«Πιο βαθιά απ’ ό,τι πριν» εξετάζουν σήμερα το ελληνικό οικοσύστημα καινοτομίας οι Ισραηλινοί επενδυτές, τεχνολογικές εταιρείες και επιχειρηματίες, καθώς μια σειρά από παράγοντες, όπως η έλλειψη μηχανικών λογισμικού στο Ισραήλ και η στρατηγική γεωγραφική θέση της Ελλάδας, δημιουργούν «υγιή ορίζοντα» για επέκτασή τους στη χώρα μας. Την εκτίμηση αυτή διατυπώνει, μιλώντας στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων (ΑΠΕ-ΜΠΕ), ο Κόμπι Μπίτον (Cobi Bitton), CEO του Ισραηλινο-ελληνικού Επιμελητηρίου, με έδρα το Τελ Αβίβ, ο οποίος «βλέπει» προοπτική πιθανών συνεργασιών και στον χώρο της κυβερνοασφάλειας, όπου το Ισραήλ αποτελεί ηγέτιδα δύναμη, προσελκύοντας το 40% των παγκόσμιων επενδύσεων, που γίνονται στον κλάδο.
«Σήμερα μπορείτε να δείτε ισραηλινές εταιρείες που εξετάζουν την ανάπτυξη δράσης στην Ελλάδα, μέσω της εξαγοράς τοπικών επιχειρήσεων, της διερεύνησης του ενδεχομένου ανάπτυξης νέων δραστηριοτήτων ή της βελτίωσης ήδη υφιστάμενων, της εισόδου σε συνεργατικά σχήματα και της ίδρυσης γραφείων αντιπροσωπείας -αυτό συμβαίνει πολύ περισσότερο από ό,τι στο παρελθόν. Η κατάσταση (έλλειψη) των μηχανικών λογισμικού στο Ισραήλ, το ύψος των μισθών στην Ελλάδα, που ακόμα απέχουν από τους αντίστοιχους μέσους στο Ισραήλ, το κόστος ζωής γενικά, το γεγονός ότι η χώρα σας είναι πύλη προς την Ευρώπη, την Αφρική και άλλες χώρες, η σχετική πολιτική σταθερότητα, τα τρέχοντα αναπτυξιακά πλάνα της κυβέρνησης Μητσοτάκη, οι αλλαγές στο ρυθμιστικό πλαίσιο και οι σημαντικές επενδύσεις στην ανάπτυξη υποδομών και μεταφορών, η εμβάθυνση της τουριστικής βιομηχανίας, η πρόθεση βελτίωσης του αγροτικού τομέα και η τρέχουσα κυβερνητική δήλωση για εξέλιξη της Ελλάδας σε περιφερειακό επενδυτικό κέντρο, δημιουργούν υγιή ορίζοντα για τον Ισραηλινό επενδυτή και επιχειρηματία. Αυτό επιτρέπει την επέκταση και ανάπτυξη σε μια χώρα, που αποδέχεται στους Ισραηλινούς σαν αδερφούς» επισημαίνει ο κ. Μπίτον.
Πώς το νέο «Δόγμα της Περιφέρειας» τόνωσε τις σχέσεις με την Ελλάδα
Κατά τον CEO του Ισραηλινο-ελληνικού Επιμελητηρίου, η θετική αλλαγή στις σχέσεις των δύο χωρών την τελευταία δεκαετία είναι αξιοσημείωτη. Η κρίση στις σχέσεις Ισραήλ-Τουρκίας, επισημαίνει ο κ. Μπίτον, ώθησε τη χώρα του να επανεξετάσει τις περιφερειακές συμμαχίες της. Κι αυτό διότι στη δεκαετία του 1990 και στις αρχές της δεκαετίας του 2000, οι στενές σχέσεις με την Τουρκία ήταν ο πυλώνας της στρατηγικής της Ιερουσαλήμ, σε ό,τι αφορά τη Μέση Ανατολή. «Υπό αυτή την έννοια, η ισχυροποίηση των σχέσεων Ελλάδας-Ισραήλ είναι μέρος της νέας ενσάρκωσης του ισραηλινού “ Δόγματος της Περιφέρειας” (“ Doctrine of the Periphery”). Την ίδια ώρα, είναι αναμφίβολο ότι η παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008 και η κρίση χρέους της Ελλάδας ήταν παράγοντες που ώθησαν την Ελλάδα να επανεξετάσει την πολιτική της» εκτιμά.
