Την πεποίθηση ότι το 2022 θα εξελιχθεί σε χρονιά άνευ προηγουμένου σε ό,τι αφορά την προσέλκυση ξένων επενδύσεων στην Ελλάδα, με το ενδιαφέρον να επικεντρώνεται στους τομείς των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, των logistics, του τουρισμού, του real estate (κτηματαγοράς) και της υψηλής τεχνολογίας, εξέφρασε σήμερα ο υπουργός Ανάπτυξης και Επενδύσεων, ‘Αδωνις Γεωργιάδης, μιλώντας στο 6ο Thessaloniki Summit.
Πρόσθεσε ότι η εικόνα της Ελλάδας στους κύκλους των ξένων επενδυτών έχει αλλάξει, καθώς αποδίδουν καρπούς η πολιτική σταθερότητα, αλλά και η εξαιρετικά φιλοεπενδυτική πολιτική της κυβέρνησης, ο υψηλός βαθμός ψηφιοποίησης και η σημαντική μείωση της φορολογίας και των ασφαλιστικών εισφορών.
Κατά τον κ.Γεωργιάδη, η έλλειψη εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού στην Ελλάδα είναι ένα πρόβλημα που μπορεί να αντιμετωπιστεί σε έναν βαθμό με την προσέλκυση επενδύσεων και την επιστροφή στη χώρα -χάρη και σε αυτές- εξειδικευμένων στελεχών, που έφυγαν στο εξωτερικό για δουλειά την προηγούμενη δεκαετία. Ενδεικτικά ανέφερε το παράδειγμα του ψηφιακού κέντρου της αμερικανικής φαρμακοβιομηχανίας Pfizer στη Θεσσαλονίκη, στο οποίο εργάζονται σήμερα περίπου 80 Ελληνες που επέστρεψαν από το εξωτερικό.
Τη διαχρονικά χαμηλή θέση της Ελλάδας στην προσέλκυση επενδύσεων, από τη δεκαετία του ’80, υπενθύμισε ο γενικός διευθυντής του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), Νίκος Βέττας, επισημαίνοντας ότι η υστέρηση αυτή δεν στέρησε στη χώρα απλώς τα επενδυτικά κεφάλαια, αλλά και την τεχνογνωσία, τα σύγχρονα εργαλεία και την κουλτούρα που θα έφερναν μαζί τους οι ξένοι επενδυτές.
Πρόσθεσε ότι σήμερα η χώρα πηγαίνει αρκετά καλά, αλλά το ερώτημα είναι τι γίνεται από εδώ και πέρα: «Αυτή τη στιγμή υπάρχει πρωτοφανής παγκόσμια ρευστότητα, όταν όμως “σφίξουν τα γάλατα” θα πρέπει να παραμείνουμε ελκυστικός προορισμός για επενδυτές» είπε και συμπλήρωσε ότι μέχρι σήμερα οι ΑΞΕ δεν ήταν στο επιθυμητό επίπεδο, γιατί δεν υπήρχε ορατότητα για την επόμενη μέρα και σταθερότητα, παράγοντες- «κλειδιά» για τις ξένες επενδύσεις.
Επειδή η χώρα έχει πράγματι μπροστά της μια ευκαιρία, συνόψισε, «χρειάζεται να δημιουργήσει έναν διάδρομο που να είναι ορατός στους επενδυτές», με άμεση στροφή και αναβάθμιση της παιδείας, απλοποίηση των διαδικασιών και περιορισμό της γραφειοκρατίας και δημιουργία των προϋποθέσεων για τη συνέχεια της πολιτικής.
Η JTI «βλέπει» προοπτική στην Ελλάδα
«Το παράδειγμα της ΣΕΚΑΠ μπορεί να λειτουργήσει θετικά και για άλλες ξένες επενδύσεις» και αποτελεί σαφή απόδειξη της εμπιστοσύνης της JTΙ στην Ελλάδα, την οικονομία της και την προοπτική της υπογράμμισε η Γεωργία Καρούντζου, επικεφαλής εταιρικών υποθέσεων και επικοινωνίας της JTI Hellas, επισημαίνοντας ότι η εταιρεία έχει βρει στην Ελλάδα σταθερό περιβάλλον και ανοιχτά κανάλια επικοινωνίας.
