Η μείωση της γραφειοκρατίας και η, εξ αυτού του λόγου, απελευθέρωση 270 εκατ. εργατοωρών μπορεί να επιφέρει, σε διάστημα ενός έτους, αύξηση 0,6% στην απασχόληση, 8% στις επενδύσεις και 2% στο ΑΕΠ. Αυτό τόνισε ο υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ ‘Ακης Σκέρτσος, χαρακτηρίζοντας εξάλλου «εφικτό» τον στόχο της κινητοποίησης 100 δισ. δημόσιων, ιδιωτικών και ευρωπαϊκών πόρων την επόμενη 7ετία.
Μιλώντας στη διαδικτυακή εκδήλωση που διοργάνωσαν η Προεδρία της Κυβέρνησης και το υπουργείο Ανάπτυξης & Επενδύσεων, με θέμα, «Βελτίωση του Επιχειρηματικού Περιβάλλοντος – Doing Business: Μεταρρυθμίσεις, Στόχοι και Προκλήσεις στην Ελλάδα του σήμερα και του αύριο», ο υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ, αρμόδιος για το συντονισμό του κυβερνητικού έργου, ξεκίνησε επισημαίνοντας ότι οι προγραμματισμένες μεταρρυθμίσεις για το επιχειρηματικό περιβάλλον «δεν βελτιώνουν απλώς την κατάταξη της χώρας, έχουν πρακτικό και ουσιαστικό όφελος για όλους μας».
Και πιο συγκεκριμένα, απτά, «αν υλοποιηθούν όλες οι δράσεις που έχουμε στοχεύσει, θα απελευθερωθούν πάνω από 270 εκατ. εργατοώρες στην οικονομία σε ετήσια βάση», εκτίμησε ο Α. Σκέρτσος, επισημαίνοντας συγχρόνως ότι οι εργατοώρες αυτές «μέχρι σήμερα αναλώνονται σε διαδικασίες που έχουν σχέση με συγκέντρωση δικαιολογητικών». Βεβαίως, όπως διευκρίνισε, οι εγκρίσεις αυτές δεν ακυρώνονται αλλά μέσα από την αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών και την πληρέστερη επικοινωνία και συνεργασία των φορέων θα δρομολογούνται χωρίς επιβάρυνση του κάθε ενδιαφερόμενου.
Η μείωση των ωρών εργασίας που κατευθύνονταν μέχρι πρότινος σε γραφειοκρατικές διαδικασίες, ισοδυναμεί πρακτικά σε μια απελευθέρωση πάνω από 3% των διαθέσιμων εργατοωρών, επιτρέποντας τη διοχέτευσή τους τόσο στην ουσία της επιχειρηματικής δράσης της κάθε επιχειρηματικής μονάδας όσο και σε νέες παραγωγικές δραστηριότητες, δήλωσε ο υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ. Και στη γλώσσα των αριθμών, «μια αύξηση της τάξεως του +3% στην παραγωγικότητα εργασίας, μπορεί σε διάστημα ενός έτους να αποδώσει αύξηση 0,6% στην απασχόληση, 8% στις επενδύσεις και 2% στο ΑΕΠ», επεσήμανε.
Στη συνέχεια της παρέμβασής του, ο Α. Σκέρτσος εστίασε στις εκθέσεις της Παγκόσμιας Τράπεζας για το “Doing Business” (έργο που υλοποιείται από τη Γενική Γραμματεία Συντονισμού της Προεδρίας της Κυβέρνησης): Για την έκθεση για το 2020 που δεν δημοσιεύθηκε μέχρι σήμερα και αφορά το 2019-2020, ο Α. Σκέρτσος είπε πως αναμένεται αύξηση 2 θέσεων, ενώ για το 2021 με τις παρεμβάσεις της η κυβέρνηση υπολογίζει πως η χώρα θα κερδίσει τουλάχιστον 4 ακόμη θέσεις. Και, ακόμη 5 – 8 θέσεις το 2022. Με τελικό αποτέλεσμα, η Ελλάδα να βρεθεί στην 34η θέση από την 79η που βρισκόμαστε σήμερα.
