O οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης Moody’s αναβάθμισε σήμερα το μακροπρόθεσμο αξιόχρεο των καταθέσεων της Εθνικής Τράπεζας, της Eurobank και της Alpha Bank σε Β2 από Caa1 και το αντίστοιχο αξιόχρεο της Τράπεζας Πειραιώς σε Β3 από Caa2, ενώ οι προοπτικές και για τις τέσσερις τράπεζες είναι θετικές.
«Οι σημερινές αξιολογήσεις των τεσσάρων μεγαλύτερων ελληνικών τραπεζών καθοδηγήθηκαν κυρίως από τη βελτίωση της ποιότητας του ενεργητικού και της φερεγγυότητάς τους και τις καλές προοπτικές για περαιτέρω ενίσχυση των επαναλαμβανόμενων κερδών τους, παράγοντες που ασκούν ανοδική πίεση στις βασικές πιστοληπτικές αξιολογήσεις τους (BCA)», αναφέρει ο οίκος σε ανακοίνωσή του.
Επιπλέον, σημειώνει, η αναβάθμιση του αξιόχρεου των καταθέσεων τους αντανακλά τις πρόσφατες και τις επικείμενες εκδόσεις ομολόγων τους στο πλαίσιο των MREL (ελάχιστων απαιτήσεων για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμων στοιχείων παθητικού) έως το τέλος του 2025, «οι οποίες θα αλλάξουν τη διάρθρωση του παθητικού των τραπεζών και θα ενισχύσουν τα διαθέσιμα μαξιλάρια για την προστασία των καταθετών».
Οι θετικές προοπτικές αντανακλούν την προσδοκία του Moody’s ότι οι τέσσερις τράπεζες θα συνεχίσουν να βελτιώνουν τα πιστωτικά προφίλ τους και ότι θα είναι σε καλή θέση να διαχειριστούν οποιαδήποτε νέα διαμόρφωση κόκκινων δανείων ως συνέπεια της πανδημίας του κορονοϊού.
«Οι αξιολογήσεις θα μπορούσαν να αναβαθμιστούν στα επόμενα τρίμηνα, αν οι τράπεζες διατηρήσουν τα εύρωστα κεφάλαια και ρευστότητά τους, εφαρμόζοντας παράλληλα πλήρως τα σχέδια μετασχηματισμού τους με την περαιτέρω μείωση των προβληματικών δανείων και με την αξιοποίηση των προοπτικών αύξησης των πιστώσεων και ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, η οποία θα ωφεληθεί σημαντικά από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας».
Ο Moody’s σημειώνει ότι το ελληνικό πραγματικό ΑΕΠ αυξήθηκε 16,2% σε ετήσια βάση στο δεύτερο τρίμηνο του 2021 και πιθανόν θα αναπτυχθεί κατά περίπου 5% κατά μέσο όρο το 2021 και το 2022, παρέχοντας καλές ευκαιρίες για την αύξηση των τραπεζικών δανείων τους και τη στήριξη των εσόδων τους. Παρά ταύτα, προσθέτει ο οίκος, οι βασικές πιστοληπτικές αξιολογήσεις των τραπεζών εξακολουθούν να περιορίζονται από την ποιότητα των κεφαλαίων τους, τα οποία περιλαμβάνουν σημαντικές αναβαλλόμενες φορολογικές πιστώσεις (DTCs) και από την πρόκληση της περαιτέρω μείωσης των κόκκινων δανείων τους και του κόστους του κινδύνου (cost of risk) καθώς και της βελτίωσης της οργανικής κερδοφορίας τους με τον περιορισμό των δαπανών και νέες εργασίες.