«Ένιωσε» τις ανάσες χιλιάδων εργατών, «άκουσε» τα βήματά τους, «πόνεσε» τις αγωνίες τους, «έζησε» κατακτητές και αγριότητες, «είδε» γιορτές και στερνούς αποχαιρετισμούς. Κι ύστερα, εγκαταλείφθηκε να γερνάει, να ξεθωριάζει. Τώρα ήρθε η στιγμή να βγει από τη λήθη και να μπει σε νέα χρήση. Στα 155 στρέμματά της η υπεραιωνόβια εγκατάσταση της πάλαι ποτέ ΠΥΡ-ΚΑΛ στον Υμηττό θα μετατραπεί σε «κυβερνητικό πάρκο» ή αλλιώς σε «πάρκο Ανδρέα Λεντάκη», κατά την πρόταση του πρωθυπουργού στο δημοτικό συμβούλιο του δήμου Δάφνης-Υμηττού.
Όπως ανακοίνωσε ο Κυριάκος Μητσοτάκης, στόχος είναι την επόμενη πενταετία εννέα υπουργεία και ανεξάρτητες δημόσιες υπηρεσίες να έχουν μεταστεγαστεί σε υπάρχοντα και σε νέα κτήρια της παλιάς οπλικής βιομηχανίας. Ταυτόχρονα 120 στρέμματα της έκτασης θα παραχωρηθούν ως πάρκο και μουσειακοί χώροι στους πολίτες.
Έτσι, ύστερα από 25 χρόνια εγκατάλειψης, η ΠΥΡ-ΚΑΛ έρχεται να γράψει νέα σελίδα στην ιστορία. Όσο για την προηγούμενη…
Μωραϊτίνης και αδελφοί Μαλτσινιώτη. Έμποροι όλοι τους έξυπνοι, δραστήριοι, διορατικοί. Αυτοί που πρώτοι συνδέθηκαν με την εγχώρια οπλική βιομηχανία για να έρθει κατόπιν ο Πρόδρομος Μποδοσάκης και να την απογειώσει με το επιχειρηματικό του εκτόπισμα και τη διεθνή αίγλη του.
Περί τον ενάμιση αιώνα ζωής μετράει η Ελλάδα από τότε που αξιώθηκε μόνη της να παράγει και να τροφοδοτεί τους αγωνιστές της με υλικό πολέμου κι ας είχε από πολύ νωρίτερα στη διάθεσή της την πηγή της μπαρούτης στην ορεινή Δημητσάνα. Αλλά, έτσι κι αλλιώς, στο τέλος του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, καθώς η ανεξαρτησία έχει ανατείλει για τη χώρα κι έτσι όπως ολίγον ερασιτεχνικά, αλλά πάντως σταθερά, μπαίνει σε βιομηχανική τροχιά, η δραστηριότητα ικανών ντόπιων επιχειρηματιών σπεύδει να καλύψει τρύπες… Έτσι, η μικρή, ειρηνική χώρα που στη μακραίωνη ιστορία της ουκ ολίγες φορές βρέθηκε στη δίνη εξωγενών επιβουλών και πολεμικών κυκλώνων, στην καρδιά του 19ου αι. αποκτά τον δικό της μίτο και στην οπλική τροφοδοσία.
Για την ακρίβεια, βρισκόμαστε στα 1874,λέει η Τόνια Μανατέα στο ΑΠΕ-ΜΠΕ .Η Ελλάδα διάγει την περίοδο του περίφημου «Τις πταίει;» του Χαρίλαου Τρικούπη, που πυροδοτεί τη θεσμοθέτηση της Αρχής της Δεδηλωμένης, βάσει της οποίας η εκάστοτε κυβέρνηση οφείλει να έχει τη δηλωμένη εμπιστοσύνη της απόλυτης πλειοψηφίας των βουλευτών, δια σχετικής ψηφοφορίας στη Βουλή. Ο Μικρασιάτης στην καταγωγή, αξιωματικός του Πυροβολικού -αδελφός του πολιτικού Αριστείδη Μωραϊτίνη- Κωνσταντίνος, έχει υπηρετήσει τη χώρα σε θερμό πολεμικό κλίμα και γνωρίζει από πρώτο χέρι τις ανάγκες της σε όπλα. Έτσι ζητεί και λαμβάνει με Βασιλικό Διάταγμα την άδεια δημιουργίας επιχείρησης παραγωγής πυρίτιδας.
