται ότι με βάση την έρευνα μόνο 2 στα 10 νοικοκυριά διαβιούν με ετήσιο εισόδημα πάνω από 25.000€.
Η επάρκεια του εισοδήματος των νοικοκυριών δεν μεταβλήθηκε τόσο σε σχέση με το 2020 όσο και με το 2019. Ένας πολύ μεγάλος αριθμός νοικοκυριών διαβιεί επί μακρόν σε συνθήκες οικονομικής επισφάλειας, καθώς το μηνιαίο εισόδημα για περισσότερα από 4 στα 10 νοικοκυριά δεν επαρκεί για όλο το μήνα, αλλά για 19 ημέρες (μεσοσταθμικά).
Η ακρίβεια για τα νοικοκυριά
Η ακρίβεια εκτίναξε τον αριθμό των νοικοκυριών που αύξησαν τις δαπάνες τους για βασικά αγαθά. Το 65,1% των νοικοκυριών αύξησε τις δαπάνες του για λογαριασμούς σπιτιού (20% το αντίστοιχο ποσοστό το 2020), το 52,8% για είδη διατροφής (26,2% το 2020), το 51,9% για θέρμανση (12,9% το 2020) και το 34,7% για υγεία και φάρμακα (26% το 2020). Σημειώνεται ότι οι αυξήσεις των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας αποτελούν για 1 στα 2 νοικοκυριά την κατηγορία που έχει τη μεγαλύτερη αρνητική επίδραση στο εισόδημα τους. Γενικά, οι συνολικές δαπάνες των νοικοκυριών αυξήθηκαν το 2021 κατά 12% (μεσοσταθμικά).
Παρά την αποκλιμάκωση του ποσοστού των νοικοκυριών με ληξιπρόθεσμες οφειλές προς την εφορία ή/και τα ασφαλιστικά ταμεία (16,8%) που καταγράφεται για το 2021, περίπου 3 στα 10 νοικοκυριά δήλωσαν πως δεν θα μπορέσουν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις αυτές το 2022, υποδηλώνοντας πως απέχουμε από μια βιώσιμη διευθέτηση του ιδιωτικού χρέους που δεν αποτελεί μόνο απότοκο της πανδημίας, αλλά και της δεκαετούς οικονομικής κρίσης.
Εισοδηματική διάρθρωση νοικοκυριών
Μειώθηκε ο αριθμός των νοικοκυριών με ετήσιο εισόδημα έως 10.000 € από 25,1% το 2020 στο 17,5% το 2021. Στον αντίποδα σταθερός παρέμεινε ο αριθμός των νοικοκυριών με ετήσιο εισόδημα από 10.001€ έως 18.000€, ενώ αυξήθηκαν τα νοικοκυριά με ετήσιο εισόδημα:
o 18.001 € έως 25.000 € από 15% το 2020 σε 18% το 2021
o 25.001 € έως 30.000 € από 9,4% το 2020 σε 10,5% το 2021
o άνω των 30.000 € από 6,7% το 2020 σε 8,6% το 2021
Πηγές εισοδήματος
Ο μισθός και η σύνταξη αποτελούν τη κύρια πηγή εισοδήματος για τη συντριπτική πλειονότητα των ελληνικών νοικοκυριών. Το 43,1% δήλωσε ως κύρια πηγή εισοδήματος τον μισθό, το 43% των νοικοκυριών δήλωσε ως κύρια πηγή εισοδήματος τη σύνταξη και το 8,5% δήλωσε ως κύρια πηγή τα έσοδα από επιχειρηματική δραστηριότητα. Το 33,4% των νοικοκυριών δεν έχει άλλη πηγή εισοδήματος. To 24,5% έχει ως άλλη πηγή εισοδήματος τον μισθό, το 20,1% τη σύνταξη, το 11,6% τα ενοίκια, το 4,7% τα έσοδα από επιχειρηματική δραστηριότητα και το 3,3% το επίδομα ανεργίας.
Ανεργία – απασχόληση
Καλύτερα είναι τα στοιχεία της έρευνας του 2021 σε σχέση με εκείνης του 2020 όσον αφορά τα νοικοκυριά με τουλάχιστον ένα άνεργο μέλος. Συγκεκριμένα περισσότερο από 1 στα 5 νοικοκυριά (22,5%) έχει τουλάχιστον 1 μέλος του άνεργο. Το ποσοστό αυτό παρά τη βελτίωση που παρουσιάζει σε σχέση με το 2020 (27,9%) παραμένει, ιδιαίτερα υψηλό. Υψηλό και μάλιστα ιδιαίτερα αυξημένο σε σχέση με το 2020 καταγράφηκε το ποσοστό των νοικοκυριών που έχουν τουλάχιστον ένα μέλος που είναι σε καθεστώς μακροχρόνιας ανεργίας. Συγκεκριμένα περισσότερα από 7 στα 10 νοικοκυριά (73%) από εκείνα που δήλωσαν πως έχουν κάποιο άνεργο μέλος, βρίσκεται σε κατάσταση μακροχρόνιας ανεργίας, έναντι ποσοστού 54,3% που ήταν το 2020.
Η ετήσια έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ για το εισόδημα και τις δαπάνες διαβίωσης των νοικοκυριών το 2021, είναι η 10 η κατά σειρά που διεξάγεται από το 2011 σε συνεργασία με την εταιρεία MARC. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε σε πανελλαδικό δείγμα 809 αντιπροσωπευτικά επιλεγμένων νοικοκυριών μεταξύ 9-17 Δεκεμβρίου 2021.