Η “ανθρωποκεντρική” προσέγγιση του τουριστικού προϊόντος, είναι η λέξη κλειδί για να αναπτυχθεί ένα νέο μοντέλο τουρισμού, του λεγόμενου βιωματικού, που βασίζεται στην κληρονομιά και τον πολιτισμό, αλλά κυρίως για να δοθεί νέα ώθηση στις περιοχές της Κεντρικής Μακεδονίας και την Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Και αυτό, γιατί, όπως προέκυψε από έρευνα του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, το δίπτυχο “ήλιος-θάλασσα” που σχεδόν ταυτίζεται με τον μαζικό τουρισμό, δεν είναι πλέον αρκετό για να ικανοποιήσει τις νέες ανάγκες του ταξιδιώτη, αλλά και τις σύγχρονες τάσεις, όπως αυτές διαμορφώνονται στην μετα-covid εποχή. Αυτό σημαίνει ότι η ανάπτυξη του προϊόντος προσανατολίζεται στον επισκέπτη και την τοπική κοινωνία, δίνοντας έμφαση στις αξίες και ανάγκες του.
Σύμφωνα με την έρευνα, ο βιωματικός τουρισμός εξακολουθεί να αποτελεί ένα νέο ερευνητικό πεδίο στην Ελλάδα. Ωστόσο, χρειάζεται ένα σαφές νομοθετικό πλαίσιο, περισσότερη εκπαίδευση και εξειδίκευση και συνεργασία μεταξύ των φορέων, αλλά και του ιδιωτικού με το δημόσιο τομέα και ενίσχυση των υφιστάμενων υποδομών.
Όπως αναφέρει μιλώντας στο Αθηναϊκό και Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, ο αναπληρωτής καθηγητής του τμήματος Μηχανικών Χωροταξίας και Ανάπτυξης ΑΠΘ, Απόστολος Παπαγιαννάκης, ο βιωματικός τουρισμός δίνει κίνητρο στους ανθρώπους να συμμετάσχουν σε αξιομνημόνευτες ταξιδιωτικές εμπειρίες, που έχουν προσωπικό, αισθητικό, ουσιαστικό και μεταμορφωτικό χαρακτήρα και να συνδεθούν συναισθηματικά με τον τόπο που επισκέπτονται. Ωστόσο, όπως επισημαίνει ο ίδιος, «παρά το γεγονός ότι ο μαζικός τουρισμός είναι ένας βασικός πυλώνας της οικονομικής ανάπτυξης, η τρέχουσα τουριστική ζήτηση υφίσταται μια σημαντική δομική αλλαγή, που επηρεάζεται σημαντικά και από τις επιπτώσεις της πανδημίας: Νέες μορφές και υπηρεσίες αναδύονται με στόχο την προσφορά σύνθετων και συνδυαστικών τουριστικών προϊόντων με ανθρωποκεντρικά χαρακτηριστικά. Η ενσωμάτωση στοιχείων του πολιτισμού, της ιστορικής κληρονομιάς, των τοπικών παραδόσεων και εθίμων και των φυσικών πόρων, έχει ως αποτέλεσμα οι επισκέπτες να συμμετέχουν αμεσότερα στην τοπική καθημερινότητα με έναν βιωματικό τρόπο, και ταυτόχρονα να σχηματίζουν μια πιο ολοκληρωμένη και θετικότερη εικόνα του προορισμού», σημειώνει ο κ. Παπαγιαννάκης. «Το βιωματικό τουριστικό προϊόν, πρέπει να χαρακτηρίζεται από υψηλή ποιότητα, η οποία προκύπτει από παράγοντες που σχετίζονται, πέραν από το ίδιο το προϊόν και τις υπηρεσίες, με τις υποδομές, τις δημόσιες μεταφορές και την προσβασιμότητα, την αποτελεσματική οργάνωση του φορέα ή της επιχείρησης και τέλος υποστηρίζεται από ένα ολοκληρωμένο εθνικό αναπτυξιακό σχέδιο» προσθέτει ο ίδιος.