Σύμφωνα με το Βιομηχανικό Δελτίο Απογραφής, το «Ελληνικόν Πυριτιδοποιείον και Καλυκοποιείον» στεγάζεται σε κτήμα έκτασης περίπου 100 στρεμμάτων στη θέση «Μπιστάρδο» ή «Διασωρίτης» της περιοχής Αιγάλεω (σημερινό άλσος) στην Αθήνα, με πρόσωπο στην Ι. Οδό. Ο Μωραϊτίνης φέρνει από τη Γαλλία εξειδικευμένους τεχνικούς, τους ξεναγεί στο κτήμα και τους ζητεί να σχεδιάσουν και να χτίσουν τις εγκαταστάσεις παραγωγής υλικού. Ταυτόχρονα παραγγέλνει τα μηχανήματα από το εξωτερικό. Το 1876 η επιχείρηση μετατρέπεται σε ομόρρυθμη εταιρεία με τη σύμπραξη των επιχειρηματιών Θεοφιλά, Ρικάκη και του ορυκτολόγου Ανδ. Κορδέλλα και το 1882, με συμμετοχή της Γενικής Πιστωτικής Τραπέζης του Αθ. Μουτσόπουλου, μετατρέπεται σε ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «Ελληνικόν Πυριτιδοποιείον» υπό την τεχνική διεύθυνση του ιδρυτή της, Μωραϊτίνη. Οι προσθήκες εγκαταστάσεων και νέων προϊόντων είναι συνεχείς. Το 1887 εγκαινιάζεται συνεργείο κατασκευής μολυβδοσωλήνων και το 1890 το «δυναμιτοποιείον», το συνεργείο παραγωγής θειϊκού και νιτρικού οξέος για κατασκευή δυναμίτιδας και λοιπών εκρηκτικών υλών. Για δεκαετίες το εργοστάσιο παράγει μαύρη πυρίτιδα για φουρνέλα, πυρίτιδα για κυνήγι, δυναμίτιδα και σκάγια.
ΜΑΛΤΣΙΝΙΩΤΗ – ΜΩΡΑΪΤΙΝΗΣ, ΣΗΜΕΙΩΣΑΤΕ 1
Στο μεταξύ, το 1887, στο Μοναστηράκι, ξεφυτρώνει «κατάστημα πωλήσεως κυνηγετικών όπλων και φυσιγγίων» υπό των Σπαρτιατών αδελφών Γεωργίου, Δημητρίου και Παναγιώτη Μαλτσινιώτη και πολύ σύντομα κερδίζει μεγάλο μερίδιο της αγοράς. Ώσπου ξεσπάει η κρητική επανάσταση, δημιουργώντας αυξημένη ανάγκη για προμήθεια πυρομαχικών. Κρίνοντας ότι η αγορά έχει πλέον «ανοίξει» αρκετά για να χωρέσει και μία δεύτερη -έπειτα από εκείνη του Μωραϊτίνη- βιομηχανία του είδους, τα τρία αδέλφια ιδρύουν μονάδα παραγωγής όπλων και φυσιγγίων υπό την επωνυμία «Αδελφοί Μαλτσινιώτη ΟΕ», την οποία αρχικά εγκαθιστούν στην έρημη τότε περιοχή του Ψυχικού. Το… καζάνι της Κρήτης βράζει κι επιπλέον στον βορρά ανατέλλει η εποχή του μακεδονικού αγώνα. Οι ανάγκες για όπλα πολλαπλασιάζονται. Οι Μαλτσινιώτη βρίσκουν ευκαιρία να απλώσουν την επιχείρησή τους, αυτή τη φορά στην επίσης απομακρυσμένη περιοχή Κοπανά του σημερινού δήμου Δάφνης-Υμηττού, όπου αγοράζουν έκταση 10 στρεμμάτων. Το εργοστάσιο στη νέα θέση είναι έτοιμο και μπαίνει στην παραγωγή το 1891. Σε ελάχιστο χρονικό διάστημα κι έχοντας εισαγάγει τεχνογνωσία και μηχανήματα από τις πρωτοπόρες Βέλγιο και Γερμανία, το εργοστάσιο στον Κοπανά παράγει πια φυσίγγια σε μπρούντζινους κάλυκες για τα νέα όπλα άκαπνης πυρίτιδας, τύπου Μάνλιχερ (Mannlicher-Schönauer), που κατασκευάζει η αυστριακή Στάγιερ (Steyer). Το 1900, η βιομηχανία Μαλτσινιώτη αριθμεί ήδη 200 εργάτες, είναι μία υπολογίσιμη δύναμη στον κλάδο και κλυδωνίζει σοβαρά τα θεμέλια του Ελληνικού Πυριτιδοποιείου και Καλυκοποιείου, που παραμένει στοχευμένο στα προϊόντα του τυφεκίου Γκρα (Gras), το οποίο όμως σταδιακά περνάει στις μονάδες της δεύτερης γραμμής και χάνει την εμπιστοσύνη των πολεμιστών της πρώτης.
Στο βιβλίο του με τίτλο «Αγώνες και άρματα» ο βουλευτής Αναστάσιος Λιάσκος μνημονεύει τετράστιχο, που του εμπιστεύεται παλαίμαχος αγωνιστής των βαλκανικών πολέμων: «κι εμείς σας ετοιμάσαμε, πιλάφι με γιαούρτι, και σφαίρες από Μάνλιχερ με άκαπνη μπαρούτη».
