Πηγή Εικόνας: ΑΠΕ-ΜΠΕ

Την εκτίμηση ότι η Ελλάδα μπορεί υπό προϋποθέσεις να εξελιχθεί σε πολύ σημαντικό κομμάτι της ενεργειακής αυτονομίας της Ευρώπης, με σημαντικές εξαγωγές ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές (ΑΠΕ), διατυπώνει ο καθηγητής Λεωνίδας Ντζιαχρήστος, από το Τμήμα Μηχανολόγων Μηχανικών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ).

Προσθέτει ότι, κατά τη γνώμη του, η Ελλάδα μπορεί και πρέπει να πρωτοστατήσει στην παραγωγή αειφορικών καυσίμων, όπως το υδρογόνο, μεταφέροντάς τα στην υπόλοιπη Ευρώπη τόσο μέσω αγωγών όπως ο Διαδριατικός (ΤΑP), όσο και μέσω της ελληνικής ναυτιλίας.

Κατά τον καθηγητή, οι Έλληνες εφοπλιστές, που σήμερα ψάχνουν εναλλακτικές για να συμβαδίσουν με τους στόχους για τη μείωση των αερίων του θερμοκηπίου, μπορούν να εξελιχθούν εκτός από χρήστες και σε παραγωγούς και μεταφορείς αειφορικών καυσίμων. Ο στόχος αυτός θα μπορούσε να γίνει πράξη με ίδιες επενδύσεις, χορηγίες, δημόσιο χρήμα και κονδύλια από το ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης, προσθέτει.

Η Ελλάδα, που έχει ένα πάρα πολύ αξιόλογο δυναμικό σε ΑΠΕ, με διπλάσια ή και τριπλάσια ηλιοφάνεια (σε κάποιες περιοχές) σε σχέση με την Κεντρική Ευρώπη και σημαντικούς ανέμους, θα μπορούσε να γίνει 100% «πράσινη» ενεργειακά, σύμφωνα με τον κ.Ντζιαχρήστο, αν βρισκόταν ο τρόπος να αποθηκευτεί η πλεονάζουσα ενέργεια από τις ΑΠΕ.

Γιατί όμως, η αποθήκευση της ενέργειας αποτελεί το μεγάλο στοίχημα, όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά και για όλες τις χώρες παγκοσμίως; Ποια είναι σήμερα η πιο πρόσφορη λύση; Ποιες μορφές ΑΠΕ είναι οι ιδανικές για το ενεργειακό μίγμα της Ελλάδας και πώς μπορούν να ωφεληθούν από αυτές οι απομακρυσμένες ή αποκομμένες περιοχές της χώρας; Ποια κράτη πρωτοστατούν στην κάλυψη -με ΑΠΕ- των ενεργειακών αναγκών τους και γιατί; Πόσο έχει ρίξει το κόστος προμήθειας του εξοπλισμού των ΑΠΕ η πρόοδος της τεχνολογίας; Μήπως θα έπρεπε να μιλάμε περισσότερο για τα ελληνικής παραγωγής ηλιοθερμικά συστήματα; Και, τελικά, μήπως πρέπει αντί για Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας να μιλάμε για αειφορικές πηγές και γιατί;

 Ο κ. Ντζιαχρήστος απάντησε σε 11 ερωτήματα που του έθεσε η δημοσιογράφος του ΑΠΕ-ΜΠΕ, Αλεξάνδρα Γούτα με την ευκαιρία του ειδικού αφιερώματος για την πράσινη ενέργεια, υπό τον τίτλο «Green Energy», στο πλαίσιο των ειδικών ψηφιακών εκδόσεων του www.amna.gr, Special Edition (www.amna.gr/special-edition).

 

Ερ.: Τελικά, τι είναι η πράσινη ενέργεια;

 Απ.: Πράσινη ενέργεια αποκαλούμε τη χρήση της τεχνολογίας για την παραγωγή ενέργειας χωρίς σημαντικό αποτύπωμα στο περιβάλλον είτε αφορά αέριους ρύπους αστικής κλίμακας είτε τα αέρια θερμοκηπίου και την επίδρασή τους στην κλιματική αλλαγή.

Βέβαια, αυτό που κυρίως κοιτάζουμε στις τεχνολογίες ενέργειας είναι η αειφορικότητα, που είναι ένας ευρύτερος όρος, που δεν έχει να κάνει μόνο με το κομμάτι της επίδρασης στο περιβάλλον.

Η αειφορία έχει τρεις παράγοντες: το περιβάλλον, την οικονομία και την κοινωνία. Άρα, γενικά είναι πιο σωστό να μιλάμε για «αειφορικές πηγές ενέργειας», είναι πιο πλήρης όρος από το «ανανεώσιμες», γιατί δεν είναι αναγκαστικά και αειφορική κάθε πράσινη επένδυση. Για παράδειγμα: αν πάω και βάλω φωτοβολταϊκά στη Φινλανδία, που έξι μήνες τον χρόνο έχει σκοτάδι, έχω κάνει μια επένδυση σε ΑΠΕ, που όμως δεν είναι αειφόρος, γιατί έχω ξοδέψει πάρα πολλά χρήματα, έχω δεσμεύσει μια μεγάλη έκταση γης, αλλά η επένδυσή μου δεν αποδίδει.

 

 Ερ.: Ποιες είναι οι βασικές μορφές ΑΠΕ, που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν αποδοτικά στην Ελλάδα;

 Απ.: Ειδικά για την Ελλάδα, οι βασικές μορφές ΑΠΕ είναι οι εξής:

Η ηλιακή, που περιλαμβάνει τα φωτοβολταϊκά και τα ηλιοθερμικά συστήματα. Πρόκειται για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από τον ήλιο στην περίπτωση των φωτοβολταϊκών και την απευθείας χρήση του ήλιου είτε για να θερμάνουμε νερά χρήσης είτε να ζεστάνουμε έναν χώρο ή μια βιομηχανική παραγωγή, στην περίπτωση των ηλιοθερμικών.

Τα ηλιοθερμικά έχουν μεγάλη σημασία για την Ελλάδα, γιατί έχουμε βιομηχανική παραγωγή τους στη χώρα (ηλιακά θερμικά, ηλιακούς θερμοσίφωνες κτλ) και μάλιστα είμαστε σε πολύ καλό επίπεδο διεθνώς. Άρα δεν πρέπει να τα ξεχνάμε και να μιλάμε μόνο για τα φωτοβολταϊκά. Υπάρχει δε πολύ μεγάλο περιθώριο να επεκταθεί η χρήση των ηλιοθερμικών στον αστικό ιστό. Κάνουμε το λάθος να λέμε «να μην ασχημίσουμε τη σκεπή, να μη δεσμεύσουμε επιφάνεια στις ταράτσες» και βάζουμε φωτοβολταϊκά για να θερμάνουμε το νερό στον ηλεκτρικό θερμοσίφωνα, αυτό δεν έχει νόημα όταν μπορείς να ζεστάνεις απευθείας το νερό με ένα ηλιοθερμικό σύστημα και μάλιστα ελληνικής παραγωγής.

Τα ηλιοθερμικά μπορούν να γίνουν πιο κομψά, αν βάλουμε τα πάνελ στην ταράτσα και τα καζάνια σε άλλον χώρο, π.χ., σε ένα υπόγειο. Αυτό βέβαια έχει μεγαλύτερο κόστος, χρειάζεται αντλία, χρειάζεται αυτοματισμό και τελικά διπλασιάζεται το κόστος. Αν όμως περάσουμε σε μια νέα οικονομία και θέλουμε να ενισχύσουμε και την τοπική βιομηχανία, πρέπει να σκεφτούμε κι αυτό.

Η αειφορία έχει να κάνει με όλον τον κύκλο. Κάνουμε μια επένδυση, που δεν είναι μόνο για να προστατέψουμε το περιβάλλον. Εκεί λοιπόν που μόνο θα εισάγουμε φωτοβολταϊκά από την Κίνα, μπορούμε να αναλάβουμε το κόστος για να φτιάξουμε περισσότερα δικά μας ηλιοθερμικά, από άποψη αειφορίας δεν συγκρίνεται, είναι σαφώς καλύτερη η δεύτερη επιλογή.

 

 Η αιολική, που χρησιμοποιεί τη δύναμη του ανέμου, από τις πρώτες που αξιοποίησε ο άνθρωπος, με τους ανεμόμυλους. Σήμερα είναι μια πολύ ώριμη τεχνολογία, που χρησιμοποιείται ευρέως είτε επί εδάφους είτε στο θαλάσσιο περιβάλλον, onshore και με τα offshore πάρκα ανεμογεννητριών και υπάρχει ακόμα σημαντικό δυναμικό. Και σε αυτή την περίπτωση βέβαια, όπως και με τα φωτοβολταϊκά, ο εξοπλισμός είναι εισαγωγής, γερμανικός, δανέζικος και νορβηγικός.

