Στο Ναύπλιο επέλεξε να τιμήσει τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο που, σε συνεργασία με τον τοπικό δήμο και με τη συμμετοχή του Πανεπιστήμιου Πελοποννήσου, διοργάνωσε διημερίδα κατά την οποία αναπτύχθηκαν τρεις θεματικές: «Εκπαίδευση – Υποδομές», «Πόλεις και μνημεία της Επανάστασης» και «Ο Αγώνας στη Θάλασσα», αναφέρει το ΑΠΕ-ΜΠΕ.
«Δύσκολα να σκεφτεί κανείς καλύτερη επιλογή εορτασμού της επετείου απ’ ότι επί εδάφους πελοποννησιακού και ιδιαίτερα του Nαυπλίου και του συγκεκριμένου χώρου. Η επιλογή από το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο του Ναυπλίου για τον εορτασμό των 200 χρόνων από την επανάσταση του 1821, και η συνεργασία με τις τοπικές αρχές επιδαψιλεύει, μεταξύ άλλων, τιμή από την νυν πρωτεύουσα στην πρώην πρωτεύουσα της Ελλάδας» ανέφερε κατά τον χαιρετισμό του ο πρύτανης του ιδρύματος Ανδρέας Μπουντουβής.
Ο ίδιος υπενθύμισε τον έντονο ανταγωνισμό που υπήρχε ανάμεσα στην Αθήνα και το Ναύπλιο για τον τίτλο της πρωτεύουσας με το ζήτημα, μάλιστα, να απασχολεί ολόκληρη την Ευρώπη. Η Γαλλία είχε ταχθεί υπέρ της Αθήνας, όπως και ο πατέρας του Όθωνα, βασιλιάς Λουδοβίκο της Βαυαρίας. Οι Αθηναίοι από την πλευρά τους προχώρησαν σε μια σειρά από παραχωρήσεις οικοπέδων για να γίνουν δημόσια κτίρια προκειμένου να πείσουν τον Όθωνα να επιλέξουν την πόλη τους, ενώ οι Ναυπλιώτες ενημέρωσαν τον μονάρχη για ορισμένα μειονεκτήματα της Αθήνας.
«Αυτή η ένδοξη Αθήνα του Περικλέους υπάρχει μοναχά στη φαντασία μερικών εξημμένων ποιητών και των ευφάνταστων αρχαιολόγων» έγραψαν στην επιστολή τους. «Στην πραγματικότητα, θα βρήτε ένα γκρεμισμένο χωριό, πνιγμένο στα νερά που λιμνάζουν (…) Ξεπεσμένη αρχοντιά. Θα μπορέση να γίνη ποτέ πολιτεία, με αξιώσεις πρωτευούσης αυτό το αξιοθρήνητο ερείπιο;».
Ανάμεσα στις υποψήφιες πόλεις ήταν ακόμη ο Πειραιάς, η Κόρινθος, τα Μέγαρα και το Άργος. Τελικά, τον Σεπτέμβριο του 1834, η Αθήνα, μια κωμόπολη 7.000 κατοίκων, ανακηρύχθηκε και επίσημα «βασιλική καθέδρα και πρωτεύουσα». Ο αγώνας για το νεοσύστατο ελληνικό κράτος θα ήταν στη συνέχεια ένας αγώνας για καλύτερη εκπαίδευση. Όπως ανέφερε στην ομιλία του για τη σχετική θεματική ο αντιπρύτανης του ΕΜΠ Ευάγγελος Σαπουντζάκης, η εκπαίδευση ήταν ένα από τα κύρια μελήματα του πρώτου κυβερνήτη της Ελλάδας Ιωάννη Καποδίστρια.
«Ο Ιωάννης Καποδίστριας ίδρυσε πολλά και διαφορετικά σχολεία όπως λόγου χάριν το ορφανοτροφείο για ορφανά και άπορα παιδιά στην Αίγινα, σχολείο για όσους θα γίνονταν δάσκαλοι και σχολείο για διάφορες τεχνικές ειδικότητες. Επίσης, ίδρυσε το “Κεντρικόν”, σχολείο που προοριζόταν για την εξειδίκευση δημοσίων υπαλλήλων, το “Εκκλησιαστικό” στον Πόρο, το “Γεωργικό” στην Τίρυνθα και το “Κεντρικό Πολεμικό” στο Ναύπλιο» σημείωσε χαρακτηριστικά, ενώ έκανε ιδιαίτερη μνεία στην ίδρυση της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρίας και «στους μεγάλους εθνικούς ευεργέτες Αρσάκη και Τοσίτσα, οι οποίοι αφιέρωσαν μεγάλο μέρος της ζωής τους σε αυτή την ιδέα».
Είναι στις αρχές του 1837 όταν ιδρύεται το «Σχολείον των Βιομηχάνων Τεχνών» που στη συνέχεια θα μετονομαστεί σε Εθνικό Μετσόβιον Πολυτεχνείον και «θα συνεισφέρει τα μέγιστα στην τεχνική, επιστημονική, κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη της χώρας με την η οικοδόμηση μεγάλων έργων ιδιωτικών και δημόσιων».
Για να κερδηθεί ωστόσο το στοίχημα της εκπαίδευσης στο νεοελληνικό κράτος θα έπρεπε νωρίτερα, στην εθνεγερσία, να κερδηθεί ο αγώνας στη θάλασσα. Όπως σημείωσε ο αντιπρύτανης του ΕΜΠ Ιωάννης Χατζηγεωργίου, «ο ναυτικός αγώνας των Ελλήνων ήταν καθοριστικός στην επιτυχία της Επανάστασης του 1821 και της παλιγγενεσίας του Έθνους».
«Πώς όμως αυτοί οι υπέροχοι πολεμιστές του γένους κατόρθωσαν να αντιμετωπίσουν τον υπερμεγέθη τουρκικό στόλο;» διερωτήθηκε ο ίδιος. «Ήταν φυσικά η ναυτοσύνη και το πάθος για την ελευθερία. Ήταν όμως και οι εμπειρίες που απέκτησαν οι έλληνες ναυτικοί, υπηρετώντας στον τούρκικο στόλο. Αιώνες κακουχιών και βάναυσης αντιμετώπισης στα τούρκικα πλοία, σκληραγώγησαν γενιές ελλήνων ναυτών κι όταν ήρθε η ώρα, χρησιμοποίησαν τις εμπειρίες τους ως διδάγματα για την αντιμετώπιση του δυνάστη τους».
Η εμπειρία και η ανδρεία έκαναν τους μπουρλοτιέρηδες να ξεχωρίζουν. «Η διαφορά μεταξύ των ελλήνων και των ευρωπαίων ναυτικών που χειρίζονταν πυρπολικά ήταν ότι οι Ευρωπαίοι τα άφηναν να κινηθούν μόνα τους μέχρι της προσκολλήσεως και πάντα στην τύχη του ανέμου, ενώ οι Έλληνες επέβαιναν σ’ αυτά μέχρι να κολλήσουν στα εχθρικά πλοία» ανέφερε ο κ. Χατζηγεωργίου.