Σε άλλη έκδοση, υπό τον τίτλο «Τα όπλα του Μακεδονικού Αγώνα, 1904-1908», που συνυπογράφει με τον διευθυντή του Ιδρύματος του Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα, συνταγματάρχη φαρμακοποιό ε.α. Βασίλειο Νικόλτσιο, ο ίδιος συγγραφέας σημειώνει:
«Όσον αφορά την αποστολή όπλων στη Μακεδονία δεν υπήρχε κάποια συνήθης διαδικασία. Κάθε προμήθεια γινόταν κατά περίπτωση. Συνήθως το υπουργείο των Εξωτερικών ή το Μακεδονικό Κομιτάτο παραλάμβανε τα αιτήματα για την αποστολή όπλων που έφταναν από τη Μακεδονία και εγκρίνονταν οι απαραίτητες πιστώσεις και προχωρούσαν στην παραγγελία του υλικού από το οπλοπωλείο των Αδελφών Μαλτσινιώτη στην Αθήνα, ή στην παραχώρηση των εγκριθέντων ποσοτήτων οπλισμού από τις αποθήκες του Ελληνικού Στρατού. Σταδιακά αποφασίστηκε να μη στέλνονται όπλα από τον Ελληνικό Στρατό, αλλά να γίνεται προμήθεια όπλων από τους Αδελφούς Μαλτσινιώτη, διότι τα σώματα ζητούσαν καλύτερης ποιότητος οπλισμό (πεντάσφαιρα) και όχι όπλα Γκρα (μονόβολα) που μπορούσαν να διατεθούν από τον Ελληνικό Στρατό…»
Ο ανταγωνισμός πια είναι σκληρός. Στο γύρισμα του αιώνα οι αδελφοί Μαλτσινιώτη αποδεικνύονται αποτελεσματικότεροι … σπρίντερ στην παραγωγή και κόβουν το νήμα…
Το ταραγμένο πολιτικό σκηνικό στην Ελλάδα δεν ευνοεί τον ανταγωνισμό και η χώρα είναι πολύ μικρή και … άβγαλτη για να αντέξει δύο βιομηχανίες οπλικών συστημάτων. Οι Μαλτσινιώτη γνωρίζουν ότι στην τροφοδοσία του ελληνικού στρατού προτεραιότητα θα έχει πάντα ο κοντινότερος στο αφτί της εξουσίας, Μωραϊτίνης, και εκείνος με τη σειρά του ξέρει πως μία αμιγώς ιδιωτική επιχείρηση είναι πολύ πιο ευέλικτη για την αγορά του εξωτερικού. Το τέλος του μακεδονικού αγώνα, το 1908, βρίσκει τα δύο οπλικά εργοστάσια της χώρας συγχωνευμένα σε μία βιομηχανία υπό την επωνυμία «Εταιρεία Ελληνικού Πυριτιδοποιείου και Καλυκοποιείου», σε αρκτικόλεξο ΕΕΠΚ ή ΕΠΚ, έτοιμη να αντιμετωπίσει τις ανάγκες νέων πολέμων, που προοιωνίζονται οι διεθνείς συγκυρίες.
Υπάρχουν και το υλικό και η διάθεση για δουλειά. Το ταραγμένο πολιτικό σκηνικό είναι εκείνο που καθυστερεί την ανάπτυξη. Παρά ταύτα οι αδελφοί Μαλτσινιώτη, δημιουργώντας μία από τις 15 υποδειγματικότερες μονάδες του είδους σε ολόκληρη την Ευρώπη, έχουν πετύχει ό,τι δεν κατάφεραν το «Ελληνικό Πυριτιδοποιείον» (στραγγαλισμένο από τη ραθυμία του αρχικού μονοπωλίου και την εμπλοκή μίας τράπεζας, που δημιουργεί δυσκαμψία), αλλά και το ίδιο το κράτος νωρίτερα. Πράγματι, πολύ πριν το εγχείρημα Μωραϊτίνη, σε κάποιες εγκαταστάσεις στο Ναύπλιο η κεντρική διοίκηση είχε επιχειρήσει να λειτουργήσει μονάδα παραγωγής οπλικού υλικού, αλλά αναγκάστηκε να την αναστείλει ύστερα από μία μεγάλη έκρηξη. Όσο για τον Μωραϊτίνη, είχε επιτύχει την προμήθεια του απαραίτητου μηχανολογικού εξοπλισμού για την κατασκευή πυρίτιδας και φυσιγγίων χωρίς εισαγωγές πρώτων υλών από το εξωτερικό, αλλά τα μηχανήματα παρέμειναν αχρησιμοποίητα στο Αιγάλεω και τον Ναύσταθμο.