 

 Η ενέργεια από υδατοπτώσεις, που προέρχεται είτε από μεγάλους ταμιευτήρες νερού (φράγματα) είτε από μικρά υδροηλεκτρικά. Υπάρχουν βέβαια ερωτήματα ως προς την αειφορικότητα των μεγάλων ταμιευτήρων. Π.χ., η Αλβανία στοχεύει να κάνει φράγματα για να αξιοποιήσει την ενέργεια από τα ποτάμια, γεγονός που προκαλεί ανησυχία στην Ήπειρο ως προς την επάρκεια νερού για την άρδευση των καλλιεργειών. Επιπλέον, η συγκέντρωση τόσο μεγάλων ποσοτήτων νερού στα βουνά, προκαλεί μεγάλες αλλοιώσεις, όπως διαβρώσεις εδάφους και αλλάζει το μικροκλίμα της περιοχής. Τα μεγάλα φράγματα μπορείς να τα χρησιμοποιήσεις μέχρι έναν βαθμό, αλλά από ένα σημείο και μετά, αρχίζεις και μεταβάλλεις τη φυσική ισορροπία.

Οι μικροί υδροηλεκτρικοί σταθμοί αντίθετα, έως 10 MW, δεν απαιτούν μεγάλη συγκέντρωση νερού. Δημιουργούνται σε ρέματα και μικρά ποτάμια και δεν δεσμεύεται μεγάλη επιφάνεια για τη δημιουργία τους. Έχουμε αρκετά τέτοια έργα στον ορεινό όγκο της Ελλάδας, κάτι που είναι αειφορικό. Ένας τέτοιος σταθμός θα μπορούσε να καλύψει τις ανάγκες ενέργειας τριών-τεσσάρων ορεινών χωριών της περιοχής όπου βρίσκεται.

Σε ορεινές απομακρυσμένες περιοχές, αυτοί οι σταθμοί θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν σε μεγάλο βαθμό, γιατί μεταξύ άλλων παράσχουν συνεχή ισχύ, που δεν εξαρτάται από την ηλιοφάνεια ή το αν φυσάει. Κι όλα τα χιόνια, από τις αρχές Μαρτίου μέχρι τα τέλη Ιουνίου, ρέουν στα ρυάκια και υπάρχει ρεύμα. Δυστυχώς βέβαια, στην Ελλάδα οι χιονοπτώσεις έχουν μειωθεί τα τελευταία χρόνια λόγω της κλιματικής αλλαγής και αυτό είναι ένα πρόβλημα, ο επενδυτής πάντα θα διερωτάται αν η επένδυσή του θα αποδίδει και σε 30-40 χρόνια από σήμερα. Εκεί είναι η δυσκολία. Αντίθετα, στην Αυστρία και τη Νορβηγία, 70%-80% του δυναμικού τους καλύπτεται από πολλά μικρά και λιγότερα μεγάλα υδροηλεκτρικά έργα.

  Η ενέργεια από βιομάζα. Για την παραγωγή της μπορούμε να αξιοποιήσουμε μορφές βιομάζας, που αν δεν τις αξιοποιούσαμε, θα ρύπαιναν πολύ περισσότερο. Π.χ., στους Ταγαράδες στη Θεσσαλονίκη έχουμε παραγωγή ενέργειας αξιοποιώντας την αποικοδόμηση της βιομάζας στη χωματερή. Αν δεν την αξιοποιούσαμε, τα αέρια που θα παράγονταν από την αποικοδόμηση απορριμμάτων, θα κατέληγαν στην ατμόσφαιρα και θα τη ρύπαιναν. Τώρα, παράγουμε ενέργεια και ταυτόχρονα μειώνουμε τη ρύπανση του περιβάλλοντος, αξιοποιώντας βιομάζα που διαφορετικά θα ήταν πλήρως άχρηστη.

Υπάρχουν διαφορετικοί τρόποι αξιοποίησης της βιομάζας, μεταξύ των οποίων η καύση που συναντά τις περισσότερες αντιδράσεις από τις τοπικές κοινωνίες και η αεριοποίηση, όπου δεν καις τη βιομάζα, αλλά παράγεις βιοαέριο από αυτή. Έτσι, πχ, από ένα θερμοκήπιο ή εκκοκκιστήριο ή έναν αμπελώνα σε μια απομακρυσμένη περιοχή, ό,τι απομένει μπορεί να ξηρανθεί, να γίνει η αεριοποίησή του και να παραχθεί τοπικά ηλεκτρική ενέργεια και θερμότητα, πχ, για τα θερμοκήπια, κάτι που δεν έχει καμία αρνητική επίδραση στο περιβάλλον. Η αεριοποίηση, βέβαια, είναι ακριβότερη από την καύση.

 

 

Η παλιρροϊκή/κυματική ενέργεια, από τα κύματα της θάλασσας. Η μορφή αυτή ενέργειας έχει το πρόβλημα ότι είναι πάρα πολύ ασταθής, μπορούμε να έχουμε πολύ μεγάλη μεταβολή ακόμα και στη διάρκεια της ίδιας ημέρας.

  Η αβαθής γεωθερμία, με την οποία εκμεταλλευόμαστε τη θερμοκρασία του εδάφους. Στα 50 μέτρα κάτω από την επιφάνεια, το έδαφος έχει τη μέση θερμοκρασία του αέρα στη διάρκεια του έτους. Προτείνω λοιπόν σε όλους όσοι χτίζουν μια μονοκατοικία, να σκεφτούν να εγκαταστήσουν την υποδομή για την αβαθή γεωθερμία, μέσω της οποίας επιτυγχάνεται οικονομία της τάξης του 80%. Για την κάλυψη των αναγκών ενός σπιτιού 200 τ.μ χρειάζεται να αξιοποιηθεί υπογείως μια έκταση εδάφους περίπου 100 τ.μ.

 

Ερ.: Κατά ορισμένους, η Ελλάδα θα μπορούσε να γίνει η «Σαουδική Αραβία» των ΑΠΕ. Ποια είναι τα πλεονεκτήματά της;

 Απ.: Η Ελλάδα έχει πλούσιο αιολικό και ηλιακό δυναμικό, είμαστε ευλογημένοι ειδικά σε ορισμένες περιοχές της χώρας, όπου υπάρχει διπλάσια ή και τριπλάσια ηλιοφάνεια σε ενέργεια ανά τμ ετησίως σε σχέση με την Κεντρική Ευρώπη. Στα δε νησιά έχουμε ένα εντυπωσιακά καλό αιολικό δυναμικό, είτε μιλάμε για την Κρήτη είτε για τη Νότια Εύβοια είτε για τις Κυκλάδες. Η Κρήτη έχει επίσης περίπου 220-250 ημέρες ηλιοφάνειας ανά έτος. Η Βόρεια Ελλάδα γύρω στις 150-180, που ναι μεν είναι λιγότερες απ΄ ότι στην Κρήτη, αλλά και πάλι είναι πολύ περισσότερες από την Ευρώπη. Στα αιολικά, η Νότια Εύβοια έχει (σε περιοχές όπως η Κάρυστος και το Μαρμάρι) εντυπωσιακό μέσο αιολικό δυναμικό, της τάξης των 10 μέτρων ανά δευτερόλεπτο (m/s) στη διάρκεια ενός έτους. Επίσης, έχει τον Βοριά, που είναι ένας πολύ σταθερός άνεμος.

Βέβαια, υπάρχουν και μειονεκτήματα. Για παράδειγμα, δεν έχουμε μεγάλες ελεύθερες εκτάσεις όπως η Αριζόνα ή το Τέξας ή και περιοχές της Ισπανίας. Υπάρχει λοιπόν ανταγωνισμός για τη χρήση της γης. Τα διλήμματα που εκφράζονται συχνά εξαιτίας αυτού του ανταγωνισμού είναι: ανεμογεννήτριες ή τουρισμός; Φωτοβολταϊκά ή γεωργική παραγωγή; Όλα λοιπόν χρειάζονται πολύ προσεκτικό σχεδιασμό για να υπάρχει ισορροπία και ανταποδοτικά οφέλη για τις τοπικές κοινωνίες, ώστε ένα κομμάτι της αξίας της επένδυσης να γυρίζει στην τοπική κοινωνία. Όταν δεσμεύεις μια μεγάλη έκταση, η κοινωνία πρέπει να βλέπει άμεσα τα οφέλη. Εφαρμόζοντας ένα τέτοιο σχέδιο, που προβλέπει ότι ένα κομμάτι της αξίας της επένδυσης περνά στην τοπική κοινωνία, μπορούμε να ενισχύσουμε τη συνεισφορά των ΑΠΕ στο δυναμικό μας και να πετύχουμε και τα τρία: προστασία του περιβάλλοντος και όφελος για την οικονομία και την κοινωνία.