Αναλύοντας όμως αμέσως μετά το περιβάλλον μέσα στο οποίο επιχειρείται το άνοιγμα της οικονομίας, υπογράμμισε ότι στη διαχείριση της πανδημίας η Ελλάδα έχει καταφέρει περισσότερα από το μέσο όρο της ευρωζώνης, «έχουμε καλύτερους δείκτες στους εμβολιασμούς, σε απώλειες ζωών και κρούσματα. Έχει γίνει μια υπερπροσπάθεια από όλους μας, την κυβέρνηση, το κράτος, τους πολίτες», ανέφερε ακόμη. Επιπλέον, τον τελευταίο ενάμιση μήνα μία νέα στρατηγική με ελεγχόμενη επαναλειτουργία πολλών κλάδων της οικονομίας «δημιουργεί καλύτερο κλίμα και αισιοδοξία».
Για το εθνικό πρόγραμμα εμβολιασμού ανακοίνωσε ότι 4 εκατ. πολίτες είτε έχουν εμβολιαστεί είτε έχουν κλείσει ραντεβού, ενώ μέσα στο Μάιο και τον Ιούνιο ο αριθμός αυτός θα υπερβεί τα 5 εκατ. πολίτες, δηλαδή άνω του 50% του ενήλικου πληθυσμού θα έχει εμβολιαστεί. Ως το τέλος Μαΐου οι πολίτες άνω των 60 ετών κατά 70 – 75% θα έχουν ολοκληρώσει εμβολιασμό τους. Άρα ,«το πρώτο τείχος ανοσίας θα έχει προστατεύσει τους πιο ευάλωτους συμπολίτες μας και έτσι θα μπορέσουμε να βαδίσουμε με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα, με οριστικό τρόπο να αφήσουμε πίσω μας το lockdown και τα περιοριστικά μέτρα που έχουν αφαιρέσει πολλούς βαθμούς ελευθερίας από την οικονομία και κοινωνικές δραστηριότητες», συμπέρανε ο Α. Σκέρτσος.
Και για το Ταμείο Ανάκαμψης, η Ελλάδα ήταν η 2η χώρα που κατέθεσε το εθνικό σχέδιο για αυτό, είναι, σημειωτέον, ένα σχέδιο που περιλαμβάνει 67 σημαντικές, όπως είπε, μεταρρυθμίσεις και 106 στρατηγικές δημόσιες επενδύσεις που «θα αλλάξουν το πρόσωπο της χώρας, της οικονομίας, της κοινωνίας, του κράτους». Αφού θύμισε δε, ότι η εθνική πρόταση έχει προκύψει μέσα από τη μελέτη της επιτροπής υπό τον καθηγητή Πισσαρίδη, υπογράμμισε τον στόχο που είναι η θεραπεία διαχρονικών, διαρθρωτικών προβλημάτων. «Επιτέλους δρομολογούνται λύσεις πάνω στα προβλήματα που ταλαιπωρούν τη χώρα και έχουν οδηγήσει σε μια καχεκτική ανάπτυξη», ανέφερε χαρακτηριστικά και συνέχισε: «Οι μεταρρυθμίσεις που περιλαμβάνονται στο εθνικό σχέδιο θα κινητοποιήσουν περίπου 57 δισ. δημόσιους και ιδιωτικούς πόρους τα επόμενα 5 – 6 χρόνια. Αν σε αυτά προσθέσουμε και τους υπόλοιπους ευρωπαϊκούς πόρους, που είναι προγραμματισμένοι να πέσουν στην εθνική οικονομία, ο στόχος των 100 δισ. ευρώ για την επόμενη 6ετία, 7ετία, είναι πλέον εφικτός να συμβεί. Κι έτσι θα μπορέσουμε να καλύψουμε το μεγάλο κενό επενδύσεων που προέκυψε μέσα από τη δεκαετή κρίση».
Εν κατακλείδι, «επιλέγουμε να επιταχύνουμε όλες τις μεταρρυθμίσεις που θα βελτιώσουν το επιχειρηματικό περιβάλλον της χώρας και θα κάνουν πολύ πιο ελκυστική ως επιλογή την Ελλάδα να επενδύσει κάποιος εδώ, να δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας και παραγωγικές δραστηριότητες αυξημένης αξίας».