Ξύλινες περίτεχνες οροφές, υπέροχα τζάκια από την Αγγλία και τη Γαλλία, εντυπωσιακές πόρτες με ξυλόγλυπτα υπέρθυρα, εξαιρετικής ποιότητας έπιπλα με βελούδινα υφάσματα, μια ατμόσφαιρα μαγική που σε μεταφέρει στην παλιά Θεσσαλονίκη της λεωφόρου των Εξοχών. Η Βίλα Σιάγα, το διώροφο νεοκλασικό κτίριο στη συμβολή των οδών Βασ. Όλγας και Π. Συνδίκα, διηγείται τη δική της ιστορία μέσα από τις ζωές των μελών της οικογένειας Σιάγα, στην οποία ανήκει εδώ κι έναν αιώνα.
«Ο κόσμος ακόμα και σήμερα εντυπωσιάζεται και με ρωτάει με απορία αν μεγάλωσα εδώ», αναφέρει στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων η ιδιοκτήτρια Ρεγγίνα Σιάγα κι εξηγεί: «για μένα ήταν και παραμένει το σπίτι μου, το πατρικό μου. Εγώ έζησα σ’ αυτό το σπίτι μέχρι τα 32 χρόνια μου που παντρεύτηκα».
«Έχω ζήσει πολύ ωραία παιδικά χρόνια, με τον μεγάλο κήπο, τα οπωροφόρα δέντρα -βερικοκιές, αχλαδιές, μουριές- και τα παιδιά από τη γειτονιά. Τα παιδικά πάρτι είχαν πολύ μεγάλο ενδιαφέρον διότι αλωνίζαμε όλο το σπίτι, στο υπόγειο που υπάρχει καταφύγιο, στη σοφίτα με τα στενά σκαλιά και τις αράχνες. Είχε ένα μυστήριο το σπίτι. Και βέβαια τα πάρτι των γονιών μου, που φάνταζαν πραγματικά εντυπωσιακά στα μάτια μου», θυμάται.
«Από το 1920, το συγκεκριμένο σπίτι κατοικείται από την οικογένειά μου. Το χωρίσαμε και μέναμε εδώ, η γιαγιά μου κι αργότερα εγώ στον πάνω όροφο και κάτω οι υπόλοιποι», αναφέρει ένας από τους ιδιοκτήτες, ο Θανάσης Παπαγεωργίου, και συνεχίζει διευκρινίζοντας πως «όλα τα σπίτια γύρω ήταν διώροφα, φίλοι παντού. Εκατό μέτρα πιο κάτω, ένας φίλος είχε το σπίτι του πάνω στη θάλασσα και με τη βάρκα πηγαίναμε κάθε μέρα, κάναμε μπάνιο και κολυμπούσαμε. Ήταν η παλιά Θεσσαλονίκη. Το μεσημέρι, το καλοκαίρι, όλος ο κόλπος της Θεσσαλονίκης γέμιζε με ιστιοπλοϊκά. Ήταν δικηγόροι, γιατροί, επαγγελματίες, που έκλειναν τα μαγαζιά τους κι έκαναν ιστιοπλοΐα».
Αναφερόμενος στην ιστορία της Βίλας Σιάγα, είπε πως αυτό το σπίτι χτίστηκε από τον αρχιτέκτονα Ξενοφώντα Παιονίδη για τον επίτιμο πρόξενο των ΗΠΑ Περικλή Χατζηλαζάρου. «Τα τούβλα είναι από τη Μασσαλία, τα τζάκια είναι σιδερένια εγγλέζικα και το πράσινο στο κεντρικό σαλόνι είναι γαλλικό από πορσελάνη, τα ταβάνια ξύλινα και τα δωμάτια 5.50μ επί 5.50μ, είναι πάνω 700 τμ με σοφίτα. Στους βαλκανικούς πολέμους, ήταν κατοικία των πριγκίπων, του Κωνσταντίνου του Νικόλαου και του Αλέξανδρου, υπάρχει και η φωτογραφία τους στην εξωτερική σκάλα», επισημαίνει ο κ. Παπαγεωργίου.