  Ό,τι δεν αποθηκεύεις, χάνεται -κι ας το έχεις σε αφθονία

 

Ερ.: Η Ελλάδα έχει συνεπώς πολύ μεγάλο δυναμικό σε ΑΠΕ. Τι είναι αυτό που την εμποδίζει να γίνει 100% πράσινη ενεργειακά;

 Απ.: Γενικά, δεν έχουμε πρόβλημα δυναμικού στις ΑΠΕ. Μπορούμε να βάλουμε φωτοβολταϊκά ή ανεμογεννήτριες σε μια περιοχή όπως ο κάμπος του Κιλκίς και να τροφοδοτήσουμε όλη τη χώρα. Το πρόβλημα είναι ότι δεν μπορούμε να ελέγξουμε την παραγωγή. Με απλά λόγια, το βράδυ ή όταν βρέχει δεν μπορούμε να φτιάξουμε ενέργεια. Αρα, το μεγάλο θέμα και στοίχημα παγκοσμίως είναι το πού θα αποθηκεύουμε την ενέργεια όταν πλεονάζει, όταν έχουμε πολύ ήλιο ή ισχυρούς ανέμους. Αυτό είναι το κλειδί για να μπορέσουμε να βάλουμε περισσότερη πράσινη ενέργεια στο ενεργειακό μας ισοζύγιο κι αυτό δεν αφορά μόνο την Ελλάδα, αλλά είναι παγκόσμιο ζήτημα.

 Η Κρήτη για παράδειγμα, έχει πολύ καλό αιολικό δυναμικό, αλλά δεν συνδέεται με το υπόλοιπο δίκτυο, άρα δεν μπορούμε να βάλουμε κι άλλα αιολικά εκεί, για να εξυπηρετήσουμε περισσότερες περιοχές της χώρας. Συνεπώς, διασυνδέουμε το νησί για να αντλήσουμε από το καλό αιολικό δυναμικό του Αιγαίου, δεδομένου ότι τοπικά δεν μπορείς να καταναλώσεις την ενέργεια όταν πλεονάζει, αφού δεν μπορείς να την αποθηκεύσεις.

Θα πρέπει λοιπόν να βρούμε έναν τρόπο να αποθηκεύουμε την ενέργεια. Ένας τρόπος θα μπορούσε να είναι οι μπαταρίες, αλλά στις μπαταρίες έχεις πρόβλημα χωρητικότητας, δεν μπορείς να «βάλεις» όλη τη χώρα, όλα τα αυτοκίνητα, όλη τη βιομηχανία σε μπαταρίες. Ένας άλλος τρόπος -επίσης δύσκολος- θα ήταν το νερό που πέφτει από τις υδατοπτώσεις να το επιστρέφεις πίσω στον ταμιευτήρα. Αυτό θα μας χρειαζόταν κυρίως το καλοκαίρι, που η ροή των νερών λιγοστεύει, αλλά το καλοκαίρι θέλουμε περισσότερο νερό για να ποτίζουμε, άρα δεν υπάρχει αρκετό νερό για να το ξαναγυρίσεις στον ταμιευτήρα.

  Ερ.: Ποια θα μπορούσε λοιπόν να είναι η λύση για την αξιοποίηση της πλεονάζουσας ενέργειας από ΑΠΕ;

 Απ.: Στην πραγματικότητα, η μόνη αειφορική λύση, κατά τη γνώμη μου, είναι η παραγωγή αειφορικών καυσίμων, όπως το υδρογόνο, π.χ, από τα φωτοβολταϊκά, που θα το βάζαμε στο δίκτυο φυσικού αερίου για να το χρησιμοποιήσουμε σε σπίτια ή αυτοκίνητα. Ή η αμμωνία. Ή το να περάσουμε σε μια επόμενη τεχνολογία, που είναι η δέσμευση διοξειδίου του άνθρακα από την ατμόσφαιρα, ώστε σε συνάρτηση με το υδρογόνο, να φτιάχνουμε υγρά καύσιμα, όπως η βενζίνη, το πετρέλαιο ή η μεθανόλη, αλλά από τις ΑΠΕ.

  Ερ.: Η παραγωγή αειφορικών καυσίμων απαιτεί επένδυση πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ. Το βλέπουμε στη δυτική Μακεδονία με τον σχεδιασμό που υπάρχει για την παραγωγή υδρογόνου από φωτοβολταϊκά. Είναι λοιπόν εφικτή;

 Απ.: Γενικά, όλα τα ενεργειακά έργα είναι υψηλού κόστους. Αν υποθέταμε πως δεν εκμεταλλευόμασταν το πετρέλαιο και κάποιος μας έλεγε ότι σε πέντε χρόνια πρέπει ξαφνικά όλος ο κόσμος να τροφοδοτείται με πετρέλαιο, θα λέγαμε ότι αυτό δεν γίνεται, πού να τρυπήσουμε, πού να κάνουμε δίκτυα, πού να φτιάξουμε τα τάνκερ για τη μεταφορά του, το κόστος είναι τεράστιο! Παρόλα αυτά σήμερα επενδύουμε στην εξόρυξη πετρελαίου, με την ελπίδα αύριο να αξιοποιήσουμε τους υδρογονάνθρακες.

Δεν είναι μεγαλύτερο το κόστος παραγωγής αειφορικών καυσίμων από τις ΑΠΕ. Θα έλεγα πως είναι της ίδιας τάξης μεγέθους, αλλά το πρόβλημα είναι ότι τα έργα χρειάζεται να ολοκληρωθούν σε πολύ λίγα χρόνια, ώς το 2030 όλα πρέπει να είναι έτοιμα, για να φτάσουμε στους στόχους του 2050.

Προφανώς, όταν μια τέτοια υποδομή θέλουμε να την κάνουμε μέσα σε δέκα χρόνια, το κόστος είναι τεράστιο. Ειδικά τώρα με την οικονομική κατάσταση στον δυτικό κόσμο, είναι δύσκολη η μετάβαση. Κατά τη γνώμη μου όμως, αποτελεί τεράστια ευκαιρία.

Η Ελλάδα πρέπει να πρωτοστατήσει σε αυτό το πεδίο και ήδη δεν τα πάμε άσχημα ως προς τη χρήση των ΑΠΕ. Σε συγκεκριμένες μέρες, το 40%-50% της κατανάλωσης ενέργειας προέρχεται από τις ΑΠΕ, από τις οποίες μπορούμε να παράγουμε αειφορικά καύσιμα. Πιστεύω βαθύτατα πως χρειάζεται να πρωτοστατήσουμε και στην παραγωγή αειφορικών καυσίμων. Ένας λόγος είναι ότι έχουμε πάρα πολύ καλό δυναμικό, που δεν υπάρχει στη Βόρεια Ευρώπη -εκεί υπάρχει η τεχνολογία, αλλά όχι το δυναμικό. Ένας δεύτερος λόγος είναι ότι αυτό θα μπορέσει να αποτελέσει πολύ καλή διέξοδο για την ελληνική ναυτιλία, η οποία ψάχνει ποια θα είναι τα καινούργια καύσιμα που θα πρέπει να χρησιμοποιεί, για να συμβαδίσει με τους στόχους (υπάρχει στόχος για μείωση αερίων θερμοκηπίου κατά 70% από τη ναυτιλία το 2050)

Θεωρώ ότι οι Έλληνες εφοπλιστές, μαζί με χορηγίες, δημόσιο χρήμα και χρήμα από το Ταμείο Ανάκαμψης, μπορούν να λειτουργήσουν ως μια κρίσιμη μάζα της οικονομίας, που μπορεί να πρωτοστατήσει σε παγκόσμιο επίπεδο στο πεδίο της παραγωγής αειφορικών καυσίμων. Αποτελεί μια εξαιρετική επενδυτική ευκαιρία για ανθρώπους με τα απαραίτητα κεφάλαια, να γίνουν και παραγωγοί και μεταφορείς αειφορικών καυσίμων. Και θα τα χρησιμοποιούν στα πλοία τους και θα τα μεταφέρουν.

