Η έλευση τα επόμενα έτη σημαντικών ευρωπαϊκών πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ), σε συνδυασμό με το νέο ΕΣΠΑ και την ΚΑΠ αποτελεί ευκαιρία ιστορικών διαστάσεων για την χώρα μας όχι μόνο για να καλυφθεί πλήρως το υπερδεκαετές επενδυτικό κενό, αν κατευθυνθούν τα κεφάλαια εξ ολοκλήρου σε επενδύσεις, αλλά επιπλέον για να επιδιωχθεί μια ανακατεύθυνση της ελληνικής οικονομίας σε ένα νέο αναπτυξιακό μοντέλο που θα της δώσει διαρκή και διατηρήσιμη ώθηση για τις επόμενες δεκαετίες, σύμφωνα με το «Outlook της Ελληνικής Οικονομίας» που εκπονήθηκε από τους αναλυτές της διαΝΕΟσις.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των αναλυτών, η βέλτιστη χρήση αυτών των πόρων δεν είναι αυτονόητη και παραμένει ζητούμενο· όπως δεν είναι αυτονόητο το αποτέλεσμα που θα έχουν. Απαιτείται να βελτιστοποιηθεί η κατανομή τους προς παραγωγικές και κατάλληλα στοχευμένες επενδύσεις, ώστε να διασφαλίσουν όχι μόνο την πλήρη κάλυψη του επενδυτικού κενού, αλλά και τη «φυγή προς τα εμπρός» της ελληνικής οικονομίας σε μια πορεία μακροχρόνια διατηρήσιμης ανάπτυξης. Η ιστορική αυτή ευκαιρία δεν πρέπει να μείνει ανεκμετάλλευτη, τονίζουν.
Πιο αναλυτικά, στην εκτενή μελέτη για την Ελληνική Οικονομία άνω των 100 σελίδων με θέμα «Η πραγματική της κατάσταση, οι κίνδυνοι και οι προοπτικές της» που εκπονήθηκε από την διευθύντρια Ερευνών της διαΝΕΟσις Δρ. Φαίη Μακαντάση και τον Research Analyst Ηλία Βαλεντή, τονίζεται ότι είναι σκόπιμο να επιδιωχθεί η μέγιστη στρατηγική στόχευση στη διάθεση των πόρων του ΤΑΑ, αλλά και γενικότερα στην επενδυτική πολιτική της χώρας. Η στρατηγική αυτή στόχευση οφείλει να περιλαμβάνει πρώτα από όλα την εστίαση στους κλάδους εντάσεως εργασίας, την παροχή, δηλαδή, σχετικά υψηλότερης προτεραιότητας και ισχυρότερων κινήτρων στις επενδύσεις σε επιχειρηματικές δραστηριότητες που στηρίζονται δηλαδή συγκριτικά περισσότερο στην εργασία έναντι των υπόλοιπων συντελεστών παραγωγής.
Όπως τονίζουν οι ερευνητές της διαΝΕΟσις κάθε μονάδα επιπλέον φυσικού κεφαλαίου θα δημιουργεί περισσότερες νέες θέσεις εργασίας, απομειώνοντας γρηγορότερα το απόθεμα αναξιοποίητου πόρου που ονομάζεται ανεργία. Επίσης, οι ερευνητές δίνουν έμφαση στην ειδική μέριμνα που πρέπει να δοθεί για τη σχετικά μεγαλύτερη τόνωση των επενδύσεων που θα συνεισφέρουν περισσότερο στην ανταγωνιστικότητα και την εξωστρέφεια της ελληνικής οικονομίας.
Οι σημαντικές ευκαιρίες και οι προκλήσεις του μέλλοντος για την ελληνική οικονομία δεν έρχονται χωρίς αντίστοιχα σημαντικούς κινδύνους και αβεβαιότητες, διευκρινίζουν, επισημαίνοντας ότι πρώτα από όλα, η πανδημία δεν έχει τελειώσει· και παρά την παρατηρούμενη φθίνουσα επίπτωση που έχει στις οικονομίες όλου του κόσμου, δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα τι μας επιφυλάσσει το μέλλον, εκτιμούν οι Δρ. Φαίη Μακαντάση και ο Ηλίας Βαλεντής.