Θυμάται από τις αφηγήσεις της μητέρας του, πως «όταν ήρθαν οι Γερμανοί, το έκαναν στρατηγείο και κατέβασαν τον παππού, τη γιαγιά και τη μητέρα μου, στο υπόγειο. Κάποια στιγμή η μητέρα μου ανέβηκε στον στρατηγό, καθώς μιλούσε και Γερμανικά και τού λέει: “ Εσείς, (είστε) στρατηγός Φον, κι έχετε στο υπόγειο τους δύο γέροντας”. Θύμωσε ο Γερμανός, φωνάζει τον υπασπιστή του και τού λέει ένα δωμάτιο για τον κύριο και την κυρία Σιάγα».
Η Βίλα Σιάγα με επιβλητικό τρόπο στέκει πλέον γερασμένη. Μπορεί να έχει χαρακτηριστεί «έργο τέχνης», με υπουργική απόφαση (ΥΠΠΟ/ΔΙΛΑΠ/Γ/2060/30904/21.07.1986), ωστόσο, η οικία της οικογένειας Σιάγα, είναι αφημένη στο χρόνο και μοιάζει να μετρά τις πληγές της, που συνεχώς βαθαίνουν. Όσες προσπάθειες κι εάν έκαναν τα τελευταία χρόνια οι ιδιοκτήτες της, να επισκευάσουν την εξωτερική όψη της, απέτυχαν εξαιτίας της απίστευτης γραφειοκρατίας, όπως αναφέρουν στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων.
«Το 1920 το αγόρασε ο παππούς μας», αναφέρει η ιδιοκτήτρια Ρεγγίνα Σιάγα κι επισημαίνει πως «έναν αιώνα, το σπίτι αυτό ανήκει στην οικογένεια μου και όσο ζούσαν οι γονείς μου, ήταν ένα σπίτι κανονικό, λειτουργικό, η μητέρα μου είχε τις φίλες της, έπαιζε εδώ το χαρτάκι της και το συντηρούσαν σε πολύ κατάσταση».
Δυστυχώς, όπως ή ίδια εξηγεί, τα τελευταία χρόνια, «οι φθορές είναι γεωμετρικές και η γραφειοκρατία είναι τραγική. Εσωτερικά είναι σε καλύτερη κατάσταση, εξωτερικά όμως έχει πολλές φθορές, οι οποίες σε λίγο θα φτάσουν και στο εσωτερικό. Έχω ξεκινήσει εδώ και δύο χρόνια μια προσπάθεια με τη Διεύθυνση Νεότερων Μνημείων, με δικά μας έξοδα, όσο μπορούμε να το εξωραΐσουμε εξωτερικά. Έχουν ζητήσει πάρα πολλά έγγραφα, ανάλυση των υλικών, που είναι χτισμένο το σπίτι, κάποια τα έχουμε κάνει, ωστόσο είναι πολύ δύσκολο να πάρεις άδεια για να επιδιορθώσεις τις ζημιές έχουν προκληθεί. Χωρίς καμία δική τους επιβάρυνση, τους παρακαλάω να μου δώσουν την άδεια για να το φτιάξω».
Το σπίτι είναι διατηρητέο μέσα, έξω και ο γύρω χώρος, διευκρινίζει ο Θανάσης Παπαγεωργίου και προσθέτει: «δεν μπορούμε να αλλάξουμε τίποτα. Όταν το κήρυξαν διατηρητέο μνημείο, μας είπαν ότι και κουρτίνες να θέλετε να αλλάξετε, εμείς θα πρέπει να επιλέξουμε και ύφασμα και χρώμα».
«Η τελευταία σκέψη που έκανα γι’ αυτό το σπίτι ήταν πριν έξι χρόνια, που αποφάσισα να φύγω και δεν με ενδιαφέρει πια. Θεωρώ ότι είναι χαμένη απόφαση. Είναι δύσκολο να το συντηρήσεις. Όταν ζούσαμε όλοι εδώ, χρειαζόμασταν 14 τόνους πετρέλαιο κάθε σεζόν», υπογραμμίζει ο κ. Παπαγεωργίου και δηλώνει απογοητευμένος καθώς, όπως υποστηρίζει, «δυστυχώς δεν υπάρχει συνεννόηση με τις αρμόδιες υπηρεσίες».
Η Ρεγγίνα Σιάγα, που τα τελευταία χρόνια με πείσμα προσπαθεί να επουλώσει τις πληγές της Βίλας Σιάγα, εξομολογείται πως «εάν εγώ δεν ήμουν τόσο δεμένη συναισθηματικά με το σπίτι αυτό, θα το είχαμε πουλήσει ήδη».