Θεωρώ πως αν αυτό γίνει, θα είναι κομβικό σημείο αλλαγής της προοπτικής της χώρας, από άποψη οικονομική και γεωστρατηγική, μιας προοπτικής win-win. Γιατί δεν είμαστε τόσο πρόθυμοι να το κάνουμε σήμερα; Γιατί η τιμή παραγωγής της βενζίνης σήμερα είναι 0,40 ευρώ/λίτρο, ενώ των αειφορικών καυσίμων μπορεί να είναι δέκα φορές παραπάνω, περίπου 4 ευρώ/λίτρο. Ας μην ξεχνάμε όμως ότι και τα φωτοβολταϊκά μόλις δέκα χρόνια πριν είχαν πενταπλάσιο κόστος σε σχέση με σήμερα. Προφανώς κάποιος πρέπει να επωμισθεί το αρχικό κόστος, για να φανεί ότι υπάρχει το δυναμικό και η ευκαιρία και από εκεί και πέρα η Ελλάδα μπορεί να αποκτήσει πρωταγωνιστικό ρόλο και η ανάπτυξη μπορεί να διαχυθεί σε υψηλή τεχνολογία, πανεπιστήμια, ερευνητικά κέντρα κτλ.

  Ερ.: Ποιες χώρες πρωτοστατούν σήμερα στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και πώς το κατάφεραν;

 Απ.: Πολύ μεγάλη αξιοποίηση των ΑΠΕ υπάρχει σε Νορβηγία και Αυστρία, όπου το 80%-90% της κατανάλωσης ενέργειας προέρχεται κυρίως από υδροηλεκτρικά και δευτερευόντως από αιολικά.

Η Αυστρία και η Νορβηγία έχουν το πλεονέκτημα ότι διαθέτουν μεγάλο ορεινό όγκο με χιόνια και άρα υδατοπτώσεις και το καλοκαίρι ή όποτε υπάρχει περίσσεια, τα νερά επιστρέφουν στους ταμιευτήρες και χρησιμοποιούνται ξανά για υδροηλεκτρικά. Αυτές οι χώρες έχουν καταφέρει να αποθηκεύσουν ενέργεια (μέσω της ανακυκλοφορίας του νερού) και έτσι πρωτοστατούν στη χρήση ΑΠΕ.

Στην παραγωγή, η Δανία έχει επίσης ένα πολύ καλό μοντέλο, γιατί πέραν του ότι διαθέτει πολύ καλό αιολικό δυναμικό και μεγάλα offshore πάρκα, φτιάχνει και ανεμογεννήτριες. Μια από τις μεγαλύτερες εταιρείες παραγωγής ανεμογεννητριών παγκοσμίως είναι δανέζικη. Όταν μπορείς να παράγεις και τις συσκευές και τον εξοπλισμό για την παραγωγή της ενέργειας, τότε το μοντέλο είναι win-win.

  Ερ.: Ποιες είναι οι προσδοκίες για την Ελλάδα από τη μετάβαση στο νέο ενεργειακό μοντέλο της πράσινης ενέργειας; Είναι εφικτές οι μεγάλες εξαγωγές ενέργειας από ΑΠΕ;

 Απ.: Σήμερα είναι σε εξέλιξη -και πολύ ορθώς κατά τη γνώμη μου- η μεγάλη προσπάθεια για την απολιγνιτοποίηση της χώρας και την ένταξη στο δυναμικό μας των ΑΠΕ πολύ περισσότερο από ό,τι σήμερα. Παραπάνω άδειες για ΑΠΕ σήμερα δεν δίνονται, γιατί δεν μπορούμε να αποθηκεύσουμε την ενέργεια. Από τη στιγμή που θα μπορέσουμε ικανοποιητικά να αποθηκεύσουμε την ενέργεια, πιστεύω ότι η Ελλάδα μπορεί να γίνει τελείως «πράσινη».

Όλο αυτό βέβαια, χρειάζεται πολιτικούς και πολιτική που αντιλαμβάνεται το περιβάλλον και μπορεί να διαπραγματευτεί τις ευκαιρίες που δίνονται στην Ελλάδα, γιατί προφανώς δεν μπορούμε να τα κάνουμε όλα μόνοι μας, θα χρειαστούμε βοήθεια από το εξωτερικό -και οικονομική και τεχνολογική.

Εφόσον γίνουν αυτά που πρέπει, μπορούμε να γίνουμε πολύ σημαντικό κομμάτι της ενεργειακής αυτονομίας της Ευρώπης, δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι η γερμανική ΔΕΗ θα κάνει ένα πολύ μεγάλο μέρος της επένδυσης στην Κοζάνη. Είναι απόλυτα εφικτές οι μεγάλες εξαγωγές ενέργειας από ΑΠΕ. Οι αγωγοί όπως ο ΤΑΡ μπορούν να μεταφέρουν και ποσότητα υδρογόνου, ενώ υπάρχει και η ελληνική ναυτιλία, που μπορεί να προσφέρει την υποδομή για να κάνουμε αυτό το εμπόριο. Χρειάζεται να απαιτήσουμε πρόοδο και σε όλα αυτά.

  Ερ.: Υπάρχει κάποια μορφή ΑΠΕ, που θεωρείται συγκριτικά πιο συμφέρουσα ανά περιοχή, από την άποψη του λόγου: κόστος εγκατάστασης/ενεργειακή απόδοση;

 Απ.: Η απόδοση των ΑΠΕ εξαρτάται από το πού τις εγκαθιστάς. Άρα, εκεί που έχουμε πάρα πολύ αέρα, πρέπει να υπερέχουν τα αιολικά. Στις ταράτσες τα ηλιοθερμικά. Στους ορεινούς όγκους όπου έχουμε κίνηση νερού μικρά υδροηλεκτρικά. Δεν υπάρχει τεχνολογία «silver bullet» (σ.σ. ικανή να δώσει τη λύση «με τη μία»), πρέπει πάντα να βλέπουμε το κόστος, σε σχέση με το όφελος, που εξαρτάται πολύ από το πού θα τοποθετηθούν, με βάση τις ιδιομορφίες μιας συγκεκριμένης περιοχής. Στο Αιγαίο λοιπόν, κυρίως αιολικά στις παράκτιες περιοχές. Στην Κρήτη και τη νότια Ελλάδα, ένας συνδυασμός αιολικών και φωτοβολταϊκών/ ηλιοθερμικών. Στη Μακεδονία, υπάρχει ο Βαρδάρης, ένας ισχυρός και σταθερός άνεμος με μειωμένη όμως συχνότητα τα τελευταία χρόνια, οπότε μπορούμε να έχουμε κάποια αιολικά, αλλά μιλάμε κυρίως για φωτοβολταϊκά, ιδανικά σε χέρσες εκτάσεις, σε αμμώδεις περιοχές ή σε πλαγιές, που δεν προσφέρονται για καλλιέργεια.

Συνολικά μιλώντας, η πλέον ανταγωνιστική μορφή για τις ΑΠΕ είναι σήμερα για την Ελλάδα τα φωτοβολταϊκά, από άποψη σχέσης κόστους -οφέλους. Και σε ορισμένες περιοχές όπως η Νότια Εύβοια, ίσως και τα αιολικά.

  Ερ.: Πόσο έχει μειώσει η πρόοδος της τεχνολογίας το κόστος των εγκαταστάσεων παραγωγής πράσινης ενέργειας (πχ, φωτοβολταϊκά, ανεμογεννήτριες, αντλίες γεωθερμίας κτλ) τα τελευταία δέκα χρόνια;

 Απ.: Το κόστος των φωτοβολταϊκών μειώθηκε κατά πέντε φορές σε σχέση με μια δεκαετία πριν. Στις ανεμογεννήτριες έχει πέσει κατά 30%-40%. Στα ηλιοθερμικά δεν έχει αλλάξει κάτι, η τεχνολογία ήταν ώριμη επί χρόνια. Και στα υδροηλεκτρικά είχαμε μόνο μικρές αλλαγές. Σήμερα όμως, όταν μιλάμε για ΑΠΕ στην Ελλάδα μιλάμε κυρίως για φωτοβολταϊκά και αιολικά, που εξαιρουμένων των μεγάλων υδροηλεκτρικών, αποτελούν το 90% του συνόλου. Με τις τιμές που έχουμε σήμερα, και τα δύο Μπορούν να είναι συμφέροντα αναλόγως περιοχής, με μικρό πλεονέκτημα για τα φωτοβολταϊκά.

  Ερ.: Πού βρισκόμαστε σήμερα ως προς τη συνεισφορά των διάφορων ΑΠΕ στο ενεργειακό μίγμα της Ελλάδας;

 Απ.: Εξαιρουμένων των μεγάλων υδροηλεκτρικών, περίπου το 50% της ενεργειακής κατανάλωσης από ΑΠΕ προέρχεται από αιολικά, γύρω στο 40% από φωτοβολταϊκά κι ένα 10% από συμπαραγωγή και μικρά υδροηλεκτρικά. Στο σύνολο της ενεργειακής κατανάλωσης στην Ελλάδα, η συμβολή των ΑΠΕ στο ενεργειακό μίγμα της χώρας σήμερα είναι 29%.

