Στην ανθεκτικότητα του ελληνικού τουρισμού και στις προοπτικές που ανοίγονται για μια ακόμα καλύτερη χρονιά, το 2022, αναφέρθηκε ο Γιάννης Ρέτσος, πρόεδρος του ΣΕΤΕ, CEO Electra Hotels & Resorts, στο πλαίσιο του ετήσιου συνεδρίου του Κύκλου Ιδεών, που φέτος έχει τίτλο «Η Ελλάδα μετά V: Από την κρίση στην κανονικότητα ή η κρίση ως κανονικότητα;».
Μιλώντας σήμερα στην ειδική ενότητα με θέμα «Τουρισμός και Μεταποίηση. Ανταγωνιστικοί ή συμπληρωματικοί τομείς της ελληνικής οικονομίας;» ανέφερε ότι η φετινή χρονιά ήταν πολύ καλή και εκτίμησε ότι το 2022 ίσως φτάσει τα νούμερα του 2019. «Για να μπορέσουμε να αντέξουμε σαν τουριστικός προορισμός και να δεχόμαστε πολύ κόσμο για μεγάλη περίοδο, πρέπει να αυξήσουμε την ποιότητα του προϊόντος και για τον λόγο αυτό πρέπει να συνδέσουμε τη τουριστική δραστηριότητα με άλλους τομείς» ανέφερε ο κ. Ρέτσος και εξήγησε ότι «αν δεν βελτιώσουμε τα υλικά που προσφέρουμε στους τουρίστες, δεν μπορούμε να παραμείνουμε ανταγωνιστικοί και για να το κάνουμε αυτό πρέπει να διασυνδεθούμε με τον ελληνικό πρωτογενή τομέα και την ελληνική παραγωγή. Αυτό είναι τεράστια πρόκληση καθώς απαιτείται αλλαγή νοοτροπιών, αλλά και κοινό πεδίο συνεννόησης και στις δύο πλευρές». Σύμφωνα με τον κ. Ρέτσο, οι επισκέπτες ζητούν πλέον υψηλής ποιότητας προϊόν που δεν έχει να κάνει μόνο με τις πάγιες εγκαταστάσεις ενός ξενοδοχείου, αλλά με το σύνολο της υπηρεσίας.
Τόνισε επίσης, ότι «πρέπει να ανοίξει μια συζήτηση σχετικά με το πώς, συνεχίζοντας αυτή την αναπτυξιακή πορεία που έχει πάρει ο τουρισμός, μπορεί αυτό να συμπαρασύρει και άλλους τομείς της οικονομίας, ώστε το ποσοστό του τουρισμού στο ΑΕΠ να παραμείνει υψηλό, με το ΑΕΠ όμως υψηλότερο». «Στον τουρισμό δεν χαιρόμαστε να έχουμε υψηλό ποσοστό συμμετοχής σε ένα ΑΕΠ που συρρικνώνεται όπως έγινε τα χρόνια 2012 -2019» σημείωσε ο κ. Ρέτσος χαρακτηριστικά.
Από την πλευρά του, ο Θεόδωρος Πελαγίδης, υποδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, καθηγητής οικονομικής ανάλυσης στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς, μιλώντας στο συνέδριο τόνισε ότι η Ελλάδα πρέπει να προκαλέσει μια μεγάλη εισροή κεφαλαίων και ανθρώπων. Συγκεκριμένα, ανέφερε ότι το στοίχημα του τουρισμού και της ανάπτυξης της μεταποίησης είναι να μετατραπεί ο τουρισμός σε διαμονή. «Πρέπει να φέρουμε ανθρώπους να μείνουν στη χώρα, συνδυάζοντας διαμονή και εργασία» είπε και ανέφερε το παράδειγμα των ψηφιακών νομάδων που επιλέγουν την Ελλάδα ως ελκυστικό προορισμό.
Ο Σπύρος Θεοδωρόπουλος, διευθύνων σύμβουλος της CHIPITA, τόνισε στην ομιλία του ότι ο τουρισμός και η βιομηχανία δεν έχουν ανταγωνιστικότητα μεταξύ τους. Είναι απολύτως συμπληρωματικοί κλάδοι, ενώ ο τουρισμός βοηθάει τη βιομηχανία. Επίσης, εστίασε στον αγροτικό τομέα, ο οποίος έχει αλλάξει και τόνισε την αναγκαιότητα να βιομηχανοποιηθεί με δεδομένη και την κλιματική αλλαγή. Σε αυτό το πλαίσιο, τόνισε, «πρέπει να ξαναμάθουμε να παράγουμε, καθώς ο κόσμος αλλάξει και η αγροτική παραγωγή έχει αλλάξει δραστικά. Στο μέλλον το μεγαλύτερο πρόβλημα θα είναι ότι η γη δεν θα μπορεί να παράγει αυτά που μπορεί λόγω της κλιματικής αλλαγής». Αναφερόμενος στο Ταμείο Ανάκαμψης, εκτίμησε ότι θα κατευθυνθεί κυρίως σε μεγάλες δημόσιες επενδύσεις. Ωστόσο διευκρίνισε, ότι ήδη υπάρχει για τις επιχειρήσεις πρόσβαση σε χρηματοδοτικά εργαλεία, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Δεν υπάρχει έλλειψη χρημάτων. Υπάρχουν, πέρα από τις τράπεζες, πολλά χρηματοδοτικά εργαλεία που δεν υπήρχαν ποτέ στο παρελθόν. Οι επιχειρήσεις φταίνε που δεν μπορούν να αναπτυχθούν» επεσήμανε.