Ο κ. Μπίτον προσθέτει ακόμα πως η ανακάλυψη κοιτασμάτων φυσικού αερίου έδωσε ισχυρό κίνητρο για στενότερη συνεργασία, αν και κυρίως μεταξύ Ισραήλ και Κύπρου, αλλά η Ελλάδα θέλησε επίσης να παίξει ενεργό ρόλο στις ενεργειακές σχέσεις. «Οι δυνατότητες για εξαγωγές (αερίου) στις αγορές της ΕΕ έκαναν τη στενότερη συνεργασία με την Ελλάδα μια ελκυστική επιλογή, η οποία έγινε πιο ισχυρά εμφανής, όταν ξεκαθάρισε ότι ο αγωγός Ισραήλ- Τουρκίας ήταν λιγότερο πιθανή εναλλακτική λύση» σημειώνει ο κ. Μπίτον, προσθέτοντας ότι οι καλές σχέσεις των δύο χωρών στη Μεσόγειο διαμόρφωσαν γενικότερα γόνιμο έδαφος για στενότερη συνεργασία μεταξύ των επιχειρηματιών, των επενδυτών, των opinion leaders και των πολιτικών ηγετών τους. «Η αλλαγή κυβέρνησης στις δύο χώρες, στην Ελλάδα το 2019 και στο Ισραήλ το 2021, ισχυροποίησε -και πιθανώς θα συνεχίσει να το κάνει- αυτούς τους παράγοντες», συμπληρώνει, σύμφωνα με το ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Η γεωγραφική εγγύτητα, οι δύο ώρες πτήσης, ο ελληνικός πολιτισμός και η «lingua franca» των επιχειρηματιών
Τι καθιστά την Ελλάδα «έξυπνο» προορισμό για επέκταση των ισραηλινών επιχειρήσεων; «Η διεθνής ανάπτυξη τείνει να είναι κρίσιμος στόχος για τις ισραηλινές νεοφυείς επιχειρήσεις, επειδή το ίδιο το Ισραήλ έχει κάποιους εγγενείς περιορισμούς -συγκεκριμένα, ότι οι πρώτες ύλες και οι πηγές ενέργειας είναι σε έλλειψη και ότι η ισραηλινή αγορά είναι σχετικά μικρή. Η Ελλάδα προσφέρει πολλές ελκυστικές ιδιότητες για ισραηλινές εταιρείες που επιθυμούν να δραστηριοποιηθούν διεθνώς, όπως η πολιτική σταθερότητα. Επίσης, η γεωγραφική εγγύτητα. Κάποιες ισραηλινές εταιρείες επιλέγουν να επεκταθούν στις ΗΠΑ, κάτι που μπορεί να είναι μια έξυπνη κίνηση. Ωστόσο, η Ελλάδα και η Ευρώπη έχουν το πλεονέκτημα ότι είναι γεωγραφικά πιο κοντά. Η εγγύτητα σημαίνει επίσης ότι λειτουργούν σε παρόμοιες ζώνες ώρας, αλλά και ότι οι δύο ώρες πτήσης, με λίγες αεροπορικές εταιρείες, διευκολύνουν τη διεξαγωγή επιχειρήσεων μεταξύ Ισραήλ και Ελλάδας, αλλά και από την Ελλάδα προς τα γειτονικά κράτη και πολλές τρίτες χώρες», σημειώνει.
Επίσης, ελκυστική ιδιότητα της Ελλάδας, που θέλγει τους Ισραηλινούς επενδυτές, είναι η πολιτιστική προσαρμοστικότητα: «οι ισραηλινές εταιρείες είναι εξοικειωμένες με τον ελληνικό πολιτισμό και προσαρμόζονται άνετα σε αυτό το πολιτισμικό κλίμα. Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι πολλοί Ισραηλινοί μιλούν τα αγγλικά ως δεύτερη γλώσσα και τα αγγλικά λειτουργούν ως “ lingua franca” στον επιχειρηματικό τομέα στην Ελλάδα», λέει χαρακτηριστικά ο κ. Μπίτον και προσθέτει πως άλλος θετικός παράγοντας είναι η δυνατότητα ανάπτυξης συνεργασιών και επιχορηγήσεων της Έρευνας και Ανάπτυξης στην Ελλάδα ως μέρος της ενωμένης Ευρώπης.
