H μείωση των συντελεστών έμμεσων φόρων, η μείωση φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων, η απλοποίηση και ψηφιοποίηση του φορολογικού συστήματος και, κυρίως, η εμπέδωση αίσθησης σταθερότητας και προβλεψιμότητας του φορολογικού πλαισίου, είναι βέβαιο ότι θα συνεισέφεραν στην ελκυστικότητα της χώρας ως επενδυτικού προορισμού αναφέρει σε συνέντευξη του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Παναγιώτης Παπάζογλου, διευθύνων σύμβουλος EY Ελλάδος με αφορμή την δημοσιοποίηση την εβδομάδα που μας πέρασε της τρίτης κατά σειρά μεγάλης έρευνας της ΕΥ Ελλάδος, EY Attractiveness Survey Ελλάδα 2021, με θέμα την ελκυστικότητα της χώρας ως επενδυτικού προορισμού, η οποία διενεργήθηκε μέσω online ερωτηματολογίων από τη Euromoney για λογαριασμό της EY, μεταξύ 29 Μαρτίου και 28 Απριλίου 2021.
Αύξηση ξένων επενδύσεων στην Ελλάδα 77% – Μείωση στην Ευρώπη κατά 13%
Η έρευνα έδειξε ότι συνολικά 7 στους 10 επενδυτές αναγνωρίζουν ότι η χώρα ακολουθεί σήμερα μια αποτελεσματική πολιτική προσέλκυσης επενδύσεων. Παράλληλα, οι επιχειρήσεις εξακολουθούν να εκτιμούν ότι χρειάζονται παρεμβάσεις σε μια σειρά από κρίσιμους τομείς, για να βελτιωθεί περαιτέρω το επενδυτικό κλίμα. Ο αριθμός των άμεσων ξένων επενδύσεων (ΑΞΕ) που κατευθύνθηκαν στην Ελλάδα το 2020 αυξήθηκε κατά 77%, την ώρα που οι επενδύσεις στην Ευρώπη κατέγραφαν μείωση κατά 13%. Η Ελλάδα απορρόφησε το 0,70% των ευρωπαϊκών ΑΞΕ το 2020, ποσοστό υπερδιπλάσιο του μέσου όρου των δύο τελευταίων δεκαετιών, αλλά ακόμα συγκριτικά χαμηλό σε σχέση με τον πληθυσμό και το ΑΕΠ της χώρας. Η επίδοση αυτή, κατατάσσει τη χώρα, σύμφωνα με την έρευνα, στην 23η θέση για το 2020, έναντι της 29ης το 2019 και της 35ης που κατείχε το 2018. Το 28% των επενδύσεων κατευθύνθηκαν στον κλάδο των υπηρεσιών προς επιχειρήσεις και επαγγελματικών υπηρεσιών, ενώ το 23% στις υπηρεσίες λογισμικού και πληροφορικής, δυο δυναμικούς κλάδους έντασης γνώσης.
Ειδικότερα σε ερώτηση του ΑΠΕ-ΜΠΕ τι ακριβώς ζητούν οι υποψήφιοι επενδυτές σχετικά με τη φορολογία των επιχειρήσεων ο κ. Παπάζογλου αναφέρει ότι «με βάση τα ευρήματα των ετήσιων μελετών της ΕΥ, αλλά και την εμπειρία μας από την καθημερινή μας επαφή με τις επιχειρήσεις και με την αγορά εν γένει, το φορολογικό πλαίσιο παραμένει ένας σημαντικός, αλλά ίσως όχι ο κυριότερος, παράγοντας που επηρεάζει τις επενδυτικές αποφάσεις».
«Η σημασία της φορολογίας ως παράγοντας επενδυτικών στρατηγικών, έχει μειωθεί τα τελευταία χρόνια. Σήμερα, στοιχεία όπως η διαθεσιμότητα τεχνολογικών δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού, το επίπεδο των ψηφιακών υποδομών και η σταθερότητα του πολιτικού και κανονιστικού περιβάλλοντος, βρίσκονται πιο ψηλά στην ατζέντα των επενδυτών, ειδικά για το είδος των επενδύσεων που θέλει και πρέπει να προσελκύσει η Ελλάδα, και που αφορούν την τεχνολογία και την καινοτομία, καθώς και την πράσινη οικονομία. Στην Ελλάδα, η αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης, στο πλαίσιο του προγράμματος προσαρμογής, κατά την προηγούμενη δεκαετία, συνέβαλε καθοριστικά στην επίτευξη των δημοσιονομικών πλεονασμάτων, λειτούργησε, όμως, και ως σημαντική τροχοπέδη για την ανάκαμψη της οικονομίας και την προσέλκυση επενδύσεων. Με την έξοδο από την κρίση, ξεκίνησε να υλοποιείται ένα φιλόδοξο πρόγραμμα για τη μείωση και τον εξορθολογισμό των φορολογικών συντελεστών και του ασφαλιστικού κόστους. Πάνω από όλα, όμως, οι επενδυτές, πάντα και σε όλες τις χώρες τις οποίες εξετάζουν για να κατευθύνουν τα κεφάλαιά τους, αναζητούν ένα σταθερό, διαφανές και προβλέψιμο φορολογικό περιβάλλον. Με αυτή την έννοια, είναι κατανοητό ότι η χώρα μας αξιολογείται λιγότερο θετικά σχετικά με αυτό το κριτήριο, καθώς έχει ένα ιστορικό συνεχών μεταβολών του φορολογικού της περιβάλλοντος», επισημαίνει ο κ.Παπάζογλου.