Από το βήμα του συνεδρίου, ο Θεόδωρος Φέσσας, πρόεδρος του Ομίλου Quest, αναφέρθηκε στους ανασχετικούς παράγοντες της βιομηχανίας, τονίζοντας ότι είναι το κράτος (υπό την έννοια της αδειοδότησης και της ευκολίας να γίνει μια επένδυση), το ανθρώπινο δυναμικό και οι υποδομές. Πρόσθεσε επίσης, ότι υπάρχουν χρηματοδοτικά εργαλεία στη χώρα, τα οποία εάν αξιοποιηθούν σωστά από τις επιχειρήσεις μπορούν να φέρουν τα καλύτερα αποτελέσματα. Χαρακτήρισε «δώρο» για την επιχειρηματικότητα το Ταμείο Ανάκαμψης και τόνισε ότι αναγκαία προϋπόθεση για την επιτυχημένη αξιοποίησή του είναι ο σχεδιασμός και η σωστή διαχείριση.
Αναφορικά με το Ταμείο Ανάκαμψης, βάσει του οποίου περί τα 260 εκατ. ευρώ αναλογούν σε πρώτη φάση για ανάπτυξη θεματικού τουρισμού, ορεινού, υγείας και ευεξίας, ο κ. Ρέτσος υπογράμμισε ότι «καθώς ο τουρισμός είναι ένα πλέγμα πολλών, μικρών μικρομεσαίων επιχειρήσεων, αν ο επιχειρηματίας σκεφτεί σωστά και ακολουθήσει τον τρόπο της στρατηγικής που προσπαθούμε να υποδείξουμε, θα αντλήσει χρήματα βελτιώνοντας τις εγκαταστάσεις και τις υπηρεσίες του για να ανταποκριθεί στην επόμενη μέρα στο τουριστικό μοντέλο που οραματιζόμαστε».
Ο κ. Πελαγίδης, εστιάζοντας στο Ταμείο Ανάπτυξης επεσήμανε ότι τα χρήματα των επιδοτήσεων, κυρίως, θα γίνουν δημόσια έργα και υπογράμμισε ότι θα πρέπει τα χρήματα να αποδώσουν πολύ περισσότερο από ότι στο παρελθόν. «Να κάνουμε μια προσπάθεια, όσο μπορούμε, όλοι μας, τα πράγματα να πάνε καλύτερα» ανέφερε. Κληθείς να σχολιάσει τις εκτιμήσεις για ρυθμό ανάπτυξης 7% της ελληνικής οικονομίας το 2021 ο κ. Πελαγίδης τόνισε ότι το σημαντικό δεν είναι το ύψος της ανάπτυξης αλλά η διάρκεια, δηλαδή κατά πόσο η ελληνική οικονομία μπορεί να έχει διαρκείς υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Ο κ. Ρέτσος εκτίμησε ότι η Ελλάδα έχει μπει σε τροχιά ανάπτυξης, αλλά το μέγεθος της οικονομίας είναι τόσο μικρό που επηρεάζεται απόλυτα από γεωπολιτικές και τις μεγάλες παγκόσμιες οικονομικές κρίσεις. «Το ερώτημα είναι πόσο μπροστά σε μια κρίση είμαστε αυτή τη στιγμή και ποια θα είναι η διάρκεια της ενεργειακής κρίσης, αλλά και του προβλήματος του πληθωρισμού. Η χρονική διάρκεια αυτής της κατάστασης θα επηρεάσει και ο πόσο τελικά αναπτυξιακή θα είναι η τροχιά που έχει εισέλθει η ελληνική οικονομία».
Από την πλευρά του, ο κ. Φέσσας εξέφρασε την πεποίθησή του ότι η ελληνική οικονομία θα έχει πολύ καλό ποσοστό ανάπτυξης, ωστόσο εξέφρασε την ανησυχία του για τις επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης, τονίζοντας ότι στο παρελθόν οι ενεργειακές κρίσεις δημιούργησαν κακές επιπτώσεις στην οικονομία. Πρόσθεσε επίσης, ότι πρόβλημα δημιουργεί η έλλειψη ανθρωπίνου δυναμικού προκειμένου οι επενδύσεις να επιταχυνθούν. Τέλος, εξέφρασε τη βεβαιότητά του ότι υπάρχουν χρηματοδοτικά εργαλεία τα οποία μπορούν να βοηθήσουν τις επιχειρήσεις στην περαιτέρω ανάπτυξή τους.
Στο ίδιο μήκος κύματος, ο κ. Θεοδωρόπουλος τόνισε «βρισκόμαστε σε μια κρίση που δεν είναι απλώς ενεργειακή. Είναι μια γενικότερη κρίση. Είμαστε στην αρχή της και δεν γνωρίζουμε ούτε το βάθος ούτε το εύρος της. Αν δεν υπήρχε αυτή η κρίση, η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας τα επόμενα χρόνια θα ήταν πολύ δυνατή. Σίγουρα θα μας επηρεάσει η κρίση αρνητικά, αλλά σε ποιο βαθμό θα μπορούμε να το πούμε με ασφάλεια γύρω στην άνοιξη».