Την εκτίμηση ότι η Ελλάδα μπορεί υπό προϋποθέσεις να εξελιχθεί σε πολύ σημαντικό κομμάτι της ενεργειακής αυτονομίας της Ευρώπης, με σημαντικές εξαγωγές ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές (ΑΠΕ), διατυπώνει ο καθηγητής Λεωνίδας Ντζιαχρήστος, από το Τμήμα Μηχανολόγων Μηχανικών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ).

Προσθέτει ότι, κατά τη γνώμη του, η Ελλάδα μπορεί και πρέπει να πρωτοστατήσει στην παραγωγή αειφορικών καυσίμων, όπως το υδρογόνο, μεταφέροντάς τα στην υπόλοιπη Ευρώπη τόσο μέσω αγωγών όπως ο Διαδριατικός (ΤΑP), όσο και μέσω της ελληνικής ναυτιλίας.

Κατά τον καθηγητή, οι Έλληνες εφοπλιστές, που σήμερα ψάχνουν εναλλακτικές για να συμβαδίσουν με τους στόχους για τη μείωση των αερίων του θερμοκηπίου, μπορούν να εξελιχθούν εκτός από χρήστες και σε παραγωγούς και μεταφορείς αειφορικών καυσίμων. Ο στόχος αυτός θα μπορούσε να γίνει πράξη με ίδιες επενδύσεις, χορηγίες, δημόσιο χρήμα και κονδύλια από το ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης, προσθέτει.

Η Ελλάδα, που έχει ένα πάρα πολύ αξιόλογο δυναμικό σε ΑΠΕ, με διπλάσια ή και τριπλάσια ηλιοφάνεια (σε κάποιες περιοχές) σε σχέση με την Κεντρική Ευρώπη και σημαντικούς ανέμους, θα μπορούσε να γίνει 100% «πράσινη» ενεργειακά, σύμφωνα με τον κ.Ντζιαχρήστο, αν βρισκόταν ο τρόπος να αποθηκευτεί η πλεονάζουσα ενέργεια από τις ΑΠΕ.

Γιατί όμως, η αποθήκευση της ενέργειας αποτελεί το μεγάλο στοίχημα, όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά και για όλες τις χώρες παγκοσμίως; Ποια είναι σήμερα η πιο πρόσφορη λύση; Ποιες μορφές ΑΠΕ είναι οι ιδανικές για το ενεργειακό μίγμα της Ελλάδας και πώς μπορούν να ωφεληθούν από αυτές οι απομακρυσμένες ή αποκομμένες περιοχές της χώρας; Ποια κράτη πρωτοστατούν στην κάλυψη -με ΑΠΕ- των ενεργειακών αναγκών τους και γιατί; Πόσο έχει ρίξει το κόστος προμήθειας του εξοπλισμού των ΑΠΕ η πρόοδος της τεχνολογίας; Μήπως θα έπρεπε να μιλάμε περισσότερο για τα ελληνικής παραγωγής ηλιοθερμικά συστήματα; Και, τελικά, μήπως πρέπει αντί για Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας να μιλάμε για αειφορικές πηγές και γιατί;

 Ο κ. Ντζιαχρήστος απάντησε σε 11 ερωτήματα που του έθεσε η δημοσιογράφος του ΑΠΕ-ΜΠΕ, Αλεξάνδρα Γούτα με την ευκαιρία του ειδικού αφιερώματος για την πράσινη ενέργεια, υπό τον τίτλο «Green Energy», στο πλαίσιο των ειδικών ψηφιακών εκδόσεων του www.amna.gr, Special Edition (www.amna.gr/special-edition).

 

 Ερ.: Τελικά, τι είναι η πράσινη ενέργεια;

 Απ.: Πράσινη ενέργεια αποκαλούμε τη χρήση της τεχνολογίας για την παραγωγή ενέργειας χωρίς σημαντικό αποτύπωμα στο περιβάλλον είτε αφορά αέριους ρύπους αστικής κλίμακας είτε τα αέρια θερμοκηπίου και την επίδρασή τους στην κλιματική αλλαγή.

Βέβαια, αυτό που κυρίως κοιτάζουμε στις τεχνολογίες ενέργειας είναι η αειφορικότητα, που είναι ένας ευρύτερος όρος, που δεν έχει να κάνει μόνο με το κομμάτι της επίδρασης στο περιβάλλον.

Η αειφορία έχει τρεις παράγοντες: το περιβάλλον, την οικονομία και την κοινωνία. Άρα, γενικά είναι πιο σωστό να μιλάμε για «αειφορικές πηγές ενέργειας», είναι πιο πλήρης όρος από το «ανανεώσιμες», γιατί δεν είναι αναγκαστικά και αειφορική κάθε πράσινη επένδυση. Για παράδειγμα: αν πάω και βάλω φωτοβολταϊκά στη Φινλανδία, που έξι μήνες τον χρόνο έχει σκοτάδι, έχω κάνει μια επένδυση σε ΑΠΕ, που όμως δεν είναι αειφόρος, γιατί έχω ξοδέψει πάρα πολλά χρήματα, έχω δεσμεύσει μια μεγάλη έκταση γης, αλλά η επένδυσή μου δεν αποδίδει.

 

 

 

Ερ.: Ποιες είναι οι βασικές μορφές ΑΠΕ, που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν αποδοτικά στην Ελλάδα;

 

Απ.: Ειδικά για την Ελλάδα, οι βασικές μορφές ΑΠΕ είναι οι εξής:

Η ηλιακή, που περιλαμβάνει τα φωτοβολταϊκά και τα ηλιοθερμικά συστήματα. Πρόκειται για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από τον ήλιο στην περίπτωση των φωτοβολταϊκών και την απευθείας χρήση του ήλιου είτε για να θερμάνουμε νερά χρήσης είτε να ζεστάνουμε έναν χώρο ή μια βιομηχανική παραγωγή, στην περίπτωση των ηλιοθερμικών.

Τα ηλιοθερμικά έχουν μεγάλη σημασία για την Ελλάδα, γιατί έχουμε βιομηχανική παραγωγή τους στη χώρα (ηλιακά θερμικά, ηλιακούς θερμοσίφωνες κτλ) και μάλιστα είμαστε σε πολύ καλό επίπεδο διεθνώς. Άρα δεν πρέπει να τα ξεχνάμε και να μιλάμε μόνο για τα φωτοβολταϊκά. Υπάρχει δε πολύ μεγάλο περιθώριο να επεκταθεί η χρήση των ηλιοθερμικών στον αστικό ιστό. Κάνουμε το λάθος να λέμε «να μην ασχημίσουμε τη σκεπή, να μη δεσμεύσουμε επιφάνεια στις ταράτσες» και βάζουμε φωτοβολταϊκά για να θερμάνουμε το νερό στον ηλεκτρικό θερμοσίφωνα, αυτό δεν έχει νόημα όταν μπορείς να ζεστάνεις απευθείας το νερό με ένα ηλιοθερμικό σύστημα και μάλιστα ελληνικής παραγωγής.

Τα ηλιοθερμικά μπορούν να γίνουν πιο κομψά, αν βάλουμε τα πάνελ στην ταράτσα και τα καζάνια σε άλλον χώρο, π.χ., σε ένα υπόγειο. Αυτό βέβαια έχει μεγαλύτερο κόστος, χρειάζεται αντλία, χρειάζεται αυτοματισμό και τελικά διπλασιάζεται το κόστος. Αν όμως περάσουμε σε μια νέα οικονομία και θέλουμε να ενισχύσουμε και την τοπική βιομηχανία, πρέπει να σκεφτούμε κι αυτό.

Η αειφορία έχει να κάνει με όλον τον κύκλο. Κάνουμε μια επένδυση, που δεν είναι μόνο για να προστατέψουμε το περιβάλλον. Εκεί λοιπόν που μόνο θα εισάγουμε φωτοβολταϊκά από την Κίνα, μπορούμε να αναλάβουμε το κόστος για να φτιάξουμε περισσότερα δικά μας ηλιοθερμικά, από άποψη αειφορίας δεν συγκρίνεται, είναι σαφώς καλύτερη η δεύτερη επιλογή.