Σε ποια πεδία της κυβερνοασφάλειας θα μπορούσε να υπάρξει ελληνο-ισραηλινή συνεργασία
Το Ισραήλ έχει πολύ εκτεταμένη τεχνογνωσία στο κρίσιμο πεδίο της κυβερνοασφάλειας και στην επικράτειά του εδρεύουν κάποιες από τις ισχυρότερες εταιρείες του κλάδου στη Μέση Ανατολή. Πώς αναπτύσσεται το Ισραήλ σε αυτό το πεδίο και ποιου είδους συνεργασίες με την Ελλάδα και ελληνικές επιχειρήσεις θα ήταν επιθυμητές και πιθανές; «Οι ευφυείς αποφάσεις και η ανάγκη για προστασία έκαναν το Ισραήλ παγκόσμιο ηγέτη στην κυβερνοασφάλεια, με το 40% όλων των επενδύσεων στον κλάδο να γίνονται στη χώρα. Η ισραηλινή κυβέρνηση έχει θέσει ως όραμα το Ισραήλ να είναι ηγετικό έθνος στην αξιοποίηση της κυβερνοασφάλειας ως ατμομηχανής οικονομικής ανάπτυξης, κοινωνικής πρόνοιας και εθνικής ασφάλειας. Επιπλέον, η εθνική στρατηγική κυβερνοασφάλειας του Ισραήλ στοχεύει στη διασφάλιση του ρόλου της χώρας στη διεθνή αρένα, ως ηγέτιδας στην τεχνολογική καινοτομία και ως ενεργού εταίρου στις παγκόσμιες διαδικασίες για τη μορφοποίηση του κυβερνοχώρου», υπογραμμίζει ο κ.Μπίτον.
Προσθέτει ότι το κράτος του Ισραήλ αντιμετωπίζει τη διεθνή συνεργασία στον τομέα της κυβερνοασφάλειας ως κρίσιμο στοιχείο για την ύπαρξη ενός κυβερνοχώρου, που λειτουργεί ως ασφαλής, ελεύθερη και παγκόσμια σφαίρα δραστηριότητας. Κι αυτό σε μια περίοδο που η πανδημία έχει εντείνει τις κυβερνοαπειλές, με τις πέντε κυρίαρχες εξ αυτών παγκοσμίως να σχετίζονται -όπως λέει- με το ransomware, τις επιθέσεις στην εφοδιαστική αλυσίδα, τις απόπειρες άσκησης (κακόβουλης) επιρροής, τις υποδομές κρίσιμης σημασίας και τον αυξανόμενο ρόλο της Τεχνητής Νοημοσύνης.
Στο ερώτημα σε ποια πεδία «βλέπει» επιθυμητές και πιθανές συνεργασίες μεταξύ Ελλάδας και Ισραήλ στο πεδίο της κυβερνοσφάλειας, κάνει λόγο για συνέργειες μεταξύ των κυβερνητικών αρχών καταπολέμησης του κυβερνοεγκλήματος, για ενθάρρυνση και στήριξη επιχειρηματικών συνεργασιών με στόχο την από κοινού ανάπτυξη μέσων και λύσεων (καταπολέμησης των κυβερνοεπιθέσεων), καθώς και για ίδρυση κοινών κέντρων εκπαίδευσης. Άλλο πεδίο συνεργασίας θα μπορούσε να είναι, κατά τον κ. Μπίτον, η δημιουργία κοινού ταμείου από τις κυβερνήσεις των δύο χωρών, το οποίο θα στηρίζει ελληνικές, ισραηλινές και κοινοτικές επιχειρήσεις, με στόχο την προστασία των περιουσιακών στοιχείων, των εικονικών και φυσικών συνόρων και των εθνικών υποδομών των χωρών, την καλύτερη πληροφόρηση των πολιτών και την έγκαιρη διάγνωση επιχειρούμενων εισβολών και επιθέσεων, από στοιχεία είτε εχθρικά είτε φαινομενικά φιλικά.