Λίγες οι επιχειρήσεις που έχουν αναπτύξει τον βιωματικό τουρισμό
Στο τουριστικό προϊόν των δύο Περιφερειών, υπάρχουν ήδη κάποιες ανεπτυγμένες βιωματικές δραστηριότητες (θεματικοί περίπατοι, εναλλακτικές διαδρομές και εμπειρίες) που έχουν σχεδιαστεί με βάση τα χαρακτηριστικά και τα ενδιαφέροντα του επισκέπτη, ενώ χαρακτηρίζονται από την ενεργό συμμετοχή και την ουσιαστική επαφή με την τοπική κοινωνία – γεγονός που παίζει κεντρικό ρόλο, τόσο στην ποιότητα του προϊόντος, όσο και συνολικά στην εμπειρία του επισκέπτη.
Παρά το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια παρατηρείται αυξημένο ενδιαφέρον σχετικά με τις εναλλακτικές μορφές τουρισμού, τόσο στην Ελλάδα γενικά, όσο και ειδικότερα στις Περιφέρειες Κεντρικής και Ανατολικής Μακεδονίας Θράκης, φαίνεται πως ελάχιστες επιχειρήσεις, μέχρι τώρα έχουν αναπτύξει τουριστικές δραστηριότητες βιωματικού τουρισμού στις δύο Περιφέρειες που εξετάστηκαν στην έρευνα.
Ειδικότερα, όσον αφορά τα χαρακτηριστικά των επιχειρήσεων που έλαβαν μέρος στην έρευνα και σχετίζονται με δραστηριότητες βιωματικού τουρισμού, διαπιστώθηκε ότι λίγες απ’ αυτές κατανοούν, τόσο τον όρο, όσο και το σύνολο των διαστάσεών του. Πρόκειται κυρίως, για νεοσύστατες επιχειρήσεις, που δραστηριοποιούνται αποκλειστικά στον βιωματικό τομέα (εναλλακτικές περιηγήσεις και εμπειρίες). Η φιλοσοφία τους επικεντρώνεται στη δημιουργία αξέχαστων εμπειριών και στην αποτύπωσή τους στη μνήμη των επισκεπτών, μέσα από δραστηριότητες που σχετίζονται με την τοπική ιστορία και κουλτούρα, καθώς και τον τρόπο ζωής. Οι υπόλοιπες επιχειρήσεις που συμμετείχαν στην έρευνα, αφορούν υφιστάμενα καταλύματα ή τουριστικές επιχειρήσεις, που εμπλουτίζουν το προσφερόμενο τουριστικό προϊόν τους με φυσικές και αθλητικές δραστηριότητες, όπως ιππασία, πεζοπορία και περιπάτους στη φύση.
Τα πλεονεκτήματα που μπορούν να αξιοποιηθούν
Σχετικά με τις υλικούς πολιτιστικούς πόρους, οι Περιφέρειες Κεντρικής Μακεδονίας και Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης ενσωματώνουν το μεγαλύτερο μέρος της εδαφικής περιοχής της αρχαίας Μακεδονίας, ενώ διαθέτουν και 4 από τα 18 παγκόσμια μνημεία πολιτιστικής κληρονομιάς της UNESCO στην Ελλάδα, καθώς και σημαντικές αρχαίες πόλεις. Η Θεσσαλονίκη, πρωτεύουσα της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, αποτελεί έναν σημαντικό πόλο έλξης με αξιοσημείωτη προοπτική για ανάπτυξη του βιωματικού τουρισμού. Άλλες μικρότερες πόλεις, όπως η Βέροια με Βυζαντινά μνημεία και η Ξάνθη με την ιδιαίτερη αρχιτεκτονική της, αποτελούν επίσης πιθανά μελλοντικά κέντρα ανάπτυξης βιωματικού τουρισμού. Βασικοί πόροι του φυσικού περιβάλλοντος, όπως ο Όλυμπος, το ψηλότερο βουνό της χώρας, γνωστό και ως η κατοικία των δώδεκα Θεών, καθώς και η χερσόνησος του Άθω, το τρίτο Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO στην περιοχή μελέτης, αποτελούν επίσης ιδιαίτερους προορισμούς για την ανάπτυξη του βιωματικού τουρισμού.
Έλλειψη ενιαίας στρατηγικής και η πρόταση για δημιουργία Οργανισμού Διαχείρισης Προορισμών
Σε περιφερειακό επίπεδο, παρατηρείται, σύμφωνα με την έρευνα, απουσία ενός ολοκληρωμένου στρατηγικού σχεδίου, με αποτέλεσμα την ύπαρξη λειτουργικών προβλημάτων στις πολιτιστικές και μεταφορικές υποδομές, καθώς και προβλημάτων προσβασιμότητας σε αυτές. Από τη μια μεριά οι πολυτροπικές μεταφορές, και από την άλλη η καλύτερη σύνδεση απομονωμένων γεωγραφικών περιοχών με τις κεντρικές περιοχές, κρίνονται ως επιτακτικές ανάγκες.
