Στο νέο παράδειγμα της χώρας, του «πράσινου μοντέλου ανάπτυξης» της κυκλικής οικονομίας, που αξιοποιεί υποπροϊόντα από τα χωράφια και τα δάση προκειμένου να χρησιμοποιηθούν ως καύσιμη ύλη στο εργοστάσιο παραγωγής Θερμικής ενέργειας από Βιομάζα που λειτουργεί εδώ και ένα χρόνο για τις ανάγκες της θέρμανσης των κατοίκων, φιλοδοξεί να αναδειχθεί ένας μικρός Δήμος, ο Δήμος Αμυνταίου, που τα τελευταία 35 χρόνια συνδέθηκε στενά με την εξόρυξη του λιγνίτη, ο οποίος του εξασφάλιζε τη θέρμανση της πόλης και των δημοτικών του διαμερισμάτων, μέσω του θερμού ατμού που παρήγαγαν οι δύο μονάδες του ομώνυμου ΑΗΣ.
Όπως εξηγεί μιλώντας στο ΑΠΕ ΜΠΕ ο διευθυντής της Δημοτικής επιχείρησης Τηλεθέρμανσης Αμυνταίου (ΔΕΤΕΠΑ) Κώστας Κυριακόπουλος, ο φετινός στόχος που έχει τεθεί είναι «να συλλέξουμε περί τους 5.000 τόνους υπολειμμάτων καλαμποκιού και αμπελόβεργες που βρίσκονται σε αφθονία στην λεκάνη του Αμυνταίου». Ο κάμπος του Αμυνταίου εκτός από τις αμπελουργικές εκτάσεις που παράγουν το κρασί με την ομώνυμη γεωγραφική ένδειξη, διαθέτει και εκτάσεις με χιλιάδες στρέμματα καλαμποκιού όπου τα υπολείμματα μετά την συγκομιδή έμεναν στο χωράφι και σήμερα με τα εργαλεία που ήδη διαθέτουν οι αγρότες συσκευάζονται σε μπάλες και με τα αγροτικά οχήματα μεταφέρονται στις αποθηκευτικές εγκαταστάσεις του εργοστασίου Βιομάζας.
Ένας πανίσχυρος καταστροφέας αναλαμβάνει να μετατρέψει την βιομάζα σε «τσιπς» όπου με την σειρά της αποθηκεύεται για να χρησιμοποιηθεί ως καύσιμη πρώτη ύλη στην παραγωγή θερμικής ενέργειας. Ο κ. Κυριακόπουλος τόνισε ότι «το ενδιαφέρον μας εστιάζεται στα υποπροϊόντα από κλαδέματα των αμπελιών που συνήθως καίγονται από τους καλλιεργητές και στα υπολείμματα ξυλείας που αφήνουν στο δάσος οι εργάτες των δασικών συνεταιρισμών μετά την κοπή των δένδρων». Η συζήτηση με τους αμπελουργούς βρίσκεται σε εξέλιξη ενώ σύμφωνα με τον κ. Κυριακόπουλο στα δασικά υπολείμματα υπάρχουν δυσκολίες καθώς αφορούν το δύσβατο του εδάφους που κάνει αδύνατη την μεταφορά τους. Πρόσθεσε ότι η οικονομικότερη λύση που ήδη βρίσκεται στο τραπέζι των συζητήσεων είναι «ο θρυμματισμός των υπολειμμάτων στο δάσος να γίνεται επί τόπου και το «τσιπς» να μεταφέρεται στις εγκαταστάσεις».
Η τιμή αποζημίωσης που έχει καθοριστεί για το «τσιπς» ξύλου είναι 45 €/τόνος. Σύμφωνα με τον δήμαρχο Άνθιμο Μπιτάκη είναι μια ευκαιρία «να δημιουργήσουμε μια νέα οικονομία στην οποία θα συμμετέχουν γεωργοί, καλλιεργητές αμπελιών, δενδροκαλλιεργητές ροδάκινου και μήλου με τα υποπροϊόντα τω καλλιεργειών τους, που θα είναι βιώσιμη τόσο για την προστασία του περιβάλλοντος όσο και για το επιπρόσθετο εισόδημα των δημοτών μας που είναι αγρότες».
Ο κ. Μπιτάκης ανέφερε ότι ο δήμος Αμυνταίου είναι «ο πρώτος δήμος της χώρας που παράγει θερμική ενέργεια από το εργοστάσιο Βιομάζας ισχύος 30 MW για τις ανάγκες των δημοτών του» και εξήγησε ότι αναγκαστήκαμε να κινηθούμε γρήγορα όταν αντιληφθήκαμε ότι ο ΑΗΣ Αμυνταίου θα σταματήσει την λειτουργία του. «Για μας η απολιγνιτοποίηση ήρθε πολύ νωρίτερα από τις τελικές ημερομηνίες που ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός για την Δυτική Μακεδονία και την Μεγαλόπολη», ανέφερε.
O Δήμαρχος Αμυνταίου σημείωσε ότι η διαδρομή προς σ’ έναν πιο πράσινο δήμο με καλύτερο περιβαλλοντικό αποτύπωμα δεν είναι ένας ευχάριστος περίπατος γιατί έχει και αποφάσεις που έχουν συνέπειες για τους δημότες. «Πριν από μερικά χρόνια αγοράζαμε το θερμό ατμό από τον ΑΗΣ Αμυνταίου και οι καταναλωτές πλήρωναν τον δήμο και αυτός με την σειρά του την ΔΕΗ. Υπενθυμίζει ότι ο δήμος κατασκεύασε το εργοστάσιο συνολικού προϋπολογισμού 14 εκ € λαμβάνοντας δάνειο από τις Τράπεζες προκειμένου να καλύψει το 47% της ιδίας συμμετοχής και συμπλήρωσε λέγοντας ότι σήμερα «για να παράξουμε την θερμική ενέργεια που χρειαζόμαστε προαγοράζουμε την πρώτη ύλη με συνέπεια να προχωρήσουμε στην αύξηση των τιμολογίων θέρμανσης κατά 32% προκειμένου να ανταπεξέλθουμε στην νέα κατάσταση».
Ο κ. Μπιτάκης κατέληξε λέγοντας ότι όταν τεθεί σε λειτουργία η νέα μονάδα της Πτολεμαΐδας και οι τηλεθερμάνσεις της Δυτικής Μακεδονίας συνδεθούν στο νέο εργοστάσιο ΣΗΘΥΑ που θα κατασκευάσει η ΔΕΗ, «στα σχέδια του δήμου Αμυνταίου είναι τα περίσσεια θερμικής ενέργειας να διοχετευθούν σε θερμοκηπιακά πάρκα, που θα γίνουν σε εκτάσεις οι οποίες βρίσκονται κοντά στο αγωγό της τηλεθέρμανσης, συμβάλλοντας έτσι σε μια πιο δυναμική γεωργία που έχει ανάγκη η περιοχή».