 

 

Η αιολική, που χρησιμοποιεί τη δύναμη του ανέμου, από τις πρώτες που αξιοποίησε ο άνθρωπος, με τους ανεμόμυλους. Σήμερα είναι μια πολύ ώριμη τεχνολογία, που χρησιμοποιείται ευρέως είτε επί εδάφους είτε στο θαλάσσιο περιβάλλον, onshore και με τα offshore πάρκα ανεμογεννητριών και υπάρχει ακόμα σημαντικό δυναμικό. Και σε αυτή την περίπτωση βέβαια, όπως και με τα φωτοβολταϊκά, ο εξοπλισμός είναι εισαγωγής, γερμανικός, δανέζικος και νορβηγικός.

 

 Η ενέργεια από υδατοπτώσεις, που προέρχεται είτε από μεγάλους ταμιευτήρες νερού (φράγματα) είτε από μικρά υδροηλεκτρικά. Υπάρχουν βέβαια ερωτήματα ως προς την αειφορικότητα των μεγάλων ταμιευτήρων. Π.χ., η Αλβανία στοχεύει να κάνει φράγματα για να αξιοποιήσει την ενέργεια από τα ποτάμια, γεγονός που προκαλεί ανησυχία στην Ήπειρο ως προς την επάρκεια νερού για την άρδευση των καλλιεργειών. Επιπλέον, η συγκέντρωση τόσο μεγάλων ποσοτήτων νερού στα βουνά, προκαλεί μεγάλες αλλοιώσεις, όπως διαβρώσεις εδάφους και αλλάζει το μικροκλίμα της περιοχής. Τα μεγάλα φράγματα μπορείς να τα χρησιμοποιήσεις μέχρι έναν βαθμό, αλλά από ένα σημείο και μετά, αρχίζεις και μεταβάλλεις τη φυσική ισορροπία.

Οι μικροί υδροηλεκτρικοί σταθμοί αντίθετα, έως 10 MW, δεν απαιτούν μεγάλη συγκέντρωση νερού. Δημιουργούνται σε ρέματα και μικρά ποτάμια και δεν δεσμεύεται μεγάλη επιφάνεια για τη δημιουργία τους. Έχουμε αρκετά τέτοια έργα στον ορεινό όγκο της Ελλάδας, κάτι που είναι αειφορικό. Ένας τέτοιος σταθμός θα μπορούσε να καλύψει τις ανάγκες ενέργειας τριών-τεσσάρων ορεινών χωριών της περιοχής όπου βρίσκεται.

Σε ορεινές απομακρυσμένες περιοχές, αυτοί οι σταθμοί θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν σε μεγάλο βαθμό, γιατί μεταξύ άλλων παράσχουν συνεχή ισχύ, που δεν εξαρτάται από την ηλιοφάνεια ή το αν φυσάει. Κι όλα τα χιόνια, από τις αρχές Μαρτίου μέχρι τα τέλη Ιουνίου, ρέουν στα ρυάκια και υπάρχει ρεύμα. Δυστυχώς βέβαια, στην Ελλάδα οι χιονοπτώσεις έχουν μειωθεί τα τελευταία χρόνια λόγω της κλιματικής αλλαγής και αυτό είναι ένα πρόβλημα, ο επενδυτής πάντα θα διερωτάται αν η επένδυσή του θα αποδίδει και σε 30-40 χρόνια από σήμερα. Εκεί είναι η δυσκολία. Αντίθετα, στην Αυστρία και τη Νορβηγία, 70%-80% του δυναμικού τους καλύπτεται από πολλά μικρά και λιγότερα μεγάλα υδροηλεκτρικά έργα.

  

Η ενέργεια από βιομάζα. Για την παραγωγή της μπορούμε να αξιοποιήσουμε μορφές βιομάζας, που αν δεν τις αξιοποιούσαμε, θα ρύπαιναν πολύ περισσότερο. Π.χ., στους Ταγαράδες στη Θεσσαλονίκη έχουμε παραγωγή ενέργειας αξιοποιώντας την αποικοδόμηση της βιομάζας στη χωματερή. Αν δεν την αξιοποιούσαμε, τα αέρια που θα παράγονταν από την αποικοδόμηση απορριμμάτων, θα κατέληγαν στην ατμόσφαιρα και θα τη ρύπαιναν. Τώρα, παράγουμε ενέργεια και ταυτόχρονα μειώνουμε τη ρύπανση του περιβάλλοντος, αξιοποιώντας βιομάζα που διαφορετικά θα ήταν πλήρως άχρηστη.

Υπάρχουν διαφορετικοί τρόποι αξιοποίησης της βιομάζας, μεταξύ των οποίων η καύση που συναντά τις περισσότερες αντιδράσεις από τις τοπικές κοινωνίες και η αεριοποίηση, όπου δεν καις τη βιομάζα, αλλά παράγεις βιοαέριο από αυτή. Έτσι, πχ, από ένα θερμοκήπιο ή εκκοκκιστήριο ή έναν αμπελώνα σε μια απομακρυσμένη περιοχή, ό,τι απομένει μπορεί να ξηρανθεί, να γίνει η αεριοποίησή του και να παραχθεί τοπικά ηλεκτρική ενέργεια και θερμότητα, πχ, για τα θερμοκήπια, κάτι που δεν έχει καμία αρνητική επίδραση στο περιβάλλον. Η αεριοποίηση, βέβαια, είναι ακριβότερη από την καύση.

 

 

Η παλιρροϊκή/κυματική ενέργεια, από τα κύματα της θάλασσας. Η μορφή αυτή ενέργειας έχει το πρόβλημα ότι είναι πάρα πολύ ασταθής, μπορούμε να έχουμε πολύ μεγάλη μεταβολή ακόμα και στη διάρκεια της ίδιας ημέρας.

 

 

Η αβαθής γεωθερμία, με την οποία εκμεταλλευόμαστε τη θερμοκρασία του εδάφους. Στα 50 μέτρα κάτω από την επιφάνεια, το έδαφος έχει τη μέση θερμοκρασία του αέρα στη διάρκεια του έτους. Προτείνω λοιπόν σε όλους όσοι χτίζουν μια μονοκατοικία, να σκεφτούν να εγκαταστήσουν την υποδομή για την αβαθή γεωθερμία, μέσω της οποίας επιτυγχάνεται οικονομία της τάξης του 80%. Για την κάλυψη των αναγκών ενός σπιτιού 200 τ.μ χρειάζεται να αξιοποιηθεί υπογείως μια έκταση εδάφους περίπου 100 τ.μ.

 

 

 

Ερ.: Κατά ορισμένους, η Ελλάδα θα μπορούσε να γίνει η «Σαουδική Αραβία» των ΑΠΕ. Ποια είναι τα πλεονεκτήματά της;

 

Απ.: Η Ελλάδα έχει πλούσιο αιολικό και ηλιακό δυναμικό, είμαστε ευλογημένοι ειδικά σε ορισμένες περιοχές της χώρας, όπου υπάρχει διπλάσια ή και τριπλάσια ηλιοφάνεια σε ενέργεια ανά τμ ετησίως σε σχέση με την Κεντρική Ευρώπη. Στα δε νησιά έχουμε ένα εντυπωσιακά καλό αιολικό δυναμικό, είτε μιλάμε για την Κρήτη είτε για τη Νότια Εύβοια είτε για τις Κυκλάδες. Η Κρήτη έχει επίσης περίπου 220-250 ημέρες ηλιοφάνειας ανά έτος. Η Βόρεια Ελλάδα γύρω στις 150-180, που ναι μεν είναι λιγότερες απ΄ ότι στην Κρήτη, αλλά και πάλι είναι πολύ περισσότερες από την Ευρώπη. Στα αιολικά, η Νότια Εύβοια έχει (σε περιοχές όπως η Κάρυστος και το Μαρμάρι) εντυπωσιακό μέσο αιολικό δυναμικό, της τάξης των 10 μέτρων ανά δευτερόλεπτο (m/s) στη διάρκεια ενός έτους. Επίσης, έχει τον Βοριά, που είναι ένας πολύ σταθερός άνεμος.

Βέβαια, υπάρχουν και μειονεκτήματα. Για παράδειγμα, δεν έχουμε μεγάλες ελεύθερες εκτάσεις όπως η Αριζόνα ή το Τέξας ή και περιοχές της Ισπανίας. Υπάρχει λοιπόν ανταγωνισμός για τη χρήση της γης. Τα διλήμματα που εκφράζονται συχνά εξαιτίας αυτού του ανταγωνισμού είναι: ανεμογεννήτριες ή τουρισμός; Φωτοβολταϊκά ή γεωργική παραγωγή; Όλα λοιπόν χρειάζονται πολύ προσεκτικό σχεδιασμό για να υπάρχει ισορροπία και ανταποδοτικά οφέλη για τις τοπικές κοινωνίες, ώστε ένα κομμάτι της αξίας της επένδυσης να γυρίζει στην τοπική κοινωνία. Όταν δεσμεύεις μια μεγάλη έκταση, η κοινωνία πρέπει να βλέπει άμεσα τα οφέλη. Εφαρμόζοντας ένα τέτοιο σχέδιο, που προβλέπει ότι ένα κομμάτι της αξίας της επένδυσης περνά στην τοπική κοινωνία, μπορούμε να ενισχύσουμε τη συνεισφορά των ΑΠΕ στο δυναμικό μας και να πετύχουμε και τα τρία: προστασία του περιβάλλοντος και όφελος για την οικονομία και την κοινωνία.