«Παράλληλα, με δεδομένη τη στροφή των επενδύσεων προς την ψηφιακή και την πράσινη οικονομία, η Ελλάδα θα πρέπει να διαχειριστεί με προσοχή τους φόρους που συνδέονται με τις δραστηριότητες αυτές, ώστε να λειτουργήσουν ως κίνητρα για την προσέλκυση σχετικών επενδύσεων. Τέλος, πρέπει να λάβουμε, επίσης, υπόψη μας ότι η πρόσφατη εξέλιξη για την επιβολή ενός παγκόσμιου ελάχιστου φορολογικού συντελεστή για τις επιχειρήσεις, όπως συμφωνήθηκε και προωθείται από τους G7 σήμερα, μπορεί να λειτουργήσει θετικά για χώρες με σχετικά υψηλούς συντελεστές φορολογίας επιχειρήσεων, όπως η Ελλάδα, αυξάνοντας την ανταγωνιστικότητά τους στην προσέλκυση επιχειρηματικών δραστηριοτήτων», προσθέτει.
Ερωτηθείς σχετικά με την ποιότητα ζωής και την θέση των επενδυτών σε ποσοστό 78% ότι είναι από τους πλέον θετικούς παράγοντες ο κ. Παπάζογλου επισημαίνει:
«Ίσως το θεωρούμε αυτονόητο ότι η χώρα μας αξιολογείται πολύ θετικά ως προς την ποιότητα ζωής, καθώς έχουμε στο μυαλό μας το κλίμα, τη θάλασσα, την πολιτιστική μας κληρονομιά κ.λπ. Ωστόσο, ποιότητα ζωής δεν είναι μόνο αυτά με τα οποία προίκισαν τη χώρα η φύση και η ιστορία. Είναι ένας αρκετά πιο περίπλοκος όρος, και αφορά πολλούς άλλους παράγοντες, όπως οι υποδομές, η υγεία, η γραφειοκρατία, η ποιότητα της εκπαίδευσης, κ.ά. Αυτούς τους τομείς πρέπει να τους προσέξουμε και διαρκώς να τους βελτιώνουμε, χαρίζοντας ένα ολοένα και υψηλότερο επίπεδο ζωής, τόσο στους Έλληνες πολίτες, όσο και στους ξένους που θα επιλέξουν τη χώρα μας, τόσο για τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες, όσο και για τη μετεγκατάστασή τους. Ένα παράδειγμα αποτελεί και πρόσφατη έρευνα του The Economist, που έδειξε πόλεις της Αυστραλίας και της Νέας Ζηλανδίας να «σκαρφαλώνουν» φέτος ψηλά στην κατάταξη των πιο ευχάριστων πόλεων για να ζει κανείς, παγκοσμίως, λόγω της πολύ χαμηλής εξάπλωσης της πανδημίας στις περιοχές αυτές. Από αυτό μπορεί να συμπεράνει κανείς τον βαθμό στον οποίο ποικίλουν τα κριτήρια για το τι συνιστά υψηλή ποιότητα διαβίωσης».