Για το λόγο αυτό, κρίνεται απαραίτητη η ύπαρξη ενός μακροπρόθεσμου και ολοκληρωμένου στρατηγικού σχεδίου, στο οποίο θα αποσαφηνίζονται οι αρμοδιότητες και οι πρακτικές διαχείρισης και μάρκετινγκ, και θα προωθείται η συνεργασία μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα.
Η δημιουργία ενός Οργανισμού Διαχείρισης Προορισμών (DMO) ως ένα εταιρικό σχήμα δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, μπορεί να αποτελέσει κρίσιμο στοιχείο για τη διασφάλιση των κατάλληλων αποφάσεων για την ανάπτυξη, διαχείριση και υλοποίηση στρατηγικών για το βιωματικό τουρισμό. Οι DMO σε περιφερειακή βάση, μπορούν να αναπτυχθούν με τη συμμετοχή κύριων τοπικών φορέων, που θα μπορούσαν να συμπεριλαμβάνουν παρόχους υπηρεσιών (αντιπροσώπους ταξιδιωτικών γραφείων που ειδικεύονται στον πολιτισμό, ξενοδοχείων, τομέων τροφίμων κλπ.) και δράσεων (αντιπροσώπους φορέων πολιτισμού, όπως μουσείων, αρχαιολογικών χώρων και τοπικών πολιτιστικών συλλόγων). Μια περιφερειακή DMO θα λειτουργεί ως μια πλατφόρμα για τη συνεργασία των τοπικών φορέων και τον μετασχηματισμό τους ως εταίρων σε μια τουριστική στρατηγική. Σε ένα τέτοιο φορέα, η περιφερειακή διοίκηση μπορεί να παίξει συντονιστικό ρόλο, συνδέοντας τους περιφερειακούς- τοπικούς με τους εθνικούς στόχους.
Αξίζει να σημειωθεί, ότι η Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας είναι η δεύτερη μεγαλύτερη περιφέρεια της Ελλάδας αμέσως μετά την Αττική, όπου κατοικεί το 17% του συνολικού πληθυσμού της Ελλάδας, εκ των οποίων το 58,7% ζει στην Περιφερειακή Ενότητα Θεσσαλονίκης. Την υψηλότερη τουριστική δραστηριότητα στο εσωτερικό της Κεντρικής Μακεδονίας, συγκεντρώνουν οι περιφερειακές ενότητες Θεσσαλονίκης, Χαλκιδικής και Πιερίας.
Από την άλλη πλευρά η Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης είναι μια από τις μικρότερες περιφέρειες της χώρας, με πληθυσμό που αποτελεί το 5,6% της χώρας. Εκεί, την υψηλότερη τουριστική δραστηριότητα συγκεντρώνουν οι περιφερειακές ενότητες Καβάλας και Θάσου.
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του ερευνητικού έργου της Ευρωπαϊκής Ένωσης PRO-EΧTOUR (Promoting Heritage- and Culture-based Experiential Tourism in the Black Sea Basin) και αφορά τις ελληνικές Περιφέρειες που εμπίπτουν στην περιοχή της Μαύρης Θάλασσας (εν συντομία BSB-GR), την Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας και την Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης και εκπονήθηκε από την Ερευνητική Μονάδα City_Space_Flux του ΑΠΘ και τις Αθηνά Γιαννακού, καθηγήτρια ΤΜΧΑ, Αγγελίνα Αποστόλου, ερευνήτρια ΤΜΧΑ, Βασιλική Μπύρου-Αθανασίου, ερευνήτρια ΤΜΧΑ, Κωνσταντίνα-Δήμητρα Σαλάτα, ερευνήτρια ΤΜΧΑ, Αθηνά Βιτοπούλου, επίκουρη καθηγήτρια ΤΜΑ, ενώ επιστημονικός υπεύθυνος του έργου ήταν ο Απόστολος Παπαγιαννάκης, αναπληρωτής καθηγητής ΤΜΧΑ.