 

 Ό,τι δεν αποθηκεύεις, χάνεται -κι ας το έχεις σε αφθονία

 

 Ερ.: Η Ελλάδα έχει συνεπώς πολύ μεγάλο δυναμικό σε ΑΠΕ. Τι είναι αυτό που την εμποδίζει να γίνει 100% πράσινη ενεργειακά;

 Απ.: Γενικά, δεν έχουμε πρόβλημα δυναμικού στις ΑΠΕ. Μπορούμε να βάλουμε φωτοβολταϊκά ή ανεμογεννήτριες σε μια περιοχή όπως ο κάμπος του Κιλκίς και να τροφοδοτήσουμε όλη τη χώρα. Το πρόβλημα είναι ότι δεν μπορούμε να ελέγξουμε την παραγωγή. Με απλά λόγια, το βράδυ ή όταν βρέχει δεν μπορούμε να φτιάξουμε ενέργεια. Άρα, το μεγάλο θέμα και στοίχημα παγκοσμίως είναι το πού θα αποθηκεύουμε την ενέργεια όταν πλεονάζει, όταν έχουμε πολύ ήλιο ή ισχυρούς ανέμους. Αυτό είναι το κλειδί για να μπορέσουμε να βάλουμε περισσότερη πράσινη ενέργεια στο ενεργειακό μας ισοζύγιο κι αυτό δεν αφορά μόνο την Ελλάδα, αλλά είναι παγκόσμιο ζήτημα.

 

Η Κρήτη για παράδειγμα, έχει πολύ καλό αιολικό δυναμικό, αλλά δεν συνδέεται με το υπόλοιπο δίκτυο, άρα δεν μπορούμε να βάλουμε κι άλλα αιολικά εκεί, για να εξυπηρετήσουμε περισσότερες περιοχές της χώρας. Συνεπώς, διασυνδέουμε το νησί για να αντλήσουμε από το καλό αιολικό δυναμικό του Αιγαίου, δεδομένου ότι τοπικά δεν μπορείς να καταναλώσεις την ενέργεια όταν πλεονάζει, αφού δεν μπορείς να την αποθηκεύσεις.

Θα πρέπει λοιπόν να βρούμε έναν τρόπο να αποθηκεύουμε την ενέργεια. Ένας τρόπος θα μπορούσε να είναι οι μπαταρίες, αλλά στις μπαταρίες έχεις πρόβλημα χωρητικότητας, δεν μπορείς να «βάλεις» όλη τη χώρα, όλα τα αυτοκίνητα, όλη τη βιομηχανία σε μπαταρίες. Ένας άλλος τρόπος -επίσης δύσκολος- θα ήταν το νερό που πέφτει από τις υδατοπτώσεις να το επιστρέφεις πίσω στον ταμιευτήρα. Αυτό θα μας χρειαζόταν κυρίως το καλοκαίρι, που η ροή των νερών λιγοστεύει, αλλά το καλοκαίρι θέλουμε περισσότερο νερό για να ποτίζουμε, άρα δεν υπάρχει αρκετό νερό για να το ξαναγυρίσεις στον ταμιευτήρα.

 

 Ερ.: Ποια θα μπορούσε λοιπόν να είναι η λύση για την αξιοποίηση της πλεονάζουσας ενέργειας από ΑΠΕ;

 Απ.: Στην πραγματικότητα, η μόνη αειφορική λύση, κατά τη γνώμη μου, είναι η παραγωγή αειφορικών καυσίμων, όπως το υδρογόνο, π.χ, από τα φωτοβολταϊκά, που θα το βάζαμε στο δίκτυο φυσικού αερίου για να το χρησιμοποιήσουμε σε σπίτια ή αυτοκίνητα. Ή η αμμωνία. Ή το να περάσουμε σε μια επόμενη τεχνολογία, που είναι η δέσμευση διοξειδίου του άνθρακα από την ατμόσφαιρα, ώστε σε συνάρτηση με το υδρογόνο, να φτιάχνουμε υγρά καύσιμα, όπως η βενζίνη, το πετρέλαιο ή η μεθανόλη, αλλά από τις ΑΠΕ.

 

Ερ.: Η παραγωγή αειφορικών καυσίμων απαιτεί επένδυση πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ. Το βλέπουμε στη δυτική Μακεδονία με τον σχεδιασμό που υπάρχει για την παραγωγή υδρογόνου από φωτοβολταϊκά. Είναι λοιπόν εφικτή;

 Απ.: Γενικά, όλα τα ενεργειακά έργα είναι υψηλού κόστους. Αν υποθέταμε πως δεν εκμεταλλευόμασταν το πετρέλαιο και κάποιος μας έλεγε ότι σε πέντε χρόνια πρέπει ξαφνικά όλος ο κόσμος να τροφοδοτείται με πετρέλαιο, θα λέγαμε ότι αυτό δεν γίνεται, πού να τρυπήσουμε, πού να κάνουμε δίκτυα, πού να φτιάξουμε τα τάνκερ για τη μεταφορά του, το κόστος είναι τεράστιο! Παρόλα αυτά σήμερα επενδύουμε στην εξόρυξη πετρελαίου, με την ελπίδα αύριο να αξιοποιήσουμε τους υδρογονάνθρακες.

Δεν είναι μεγαλύτερο το κόστος παραγωγής αειφορικών καυσίμων από τις ΑΠΕ. Θα έλεγα πως είναι της ίδιας τάξης μεγέθους, αλλά το πρόβλημα είναι ότι τα έργα χρειάζεται να ολοκληρωθούν σε πολύ λίγα χρόνια, ώς το 2030 όλα πρέπει να είναι έτοιμα, για να φτάσουμε στους στόχους του 2050.

Προφανώς, όταν μια τέτοια υποδομή θέλουμε να την κάνουμε μέσα σε δέκα χρόνια, το κόστος είναι τεράστιο. Ειδικά τώρα με την οικονομική κατάσταση στον δυτικό κόσμο, είναι δύσκολη η μετάβαση. Κατά τη γνώμη μου όμως, αποτελεί τεράστια ευκαιρία.

Η Ελλάδα πρέπει να πρωτοστατήσει σε αυτό το πεδίο και ήδη δεν τα πάμε άσχημα ως προς τη χρήση των ΑΠΕ. Σε συγκεκριμένες μέρες, το 40%-50% της κατανάλωσης ενέργειας προέρχεται από τις ΑΠΕ, από τις οποίες μπορούμε να παράγουμε αειφορικά καύσιμα. Πιστεύω βαθύτατα πως χρειάζεται να πρωτοστατήσουμε και στην παραγωγή αειφορικών καυσίμων. Ένας λόγος είναι ότι έχουμε πάρα πολύ καλό δυναμικό, που δεν υπάρχει στη Βόρεια Ευρώπη -εκεί υπάρχει η τεχνολογία, αλλά όχι το δυναμικό. Ένας δεύτερος λόγος είναι ότι αυτό θα μπορέσει να αποτελέσει πολύ καλή διέξοδο για την ελληνική ναυτιλία, η οποία ψάχνει ποια θα είναι τα καινούργια καύσιμα που θα πρέπει να χρησιμοποιεί, για να συμβαδίσει με τους στόχους (υπάρχει στόχος για μείωση αερίων θερμοκηπίου κατά 70% από τη ναυτιλία το 2050)

Θεωρώ ότι οι Έλληνες εφοπλιστές, μαζί με χορηγίες, δημόσιο χρήμα και χρήμα από το Ταμείο Ανάκαμψης, μπορούν να λειτουργήσουν ως μια κρίσιμη μάζα της οικονομίας, που μπορεί να πρωτοστατήσει σε παγκόσμιο επίπεδο στο πεδίο της παραγωγής αειφορικών καυσίμων. Αποτελεί μια εξαιρετική επενδυτική ευκαιρία για ανθρώπους με τα απαραίτητα κεφάλαια, να γίνουν και παραγωγοί και μεταφορείς αειφορικών καυσίμων. Και θα τα χρησιμοποιούν στα πλοία τους και θα τα μεταφέρουν.