Με τούτα και μ΄ εκείνα, η νέα εταιρεία λειτουργεί από το 1909 και στο Αιγάλεω, κυρίως όμως στον Υμηττό, όπου έχει αποκτήσει και πλαϊνές εκτάσεις κι έχει απλωθεί. Παράγει δε 60.000 φυσίγγια ημερησίως και τροφοδοτεί σχεδόν αποκλειστικά πια τον ελληνικό στρατό.
Οι βαλκανικοί πόλεμοι έρχονται και φεύγουν κι ένας νέος πόλεμος, ο α΄ παγκόσμιος, ξημερώνει για την ανθρωπότητα. Όπως στους βαλκανικούς έτσι και σε αυτόν τον πόλεμο, η ΕΕΠΚ κρατά ψηλά την τιμή και το ηθικό της εγχώριας στρατιάς. Βέβαια, κατά τους βαλκανικούς πολέμους το καλυκοποιείο δεν είναι ο αποκλειστικός προμηθευτής των Ελλήνων στρατιωτών, αλλά στον μεγάλο πόλεμο είναι αυτό που τροφοδοτεί αποκλειστικά με πολεμικό υλικό τον ελληνικό στρατό. Μάλιστα οι δυνατοί σχεδιαστές του έχουν δημιουργήσει μία πατέντα ανακατασκευής δεσμίδων και καλύκων πολυβόλου, ενώ στο τέλος του πολέμου το εργοστάσιο θα αποκτήσει τη δυνατότητα παραγωγής και οβίδων βαρέως πυροβολικού. Λίγο πριν τη λήξη του α΄ παγκοσμίου σβήνει ο Παναγιώτης Μαλτσινιώτης, η «ψυχή» σχεδιασμού και διαχείρισης της εταιρείας. Παρά ταύτα με την τετραετή θητεία (1918-1922) του χημικού Λεόντιου Οικονομίδη η εταιρεία θα γνωρίσει μία νέα μεγάλη άνθιση. Στο μεταξύ, τα εναπομείντα δύο αδέλφια Μαλτσινιώτη, Γιώργος και Δημήτρης, αποσύρονται. Τη διοίκηση αναλαμβάνουν τώρα οι Ι. Καλύβας (θα χάσει τη ζωή του μέσα στο εργοστάσιο, σε έκρηξη παρασκευής υλικού) και Γ. Λογοθέτης στο καλυκοποιείο και Κ. Αραπίδης στο πυριτιδοποιείο.
ΜΙΑ ΙΔΙΟΡΡΥΘΜΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΟΥ ΔΑΙΜΟΝΙΟΥ ΜΠΟΔΟΣΑΚΗ ΜΕ ΤΗΝ ΤΡΑΠΕΖΑ ΣΩΖΕΙ ΤΗ… ΧΑΜΕΝΗ ΤΙΜΗ ΤΩΝ ΟΠΛΩΝ…
Το 1925, περίοδο της δικτατορίας του Πάγκαλου, το εργοστάσιο δέχεται από την κυβέρνηση μια παραγγελία μαμούθ. Καλείται να παραδώσει μέσα στην επόμενη δεκαετία 450 εκατομμύρια φυσίγγια και επί τούτου εισπράττει και προκαταβολή 40 εκατομμυρίων δραχμών. Για τη διεκπεραίωση της παραγγελίας η διοίκηση της εταιρείας προχωρά σε δανεισμό από την Εθνική Τράπεζα, ώστε να εκσυγχρονίσει την παραγωγική της διαδικασία. Αλλά με την πτώση του Πάγκαλου, η σύμβαση ακυρώνεται και η εταιρεία υποχρεώνεται να επιστρέψει την προκαταβολή και να υποστεί τις συνέπειες του δανείου. Η μετοχή της πέφτει στα τάρταρα. Σε μαρασμό πλέον το εργοστάσιο περιέρχεται για χρόνια στα «χέρια» της Εθνικής Τράπεζας. Η ελληνική κυβέρνηση επιχειρεί να δραστηριοποιήσει εκ νέου την εταιρεία μέσω δύο τραπεζών (Εθνικής και Βιομηχανίας) και του δαιμόνιου Καππαδόκη επιχειρηματία Πρόδρομου Μποδοσάκη. Κάτι οι χειρισμοί της κυβέρνησης, κάτι και η εμπλοκή των τριών μερών, η προσπάθεια δεν ευοδώνεται.
Λίγα χρόνια μετά, κατά τους επίσημους βιογράφους του, ο Μποδοσάκης έχοντας πραγματοποιήσει ατυχή επιχειρηματικά ανοίγματα, χάνει την περιουσία του. Προηγουμένως, έχει δημιουργήσει ισχυρές πολιτικές φιλίες και έχει προχωρήσει σε σημαντικές ευεργεσίες για τον τόπο. Το 1934, όμως, τον βρίσκει περίπου πανί με πανί να αναζητεί τρόπο επανεκκίνησης της δραστηριότητάς του. Και τότε εμφανίζεται ο διοικητής της Εθνικής Τράπεζας, Ιω. Δροσόπουλος. «Ξέρω ότι ο Κονδύλης, ως υπουργός στρατιωτικών, θα θελήσει να σε βοηθήσει. Ξέρω επίσης ότι ο μόνος κατάλληλος για να αναλάβει τη διεύθυνση της εταιρείας Καλυκοποιείου είσαι εσύ. Πες μας τι θέλεις να ξεκινήσεις» του λέει ο Δροσόπουλος, αναζητώντας απεγνωσμένα έναν τρόπο να απαγκιστρωθεί από το βαρίδι του βυθισμένου εργοστασίου.