Η κα Καρούντζου επισήμανε ακόμα ότι δικαιώθηκε η απόφαση της Japan Tobacco να επενδύσει στη ΣΕΚΑΠ: «Το 2018 η Japan Tobacco επένδυσε στη ρωσική Donskoy Tabak και μέρος αυτός της συμφωνίας ήταν και η εξαγορά του εργοστασίου της ΣΕΚΑΠ (στην Ξάνθη) (…) Μπορούμε να πούμε ότι το ρίσκο που πήραμε τότε μας έχει δικαιώσει» σημείωσε και πρόσθεσε ότι η εταιρεία βλέπει προοπτική στην Ελλάδα και την οικονομία της, για αυτό και επενδύει σημαντικά κεφάλαια στη χώρα.
Πρώτα η παιδεία, σύμφωνα με τον CEO της ΑΛΟΥΜΥΛ
Την εκτίμηση ότι το πιο σημαντικό πράγμα που μπορεί να κάνει σήμερα μια κυβέρνηση, για να προσελκύσει ξένες επενδύσεις, είναι να σχεδιάσει σωστά την παιδεία της, διατύπωσε ο επιχειρηματίας Γιώργος Μυλωνάς, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ΑΛΟΥΜΥΛ, επισημαίνοντας ότι οι επενδυτές δεν επιλέγουν μια χώρα επειδή « βλέπουν φως και μπαίνουν», ούτε απλά επειδή υπάρχει πολύ φιλικό περιβάλλον, αλλά κυρίως επειδή κρίνουν ότι μπορεί να εξυπηρετήσει μακροπρόθεσμα τους στόχους τους. Και προς τούτο η παιδεία είναι πολύ σημαντική. «Όλες οι προβλέψεις μας λένε, πως καθώς ο πληθυσμός της Ελλάδας μειώνεται, πάμε σε ένα περιβάλλον πιο αυτοματοποιημένο και ρομποτικό. Οταν όμως παίρνουμε εργαζομένους, που πρέπει να “διαβάζουν” έναν βιομηχανικό υπολογιστή και δεν μπορούν να το κάνουν, έχουμε πρόβλημα. Η έδρα μας είναι στο Κιλκίς, κάτι που σημαίνει ότι απασχολούμε αγρότες, τους οποίους και εκπαιδεύουμε» σημείωσε και πρόσθεσε ότι η Πολιτεία θα έπρεπε να έχει συμβολή σε αυτό. Αναφέρθηκε επίσης σε παράγοντες οι οποίοι μπορούν να λειτουργήσουν ως αντικίνητρα για τους επενδυτές, όπως η κακή ποιότητα του ρεύματος στην περιοχή της έδρας της εταιρείας, που έχει ως αποτέλεσμα συχνά να «πέφτουν» οι βιομηχανικοί υπολογιστές, αλλά και στην κακή ποιότητα των τηλεπικοινωνιακών συνδέσεων σε ορισμένες περιοχές, όπως η εσωτερική περιφερειακή της Θεσσαλονίκης.
Κατέληξε δε, λέγοντας ότι αν οι ξένες επιχειρήσεις δουν τους Ελληνες να επενδύουν περισσότερο στην Ελλάδα, «τότε θα έρθουν κι αυτοί στη χώρα πιο εύκολα».
«Οι ξένοι επενδυτές κοιτάζουν την Ελλάδα και τις ελληνικές επιχειρήσεις, ιδίως στον κλάδο των τροφίμων. Υπάρχουν καλές επιχειρήσεις και πιστεύω πως μπορούν να γίνουν πολλά deals (συμφωνίες) στα επόμενα χρόνια» εκτίμησε από την πλευρά του ο Νικόλας Τακάς, διευθύνων σύμβουλος της Thermi Venture Capital Management SA.
Ο διευθύνων σύμβουλος της SOL Crow SA, Παναγιώτης Αλαμάνος, επισήμανε ότι η Ελλάδα χρειάζεται να πει στους ξένους επενδυτές τι μπορεί να κάνει και ποιοι μπορούν να κάνουν αυτά που χρειάζεται. Συμπλήρωσε ότι υπάρχει βελτίωση του επενδυτικού κλίματος στη χώρα σε μια περίοδο έντονης ρευστότητας από διάφορες πηγές, αλλά το μεγάλο στοίχημα είναι αν αυτή η βελτίωση θα έχει συνέχεια. Το Thessaloniki Summit 2021 διοργανώνουν ο Σύνδεσμος Βιομηχανιών Ελλάδος (ΣΒΕ) και το ΟΙκονομικό Φόρουμ των Δελφών, υπό την αιγίδα της Προέδρου της Δημοκρατίας, Κατερίνας Σακελλαροπούλου