Το δίκτυο οπτικών ινών υπολογίζεται ότι έχει απώλειες, ως προς την ισχύ του σήματος, μόλις 3% σε απόσταση μεγαλύτερη των 100 μέτρων, ποσοστό που αυξάνεται στο 94% για το παραδοσιακό δίκτυο χαλκού. Οι οπτικές ίνες -αποτελούνται από πολύ λεπτές υαλώδεις ίνες- προσφέρουν πολύ υψηλότερες ταχύτητες σε σχέση με το χαλκό και είναι σε θέση να προσφέρουν πολύ μεγάλο εύρος ζώνης (bandwith), αλλά απαιτούν πολύ υψηλότερο κόστος επένδυσης. Τα οφέλη όμως, των δικτύων οπτικών ινών είναι πολυάριθμα και γι’ αυτό η ευρωπαϊκή οδηγία 2018/1972, που έχει ενσωματωθεί στο νόμο Ν.4727/2020, προβλέπει την μετάβαση από τα παραδοσιακά δίκτυα χαλκού σε δίκτυα επόμενης γενιάς. Σε αυτό το υπόβαθρο στηρίζεται η διαβούλευση που πραγματοποιεί, μέχρι τις 21 Μαΐου, η Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων με τους παρόχους σχετικά με τη διαδικασία μετάβασης από τις παραδοσιακές υποδομές στην οπτική ίνα.
Το δίκτυο χαλκού, που έχει αναπτύξει ο ΟΤΕ, είναι το μοναδικό που διαθέτει πλήρη γεωγραφική κάλυψη σε όλη την Ελληνική επικράτεια, με τις εταιρείες παροχής τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών να στηρίζουν στο συγκεκριμένο δίκτυο τις υπηρεσίες που παρέχουν στους τελικούς χρήστες, δηλαδή συνδέσεις ADSL-VDSL με ταχύτητες από 24Mbps έως και 50Mbps. Από το 2012, οπτικές ίνες αντικατέστησαν τον χαλκό στο (σύντομο) τμήμα του δικτύου από την υπαίθρια καμπίνα (ΚΑΦΑΟ) έως το Αστικό Κέντρο (με το οποίο συνδέεται υπόγεια με ένα καλώδιο το ΚΑΦΑΟ). Λόγω και της ανάπτυξης δικτύων FTTH, όπου η οπτική ίνα φτάνει μέχρι τον τελικό χρήστη, οι εμπορικά προσφερόμενες ταχύτητες αγγίζουν τα 200Mbps. Ωστόσο, σύμφωνα με την ΕΕΤΤ, ο κοστοβόρος χαλκός συνυπάρχει με την οπτική ίνα και ως αποτέλεσμα οι στόχοι της Ευρωπαϊκής Ένωσης για ενίσχυση της ευρυζωνικότητας να επιτυγχάνονται αργά, ενώ για τον ΟΤΕ, που επενδύει σε δίκτυα νέας γενιάς, είναι οικονομικά ασύμφορο να διατηρεί παράλληλες υποδομές, λόγω του αυξημένου κόστους συντήρησης και λειτουργίας. Επίσης, η μετάβαση συνδρομητών στα νέα δίκτυα αυξάνει το κόστος παροχής υπηρεσιών μέσω του δικτύου χαλκού.
Βάσει των συγκεκριμένων δεδομένων, πραγματοποιεί τη διαβούλευση η ΕΕΤΤ κατά την οποία θα πρέπει να ληφθούν υπόψη συγκεκριμένοι παράγοντες. Για παράδειγμα, μετά τη διακοπή των υπηρεσιών χαλκού, απαιτείται η μετάβαση των συνδρομητών στο δίκτυο νέας γενιάς, ενώ οι πάροχοι -που εκμισθώνουν χονδρικά από τον ΟΤΕ γραμμές- θα πρέπει να εξακολουθήσουν να είναι σε θέση να διαθέτουν υπηρεσίες αντίστοιχων ή καλύτερων προδιαγραφών. Η ΕΕΤΤ αναφέρει ότι η μετάβαση στην οπτική ίνα είναι μία ιδιαίτερα σύνθετη διαδικασία, η οποία απαιτεί προσεκτικό σχεδιασμό και επιφέρει σημαντικότατο κόστος τόσο για τον ΟΤΕ, όσο και για τους εναλλακτικούς παρόχους. Δεδομένου ότι η μετάβαση έχει άμεσο αντίκτυπο στους συνδρομητές που εξυπηρετούνται από το δίκτυο που πρόκειται να καταργηθεί, η μετάβαση έχει πολύπλοκη διαχείριση, ιδιαίτερα στη περίπτωση της διαδικασίας υποχρεωτικής μετάβασης, σύμφωνα με την οποία ο συνδρομητής μεταφέρεται στο νέο δίκτυο ή διαφορετικά θα πρέπει να διακοπεί η παροχή των σχετικών υπηρεσιών.