Σύμφωνα με τη βιογραφία του, «…ο Μποδοσάκης, παρ’ όλο που μια τέτοια πρόταση ήταν γι αυτόν μάννα εξ ουρανού, επιφυλάχτηκε να απαντήσει. Πήγε αμέσως στον Κονδύλη και του μίλησε. Ύστερα από την ενθάρρυνση του Κονδύλη, πήγε πάλι στο Δροσόπουλο και του είπε ότι δέχεται να αναλάβει τη διεύθυνση της εταιρείας, υπό τον όρο ότι η Τράπεζα θα του πουλήσει ολόκληρο το πακέτο των μετοχών της: “Η τρέχουσα τιμή των μετοχών της εταιρείας είναι 700 δρχ. η καθεμιά. Επειδή δεν έχω να σας πληρώσω τώρα αμέσως την αξία τους, τις αγοράζω προς 2.200 και σας τις αφήνω ενέχυρο. Αν πετύχω στην προσπάθειά μου, η Τράπεζα θα πάρει τα τριπλάσια. Αν αποτύχω, εγώ είμαι ο χαμένος και όχι η Τράπεζα…”» προτείνει στον Δροσόπουλο κι εκείνος δεν έχει άλλη επιλογή από το να δεχθεί.
Έτσι, με τον αέρα και την «εγγύηση» του ονόματος ενός ικανού αλλά ριψοκίνδυνου επιχειρηματία, το Πυριτιδοποιείο-Καλυκοποιείο περνάει στα χέρια του Μποδοσάκη. Εκείνος λαμβάνει από την τράπεζα δάνειο 70 εκατομμυρίων δραχμών, αγοράζει σε εξευτελιστική τιμή τον μηχανολογικό εξοπλισμό του εργοστασίου, που σκουριάζει στην κατοχή της Εθνικής και παίρνει την πρώτη του παραγγελία από τον φίλο του, υπουργό Κονδύλη. Θα κατασκευάσει για τις ανάγκες του ελληνικού στρατού 25 εκατομμύρια φυσίγγια και άλλα τόσα βλήματα.
Ο Μποδοσάκης γνωρίζει ότι αυτή είναι η μεγάλη του ευκαιρία και αν θέλει να ανακτήσει τη χαμένη περιουσία του πρέπει να την πιάσει από τα μαλλιά… Είναι 43 χρόνων και -ήδη 12 χρόνια στην Ελλάδα, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, οπότε είχε εγκαταλείψει τον τόπο του με παρακίνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου- δεν είχε καταφέρει να πραγματώσει τα όνειρά του. «Ρίχτηκα με τα μούτρα στη δουλειά. Ξυπνούσα πριν ξημερώσει. Πολλές νύχτες τις περνούσα στο εργοστάσιο. Ήθελα με κάθε τρόπο και κάθε θυσία να δημιουργήσω μία πολεμική βιομηχανία εφάμιλλη, αν όχι καλύτερη, των ευρωπαϊκών» θα ομολογήσει χρόνια μετά, στον βιογράφο του, Κ. Χατζιώτη.
Η λειτουργία της εταιρείας με τον Μποδοσάκη στο τιμόνι είναι κερδοφόρα. Λίγο πριν την έναρξη του β΄ παγκοσμίου πολέμου, όλες οι ευρωπαϊκές χώρες προετοιμάζουν τις πολεμικές μηχανές τους και η ζήτηση για υλικό είναι αυξημένη. Οι εργαζόμενοι στο ελληνικό εργοστάσιο φτάνουν τους 12.000 και δουλεύουν νυχθημερόν σε τρεις βάρδιες!
Στις αρχές του 1937, μάλιστα, ο Μποδοσάκης απορροφά την υπό εκκαθάριση «Οπλουργεία και Οβιδουργεία ΑΕ», εταιρεία που είχε δημιουργηθεί το 1925 με μετόχους τον ίδιο, την Εθνική Τράπεζα και τους Επ. Χαρίλαο (βιομήχανο του Κύκλου της Ζυρίχης) και Νικ. Σπηλιωτάκη (μεγαλομέτοχο της Τράπεζας Αθηνών και του Πυριτιδοποιείου-Καλυκοποιείου, αλλά τερμάτισε τις εργασίες της δυο χρόνια αργότερα. Ο Καππαδόκης εξακολουθεί να επενδύει… Αγοράζει εκτάσεις στη Βλύχα της Ελευσίνας, όπου επεκτείνει την παραγωγική δραστηριότητα και αναβαπτίζει τη κραταιά πλέον βιομηχανία σε ΠΥΡ-ΚΑΛ από τα πρώτα γράμματα του Πυριτιδοποιείου-Καλυκοποιείου. Στο μεταξύ, εκτινάσσονται οι εξαγωγές ειδικά προς την Ισπανία, όπου μαίνεται εμφύλιος. Η ελληνική βιομηχανία τροφοδοτεί με υλικό και τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές.