Τα συν και τα πλην – Τι ζητάνε οι επενδυτές να αλλάξει και γιατί ελκύονται;
«Πέρα από την ποιότητα ζωής, οι υποδομές μεταφορών και logistics, οι ψηφιακές υποδομές και οι δεξιότητες του ανθρώπινου δυναμικού, είναι τα τρία κριτήρια που αξιολογούνται ως επίσης πολύ σημαντικά από τους επενδυτές που συμμετείχαν στην έρευνα της EY. Πρόκειται, πράγματι, για πολύ κρίσιμα και ελπιδοφόρα ευρήματα. Η Ελλάδα αξιολογείται πολύ θετικά από τους επενδυτές με βάση τα κριτήρια αυτά, που σήμερα είναι από τα πιο σημαντικά που λαμβάνουν υπόψη οι επιχειρήσεις κατά τη λήψη των επενδυτικών τους αποφάσεων», αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Παπάζογλου
«Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την πανευρωπαϊκή έρευνα της ΕΥ, μετά τη σταθερότητα του πολιτικού και ρυθμιστικού περιβάλλοντος, τα επόμενα σημαντικότερα κριτήρια είναι η αξιοπιστία και η κάλυψη των υποδομών μεταφορών, τηλεπικοινωνιών και ενέργειας και η διαθεσιμότητα και οι δεξιότητες του ανθρώπινου δυναμικού. Και αυτά είναι κυρίως τα κρίσιμα κριτήρια για επενδύσεις στην τεχνολογία και σε κλάδους έντασης γνώσης – τις επενδύσεις, δηλαδή, που χρειάζεται σήμερα η Ελλάδα. Ωστόσο, ενώ οι επενδυτές μας αξιολογούν θετικά, την ίδια ώρα μας λένε να εστιάσουμε τις προσπάθειες μας σε αυτούς ακριβώς τους τομείς, καθώς, όπως ξέρουμε όλοι, η εξέλιξη σε ό,τι έχει να κάνει με την τεχνολογία είναι αλματώδης και πρέπει διαρκώς να βελτιώνεσαι για να διατηρήσεις την ανταγωνιστικότητά σου. Συνεπώς, δεν υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού, αλλά πάντα υπάρχουν περιθώρια περαιτέρω βελτίωσης», προσθέτει.
Ο κ. Παπάζογλου επισημαίνει επίσης ότι:
-Το γεγονός ότι οι επενδυτές προτάσσουν ως προτεραιότητα την ενίσχυση των δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού, και μάλιστα με αυξημένο ποσοστό σε σχέση με την περσινή έκδοση της έρευνάς μας, έχει και μια θετική ανάγνωση: ότι οι επενδυτές ζητούν την αναβάθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος και των δεξιοτήτων, επειδή ακριβώς διαπιστώνουν πλέον ότι υπάρχουν οι προϋποθέσεις για σχετικές επενδύσεις στη χώρα. Το γεγονός ότι στη δεύτερη θέση βρίσκεται η υποστήριξη των κλάδων υψηλής τεχνολογίας και της καινοτομίας σε τομείς, όπως η καθαρή τεχνολογία, η υγεία, τα logistics, τα έξυπνα δίκτυα, κ.λπ., μάλλον ενισχύει αυτήν την άποψη.
– Σε όλη την Ευρώπη, υπό την επίδραση της πανδημίας, κυριαρχούν φέτος δυο ισχυρές τάσεις: η στροφή προς την ψηφιακή οικονομία και η βιωσιμότητα. Σε συνδυασμό με τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας που κατευθύνονται κυρίως σε αυτούς τους τομείς, αυτό δημιουργεί μια μεγάλη ευκαιρία για την Ελλάδα.
Σε ό,τι αφορά το πρώτο, διαθέτουμε το ανθρώπινο δυναμικό με τις απαραίτητες δεξιότητες και βλέπουμε ήδη να έρχονται στην Ελλάδα σημαντικές επενδύσεις που σχετίζονται με την ψηφιακή τεχνολογία, την καινοτομία και την έρευνα και ανάπτυξη. Ως προς τη βιώσιμη ανάπτυξη, τρεις στους τέσσερις ερωτώμενους αναφέρουν ότι οι ισχυρές πολιτικές βιωσιμότητας και καθαρής τεχνολογίας επηρεάζουν σημαντικά την απόφασή τους να επενδύσουν στην Ελλάδα.
-Η Ελλάδα εξακολουθεί να υστερεί, όμως, έναντι του ευρωπαϊκού μέσου όρου ως προς τους περισσότερους δείκτες που συνδέονται με τη βιωσιμότητα και την κλιματική αλλαγή. Ωστόσο, κατά την τελευταία διετία, η χώρα έχει εξαγγείλει ένα εξαιρετικά φιλόδοξο πρόγραμμα που, εκτείνεται από την απολιγνιτοποίηση και την ενίσχυση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, μέχρι τη διαχείριση των απορριμμάτων, την ανακύκλωση και την ενεργειακή αναβάθμιση των κτιριακών υποδομών. Ο συνδυασμός αυτής της παραδοσιακής υστέρησης της χώρας και των φιλόδοξων στόχων που θέτουμε σήμερα, σηματοδοτεί μια σημαντική ευκαιρία για επενδύσεις προστιθέμενης και πολλαπλασιαστικής αξίας.