Μικρορύποι ανιχνεύονται τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια στα αστικά λύματα και ως τώρα δεν μπορούσαν να απομακρυνθούν καθώς οι υπάρχουσες εγκαταστάσεις επεξεργασίας λυμάτων δεν ήταν σχεδιασμένες να τους αντιμετωπίσουν, με αποτέλεσμα αυτοί να καταλήγουν σε επιφανειακά ή υπόγεια ύδατα. Οι ρύποι αυτοί είναι είτε υπολειμματικές φαρμακευτικές ενώσεις, όπως για παράδειγμα αναλγητικά, αντισηπτικά, αντιβιοτικά και οιστρογόνα, είτε προϊόντα προσωπικής φροντίδας όπως αρώματα, αντηλιακά, πλήθος καλλυντικών και σαμπουάν.
Με αφορμή την ανάπτυξη και εφαρμογή μιας νέας μεθόδου για την απομάκρυνση των μικρορύπων αυτών, η χημικός Μαρία Σαλαπασίδου, εξηγεί στο ΑΠΕ – ΜΠΕ ότι τα τελευταία 30 χρόνια το ενδιαφέρον της επιστημονικής κοινότητας είχε εστιαστεί στους συμβατικούς οργανικούς ρύπους, όπως τα φυτοφάρμακα και τα εντομοκτόνα. Ωστόσο τα τελευταία χρόνια διαπιστώθηκε η παρουσία ορισμένων «αναδυόμενων ρύπων» από νέες χρήσεις που δεν μπορούσαν να αντιμετωπιστούν καθώς, όταν σχεδιάστηκαν οι εγκαταστάσεις που λειτουργούν σήμερα, αυτοί οι ρύποι επί της ουσίας δεν υπήρχαν ή δεν μπορούσαν να ανιχνευτούν επειδή βρίσκονται σε χαμηλές συγκεντρώσεις. «Οι ρύποι αυτοί ανιχνεύονται τα τελευταία χρόνια στα αστικά λύματα, δεδομένου ότι καταλήγουν μέσω του αποχετευτικού δικτύου στις εγκαταστάσεις επεξεργασίας. Μπορεί να προκαλέσουν αρνητικές επιπτώσεις όπως τοξικότητα και ενδοκρινικές διαταραχές στους οργανισμούς» αναφέρει χαρακτηριστικά.
Για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα αυτό αναπτύχθηκε μια νέα μέθοδος απομάκρυνσης μικρορύπων και δύσκολα αποικοδομήσιμου οργανικού φορτίου στο ερευνητικό έργο «CatOzoN», που υλοποιείται στο πλαίσιο του γενικού προγράμματος «ΕΠΑνΕΚ 2014-2020» από συμπράξεις επιχειρήσεων με ερευνητικούς οργανισμούς στον τομέα προτεραιότητας «Περιβάλλον και Βιώσιμη Ανάπτυξη» και στην περιοχή της διαχείρισης του νερού και των υγρών αποβλήτων. Σύμφωνα με την κ. Σαλαπασίδου, που συμμετέχει στο έργο από την «ΑΚΤΩΡ Α.Τ.Ε.», «η υπάρχουσα τεχνολογία που εφαρμόζεται στα λύματα χρησιμοποιεί απλά το όζον διοχετεύοντάς το με φυσαλίδες στα λύματα για την απολύμανση και την απομάκρυνση οργανικού φορτίου και μικρορύπων. Η τεχνολογία αυτή βελτιώθηκε, στο πλαίσιο του ερευνητικού έργου, με την εφαρμογή του ετερογενούς καταλυτικού οζονισμού. Μέσω αυτού, το όζον δεν διοχετεύεται με φυσαλίδες αλλά με μια κατάλληλη μεμβράνη, στοιχείο που βελτιώνει τη διάλυση του όζοντος και επιτυγχάνει την καλύτερη μεταφορά του στα λύματα και την καλύτερη απομάκρυνση των ρύπων. Παράλληλα δοκιμάστηκαν κάποια φθηνά και εμπορικά διαθέσιμα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν ως καταλύτες, βελτιώνοντας τα αποτελέσματα».
Η νέα μέθοδος εφαρμόστηκε στον βιολογικό καθαρισμό στη Μηχανιώνα (Εγκατάσταση Επεξεργασίας Λυμάτων των Τουριστικών Περιοχών Θεσσαλονίκης «Αίνειας»), με τη σύμφωνη γνώμη της ΕΥΑΘ Α.Ε. όπου κατασκευάστηκε πρωτότυπη προ-βιομηχανική μονάδα απομάκρυνσης των μικρορύπων, με στόχο να επεκταθεί η εφαρμογή της, ώστε τα δεδομένα και τα αποτελέσματα να αξιοποιηθούν είτε στην επεξεργασία του νερού είτε στην επεξεργασία του λύματος.
Τα αποτελέσματα του ερευνητικού έργου παρουσιάστηκαν, πρόσφατα σε ημερίδα που πραγματοποιήθηκε στο Κέντρο Διάδοσης Ερευνητικών Αποτελεσμάτων ΚΕ.Δ.Ε.Α. του ΑΠΘ και διοργανώθηκε από την «ΑΚΤΩΡ Α.Τ.Ε.» (μέλος του Ομίλου ΕΛΛΑΚΤΩΡ), σε συνεργασία με το Εργαστήριο Χημικής και Περιβαλλοντικής Τεχνολογίας και το Εργαστήριο Ελέγχου Ρύπανσης Περιβάλλοντος του τμήματος Χημείας, καθώς και με το Εργαστήριο Αναλυτικής Χημείας του τμήματος Χημικών Μηχανικών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.