Σύμφωνα με αναφορά του διοικητή της Τραπέζης Ελλάδος, Εμμανουήλ Τσουδερού, «οι εξαγωγές της Εταιρείας σε Ισπανία, Τουρκία, Ρουμανία και Μεγάλη Βρετανία, κατά τα έτη 1936 μέχρι 1940, ανήλθαν σε αξία τα 8 (οκτώ) εκατομμύρια λίρες Αγγλίας!».
Στο εξωτερικό, λοιπόν, τα πράγματα πάνε καλά για τον Μποδοσάκη, αλλά στην Ελλάδα η στάση των Ενόπλων Δυνάμεων απέναντί του είναι εχθρική. Οι στρατιωτικοί αμφισβητούν την ποιότητα των προϊόντων της ΠΥΡ-ΚΑΛ και παρά τη διεθνή αναγνώριση της εταιρείας, προτιμούν να προμηθεύονται πυρομαχικά από το εξωτερικό. Ο επιχειρηματίας δεν κάμπτεται. Βλέπει τον μεγάλο πόλεμο να έρχεται με καλπασμό και παράγει με εντατικούς ρυθμούς, δημιουργώντας αποθέματα, τα οποία αποδεικνύονται σωτήρια για τη χώρα, όταν ξεσπάει ο ελληνο-ιταλικός πόλεμος.
Στις αρχές του 1941 η γερμανική εισβολή είναι προ των θυρών. Κατά την επίσημη εκδοχή, ο Μποδοσάκης ζητά επίμονα από την κυβέρνηση να φυγαδεύσει τον εξοπλισμό της ΠΥΡ-ΚΑΛ στη Μέση Ανατολή για να μην πέσει στα χέρια των κατακτητών. Όταν φτάνει η έγκριση, είναι πια πολύ αργά. Με την άφιξή τους στην Αθήνα, οι Γερμανοί σπεύδουν να επιτάξουν εγκαταστάσεις και μηχανήματα και να επιστρατεύσουν το προσωπικό προς όφελός τους. Στο μεταξύ, ο Μποδοσάκης έχει φύγει εκτός χώρας και με εντολή του πρόεδρος του ΔΣ Εταιρείας τοποθετείται ο Θ. Υψηλάντης, ο οποίος θα παραμείνει σε αυτή τη θέση έως το 1943. Το επόμενο έτος, πρόεδρος θα χρησθεί ο προσωπικός φίλος του Μποδοσάκη, Αυστριακός W. Deter.
Κατά άλλη εκδοχή, η καθυστέρηση της φυγάδευσης του εξοπλισμού του εργοστασίου είναι απόφαση του ίδιου του Μποδοσάκη, προκειμένου να εξακολουθήσουν να απασχολούνται αντί έστω ισχνής αμοιβής στο εργοστάσιο -ακόμα και υπό γερμανική διοίκηση- οι Έλληνες εργαζόμενοι.
Κατά την τρίτη εκδοχή, των «καχύποπτων νοών», η παραμονή των μηχανημάτων στο εργοστάσιο είναι στρατηγική κίνηση του επιχειρηματία, προκειμένου -δια του αυστριακού φίλου του, Deter, στο πηδάλιο της εταιρείας το τελευταίο έτος του πολέμου- να διεκδικήσει από τους κατακτητές γενναίες αποζημιώσεις ή και να τους… μοσχοπουλήσει πεπαλαιωμένα μηχανήματα. Στη διατριβή του με τίτλο «Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄ Π.Π.» για το Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ ο Βασ. Γ. Μανουσάκης, σημειώνει ότι, τον Ιανουάριο του 1942, αποφασίστηκε να πωληθεί περίπου 25% των μηχανημάτων της ΕΕΠΚ στη γερμανική εταιρεία Delhag. Όταν όμως ετέθη το ζήτημα της κοστολόγησης των μηχανημάτων, προέκυψε σημαντική διαφορά ανάμεσα στις εκτιμήσεις του Deter και της γερμανικής επιτροπής που είχε αποσταλεί για το σκοπό αυτόν στην Αθήνα. Ειδικότερα, σύμφωνα με την εργασία, ο Deter υποστήριζε πως η γερμανική εταιρεία έπρεπε να αποζημιώσει την ΕΕΠΚ με το ποσό των 20.000.000 RM (περίπου 980.000 χρυσές λίρες τότε). Αντίθετα η επιτροπή θεωρούσε το ποσό υπερβολικό λόγω της «παλαιότητας» των μηχανημάτων και πρότεινε αρχικά το πολύ 1.200.000 RM (κάτι λιγότερο από 59.000 χρυσές λίρες). Η διαφορά αυτή προκάλεσε καχυποψία στις γερμανικές Αρχές, που κάλεσαν τον Deter να αιτιολογήσει την «υπερβολική» του εκτίμηση.