Αναλύοντας τις αβεβαιότητες, επισημαίνουν ότι εξαιτίας της πανδημικής κρίσης αλλά και άλλων ανεξάρτητων παραγόντων προέκυψε μετά τα μέσα του 2021 μια εκρηκτική άνοδος των τιμών της ενέργειας σε συνδυασμό με αμφιβολίες για την ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης. Η ενέργεια είναι ένα πρακτικά αναντικατάστατο ενδιάμεσο αγαθό που χρησιμοποιείται στην παραγωγή όλων των υπόλοιπων αγαθών και συνεπώς μπορεί να χαρακτηριστεί ως το «ψωμί της οικονομίας», σύμφωνα με τους ερευνητές της διαΝΕΟσις.
Η διατήρηση υψηλών ποσοστών ενεργειακής φτώχειας στην Ελλάδα επιβάλλει τη λήψη στοχευμένων μέτρων ενίσχυσης των ευάλωτων «τελικών καταναλωτών» της. Όμως τα μέτρα αυτά έχουν μειωμένο όφελος, διότι δεν μπορούν να προστατέψουν τα αδύναμα νοικοκυριά από τις έμμεσες επιδράσεις της ενεργειακής κρίσης. Καθώς το κόστος της ενέργειας υπεισέρχεται σε όλους τους κρίκους κάθε αλυσίδας αξίας, οι τεράστιες αυξήσεις της τιμής του αναπόφευκτα μετακυλίονται στην τιμή όλων των τελικών και ενδιάμεσων αγαθών. Τίθεται, επομένως, η ανάγκη για τον γενικότερο περιορισμό της «μετάδοσης» του «ιού» του υπέρογκου ενεργειακού κόστους μεταξύ των ιστών της οικονομίας, και ιδιαίτερα της παραγωγικής οικονομίας, υποστηρίζουν οι ερευνητές.
Σε εκτενή αναφορά τους για το χρέος οι ερευνητές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η καλύτερη επιλογή για την αντιμετώπιση του ζητήματος του χρέους δεν είναι άλλη από την ταχεία «φυγή προς τα εμπρός» της ελληνικής οικονομίας, με την επίτευξη σημαντικών και διατηρήσιμων ρυθμών ανάπτυξης τα προσεχή έτη. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, γίνεται ακόμα πιο επιτακτική η ανάγκη για άμεσες μεταρρυθμίσεις που θα απαλλάξουν δια παντός την οικονομία μας από τις θεμελιώδεις της αδυναμίες.
Στο επίλογο της έρευνας εκτιμάται ότι παρά την ελπίδα για την καλυτέρευση της εικόνας στο πανδημικό μέτωπο πριν από το καλοκαίρι χρειάζεται πολύ δρόμος να διανυθεί προκειμένου η Ελλάδα να εισέλθει σε βιώσιμη οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά, αναπτυξιακή τροχιά. Στην κατεύθυνση της αποφυγής ενός νέου δημοσιονομικού εκτροχιασμού της χώρας μας, εκτιμούν οι ερευνητές, είναι σημαντικό οι οικονομικοί πόροι που θα εισέλθουν τα επόμενα χρόνια να μην δημιουργήσουν την ψευδαίσθηση ότι «λεφτά υπάρχουν» και έτσι οδηγήσουν σε αδράνεια, αλλά να μας κινητοποιήσουν ώστε τα «λεφτά να πιάσουν τόπο». Να κατευθυνθούν σε παραγωγικές και καινοτόμες επενδύσεις που θα αυξήσουν τις εξαγωγές της χώρας, θα δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας και θα έχουν το μέγιστο αναπτυξιακό αποτύπωμα. Για την επίτευξη αυτού δε οι μεταρρυθμίσεις στον δημόσιο τομέα και τις αγορές είναι μονόδρομος, όπως και η αντιμετώπιση σημαντικών προκλήσεων που ναρκοθετούν την ανάπτυξη, όπως ο ταχέως γηράσκων δημογραφικά πληθυσμός της Ελλάδας ή αλλιώς ο υπερβολικά μικρός αριθμός των μωρών που γεννιούνται και άρα των νέων που φθάνουν αργότερα σε εργάσιμη ηλικία να προστεθούν στη δεξαμενή του οικονομικά ενεργού πληθυσμού.