«Δεν είναι απόλυτα βέβαιο αν υπήρχε τελικά κάποια συμπαιγνία του Deter με τον Μποδοσάκη όπως υποστήριζε μεταπολεμικά και η ίδια η Εθνική Τράπεζα, ή αν απλώς ο Deter πίστευε πως εκείνη ήταν πράγματι η αξία των μηχανημάτων, αλλά το γεγονός αυτό προστίθεται σε μια σειρά ενδείξεων που κάνει την υπόθεση της συμπαιγνίας πολύ πιθανή» υποστηρίζει ο Μανουσάκης.
Με τη λήξη του πολέμου και τη φυγή των Γερμανών, το εργοστάσιο δεν βρίσκεται μόνον αποψιλωμένο από υποδομή, αλλά και μισογκρεμισμένο.
ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΣΑΜΠΟΤΑΖ ΚΑΙ Η ΚΑΘΟΔΙΚΗ ΤΡΟΧΙΑ
Με την επίταξη του εργοστασίου, σε μία από τις αποθήκες του εγκαθίσταται τμήμα της γερμανικής εταιρείας που επισκευάζει και συντηρεί κινητήρες των αεροσκαφών Stukas της Luftwaffe, της πολεμικής αεροπορίας της Γερμανίας. Στο μεταξύ, οι ομάδες αντίστασης στον κατακτητή οργανώνονται ανά την Ελλάδα. Μικροί και μεγάλοι, άνδρες και γυναίκες χτίζουν ο καθένας με τη δική του δύναμη και τόλμη, το πεδίο του αγώνα για την απελευθέρωση. Στην ΠΥΡ-ΚΑΛ τέσσερις νέοι ρισκάρουν καθημερινά τη ζωή τους, προκαλώντας δολιοφθορές στους κινητήρες της Luftwaffe. Είναι οι Αυρήλιος Βαρκάδος, 26 χρόνων, Βασίλης Ιωαννίδης, 21 χρόνων, Ηλίας Αλεβιζάκης, 19 χρόνων και ο 15χρονος Μανόλης Ρούσσος. Οι νεαροί εργάτες ρίχνουν στους κινητήρες, που καλούνται να επισκευάσουν, σμυριδόσκονη, ρινίσματα μετάλλου, με αποτέλεσμα κατά τη βύθιση των εν πτήση αεροσκαφών αυτά να «τρυπώνουν» στα γρανάζια ακριβείας του κινητήρα και να καταστέλλουν τη δύναμη της ανύψωσης. Ως εκ τούτου, τα αεροσκάφη καρφώνονται στο έδαφος.
Κατά τον επί σειρά ετών διευθυντή ποιοτικού ελέγχου της ΠΥΡ-ΚΑΛ, Μ. Αναγνωστόπουλο, η δράση των τεσσάρων εργατών είχε ως αποτέλεσμα την πτώση 148 αεροσκαφών της γερμανικής πολεμικής αεροπορίας και την αχρήστευση άλλων περίπου 400. Κατά άλλες πηγές, η δολιοφθορά στοίχισε στους Γερμανούς περί τα 50 αεροσκάφη και κατά τρίτες, περί τα 100.
Όσες κι αν είναι οι απώλειες, πρόκειται για γενναία πράξη των νέων εργατών, την οποία όμως κάποτε αντιλαμβάνονται οι Γερμανοί. Συγκεντρώνουν τότε το προσωπικό της ΠΥΡ-ΚΑΛ στον αύλειο χώρο του εργοστασίου, αναγκάζοντας όλους τους εργάτες να παρακολουθήσουν το στρατοδικείο, που έχουν στήσει εκεί και επιβάλλουν στους τρεις… δράστες τη θανατική ποινή. Ο τέταρτος, λόγω του νεαρού της ηλικίας του, καταδικάζεται σε 10ετή φυλάκιση. Τα τρία παλικάρια εκτελούνται σε μακρινό ανάχωμα της έκτασης του εργοστασίου. Μετά το τέλος του πολέμου ένα μνημείο πεσόντων στήνεται και στον χώρο της ΠΥΡ-ΚΑΛ στο Υμηττό.
Μία σειρά από παραγγελίες του ελληνικού στρατού, του ΝΑΤΟ, αλλά και της δυτικής Γερμανίας, δίνουν ώθηση στον Μποδοσάκη και έρχονται μετά τον πόλεμο να ξαναστήσουν στα πόδια της την καθημαγμένη εταιρεία.
Στην πραγματικότητα, η επανεκκίνηση της ΠΥΡ-ΚΑΛ γίνεται το 1951 με την είσοδο της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ. Έτσι, αρχικά χάρη στις συνεχόμενες παραγγελίες της Ατλαντικής Συμμαχίας και την προτροπή του Παπάγου, ο Μποδοσάκης προχωρεί σε μεγάλη επένδυση εκσυγχρονισμού της βιομηχανίας, που ολοκληρώνεται το 1954. Τις επόμενες δύο δεκαετίες, η επιχείρηση ξαναγεννιέται, προοδεύει, εγκαινιάζει νέες εγκαταστάσεις και παρουσιάζει νέα προϊόντα. Αλλά πόλεμος δεν υπάρχει πια και σε περιόδους ειρήνης το μέλλον των πολεμικών βιομηχανιών είναι αβέβαιο… Περιορισμένες παραγγελίες και διαμαρτυρίες του οικιστικού ιστού, που με τα χρόνια έχει φτάσει στο Αιγάλεω εκεί όπου άλλοτε ήταν έρημος τόπος, ρίχνουν το εργοστάσιο σε υπολειτουργία. Ο φόβος των εκρήξεων και οι αναθυμιάσεις των χημικών από τις καμινάδες της επιχείρησης προκαλούν έντονες διαμαρτυρίες δημοτικής Αρχής και συλλόγων κατοίκων, που ζητούν την απομάκρυνση του εργοστασίου. Το 1964, ο Μποδοσάκης μεταφέρει τις εγκαταστάσεις στα Οινόφυτα και το Λαύριο. Το έτος 1970 σηματοδοτεί αλλαγή στο ιδιοκτησιακό καθεστώς της έρημης πια περιοχής. Η έκταση, που πριν από έναν κοντά αιώνα είχε αγοράσει ο Μωραϊτίνης στο Αιγάλεω, περιέρχεται στην κυριότητα του Δημοσίου, τα κτήρια, εκτός από την εμβληματική υψικάμινο, κατεδαφίζονται και στη θέση τους δημιουργούνται σχολεία, αθλητικά κέντρο και το Τεχνολογικό Ίδρυμα Αθηνών.
Ωστόσο, το μεγάλο πλήγμα για την εταιρεία έρχεται το 1976, όταν το ελληνικό κράτος αποφασίζει να ιδρύσει την Ελληνική Βιομηχανία Όπλων (ΕΒΟ) για να τροφοδοτεί εκείνο τον εγχώριο στρατό. Η ΕΒΟ παράγει το τυφέκιο G3 της Γερμανικής Heckler & Koch το οποίο καθιερώνεται στις ασκήσεις των στρατιωτών… ταΐζοντας με τη σκόνη του το FN FAL, το οποίο η ΠΥΡ-ΚΑΛ έχει ήδη αρχίσει να παράγει με άδεια της βελγικής εταιρείας στην οποία ανήκει η πατέντα.
Η ανάπτυξη της ΕΒΟ βλάπτει σοβαρά την ΠΥΡ-ΚΑΛ, που αποκτά έναν κραταιό ανταγωνιστή. Τα πλήγματα για τον Μποδοσάκη έρχονται απανωτά, καθώς τη δεκαετία του ΄70 εκτός από την οπλική βιομηχανία του, βλέπει και άλλες εταιρείες του να παίρνουν την κάτω βόλτα… Τώρα πια είναι η σειρά του κράτους να επέμβει. Το 1982 η ΠΥΡ-ΚΑΛ κρατικοποιείται. Η εταιρεία επενδύει στην έρευνα και την ανάπτυξη νέων οπλικών προϊόντων, βομβών, ναρκών, πυροκροτητών κ.α., συμμετέχει στην παραγωγή Stinger και λοιπών πυραύλων, ενώ από τη δεκαετία του ΄90 προχωρά σε δικό της σχεδιασμό προϊόντων. Το 2004 συγχωνεύεται με την ΕΒΟ σε μία νέα εταιρεία υπό τον τίτλο «Ελληνικά Αμυντικά Συστήματα» (ΕΑΣ).
Στα μέσα της ίδιας δεκαετίας (΄90) και ύστερα από διαρκείς οχλήσεις κατοίκων και αυτοδιοικητικής Αρχής, το επιχειρησιακό κομμάτι της βιομηχανίας απομακρύνεται και από την έκταση του Υμηττού. Στο σημείο παραμένουν σε λειτουργία λίγες υπηρεσίες, αλλά περισσότερα από 80 κτήρια ρημάζουν με τον χρόνο σε μία «νεκρή» πια έκταση 155 στρεμμάτων, την αξιοποίηση της οποίας έχει απόλυτη ανάγκη ένας απειλητικός οικιστικός ιστός, που κατακυριεύει κάθε ελεύθερο εκατοστό της πόλης…