Θεωρώ πως αν αυτό γίνει, θα είναι κομβικό σημείο αλλαγής της προοπτικής της χώρας, από άποψη οικονομική και γεωστρατηγική, μιας προοπτικής win-win. Γιατί δεν είμαστε τόσο πρόθυμοι να το κάνουμε σήμερα; Γιατί η τιμή παραγωγής της βενζίνης σήμερα είναι 0,40 ευρώ/λίτρο, ενώ των αειφορικών καυσίμων μπορεί να είναι δέκα φορές παραπάνω, περίπου 4 ευρώ/λίτρο. Ας μην ξεχνάμε όμως ότι και τα φωτοβολταϊκά μόλις δέκα χρόνια πριν είχαν πενταπλάσιο κόστος σε σχέση με σήμερα. Προφανώς κάποιος πρέπει να επωμισθεί το αρχικό κόστος, για να φανεί ότι υπάρχει το δυναμικό και η ευκαιρία και από εκεί και πέρα η Ελλάδα μπορεί να αποκτήσει πρωταγωνιστικό ρόλο και η ανάπτυξη μπορεί να διαχυθεί σε υψηλή τεχνολογία, πανεπιστήμια, ερευνητικά κέντρα κτλ.

 

 

 

Ερ.: Ποιες χώρες πρωτοστατούν σήμερα στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και πώς το κατάφεραν;

 

Απ.: Πολύ μεγάλη αξιοποίηση των ΑΠΕ υπάρχει σε Νορβηγία και Αυστρία, όπου το 80%-90% της κατανάλωσης ενέργειας προέρχεται κυρίως από υδροηλεκτρικά και δευτερευόντως από αιολικά.

Η Αυστρία και η Νορβηγία έχουν το πλεονέκτημα ότι διαθέτουν μεγάλο ορεινό όγκο με χιόνια και άρα υδατοπτώσεις και το καλοκαίρι ή όποτε υπάρχει περίσσεια, τα νερά επιστρέφουν στους ταμιευτήρες και χρησιμοποιούνται ξανά για υδροηλεκτρικά. Αυτές οι χώρες έχουν καταφέρει να αποθηκεύσουν ενέργεια (μέσω της ανακυκλοφορίας του νερού) και έτσι πρωτοστατούν στη χρήση ΑΠΕ.

Στην παραγωγή, η Δανία έχει επίσης ένα πολύ καλό μοντέλο, γιατί πέραν του ότι διαθέτει πολύ καλό αιολικό δυναμικό και μεγάλα offshore πάρκα, φτιάχνει και ανεμογεννήτριες. Μια από τις μεγαλύτερες εταιρείες παραγωγής ανεμογεννητριών παγκοσμίως είναι δανέζικη. Όταν μπορείς να παράγεις και τις συσκευές και τον εξοπλισμό για την παραγωγή της ενέργειας, τότε το μοντέλο είναι win-win.

 

 Ερ.: Ποιες είναι οι προσδοκίες για την Ελλάδα από τη μετάβαση στο νέο ενεργειακό μοντέλο της πράσινης ενέργειας; Είναι εφικτές οι μεγάλες εξαγωγές ενέργειας από ΑΠΕ;

 Απ.: Σήμερα είναι σε εξέλιξη -και πολύ ορθώς κατά τη γνώμη μου- η μεγάλη προσπάθεια για την απολιγνιτοποίηση της χώρας και την ένταξη στο δυναμικό μας των ΑΠΕ πολύ περισσότερο από ό,τι σήμερα. Παραπάνω άδειες για ΑΠΕ σήμερα δεν δίνονται, γιατί δεν μπορούμε να αποθηκεύσουμε την ενέργεια. Από τη στιγμή που θα μπορέσουμε ικανοποιητικά να αποθηκεύσουμε την ενέργεια, πιστεύω ότι η Ελλάδα μπορεί να γίνει τελείως «πράσινη».

Όλο αυτό βέβαια, χρειάζεται πολιτικούς και πολιτική που αντιλαμβάνεται το περιβάλλον και μπορεί να διαπραγματευτεί τις ευκαιρίες που δίνονται στην Ελλάδα, γιατί προφανώς δεν μπορούμε να τα κάνουμε όλα μόνοι μας, θα χρειαστούμε βοήθεια από το εξωτερικό -και οικονομική και τεχνολογική.

Εφόσον γίνουν αυτά που πρέπει, μπορούμε να γίνουμε πολύ σημαντικό κομμάτι της ενεργειακής αυτονομίας της Ευρώπης, δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι η γερμανική ΔΕΗ θα κάνει ένα πολύ μεγάλο μέρος της επένδυσης στην Κοζάνη. Είναι απόλυτα εφικτές οι μεγάλες εξαγωγές ενέργειας από ΑΠΕ. Οι αγωγοί όπως ο ΤΑΡ μπορούν να μεταφέρουν και ποσότητα υδρογόνου, ενώ υπάρχει και η ελληνική ναυτιλία, που μπορεί να προσφέρει την υποδομή για να κάνουμε αυτό το εμπόριο. Χρειάζεται να απαιτήσουμε πρόοδο και σε όλα αυτά.

  

Ερ.: Υπάρχει κάποια μορφή ΑΠΕ, που θεωρείται συγκριτικά πιο συμφέρουσα ανά περιοχή, από την άποψη του λόγου: κόστος εγκατάστασης/ενεργειακή απόδοση;

 Απ.: Η απόδοση των ΑΠΕ εξαρτάται από το πού τις εγκαθιστάς. Άρα, εκεί που έχουμε πάρα πολύ αέρα, πρέπει να υπερέχουν τα αιολικά. Στις ταράτσες τα ηλιοθερμικά. Στους ορεινούς όγκους όπου έχουμε κίνηση νερού μικρά υδροηλεκτρικά. Δεν υπάρχει τεχνολογία «silver bullet» (σ.σ. ικανή να δώσει τη λύση «με τη μία»), πρέπει πάντα να βλέπουμε το κόστος, σε σχέση με το όφελος, που εξαρτάται πολύ από το πού θα τοποθετηθούν, με βάση τις ιδιομορφίες μιας συγκεκριμένης περιοχής. Στο Αιγαίο λοιπόν, κυρίως αιολικά στις παράκτιες περιοχές. Στην Κρήτη και τη νότια Ελλάδα, ένας συνδυασμός αιολικών και φωτοβολταϊκών/ ηλιοθερμικών. Στη Μακεδονία, υπάρχει ο Βαρδάρης, ένας ισχυρός και σταθερός άνεμος με μειωμένη όμως συχνότητα τα τελευταία χρόνια, οπότε μπορούμε να έχουμε κάποια αιολικά, αλλά μιλάμε κυρίως για φωτοβολταϊκά, ιδανικά σε χέρσες εκτάσεις, σε αμμώδεις περιοχές ή σε πλαγιές, που δεν προσφέρονται για καλλιέργεια.

Συνολικά μιλώντας, η πλέον ανταγωνιστική μορφή για τις ΑΠΕ είναι σήμερα για την Ελλάδα τα φωτοβολταϊκά, από άποψη σχέσης κόστους -οφέλους. Και σε ορισμένες περιοχές όπως η Νότια Εύβοια, ίσως και τα αιολικά.

 

 

 

Ερ.: Πόσο έχει μειώσει η πρόοδος της τεχνολογίας το κόστος των εγκαταστάσεων παραγωγής πράσινης ενέργειας (πχ, φωτοβολταϊκά, ανεμογεννήτριες, αντλίες γεωθερμίας κτλ) τα τελευταία δέκα χρόνια;

 

Απ.: Το κόστος των φωτοβολταϊκών μειώθηκε κατά πέντε φορές σε σχέση με μια δεκαετία πριν. Στις ανεμογεννήτριες έχει πέσει κατά 30%-40%. Στα ηλιοθερμικά δεν έχει αλλάξει κάτι, η τεχνολογία ήταν ώριμη επί χρόνια. Και στα υδροηλεκτρικά είχαμε μόνο μικρές αλλαγές. Σήμερα όμως, όταν μιλάμε για ΑΠΕ στην Ελλάδα μιλάμε κυρίως για φωτοβολταϊκά και αιολικά, που εξαιρουμένων των μεγάλων υδροηλεκτρικών, αποτελούν το 90% του συνόλου. Με τις τιμές που έχουμε σήμερα, και τα δύο Μπορούν να είναι συμφέροντα αναλόγως περιοχής, με μικρό πλεονέκτημα για τα φωτοβολταϊκά.

  Ερ.: Πού βρισκόμαστε σήμερα ως προς τη συνεισφορά των διάφορων ΑΠΕ στο ενεργειακό μίγμα της Ελλάδας;

 Απ.: Εξαιρουμένων των μεγάλων υδροηλεκτρικών, περίπου το 50% της ενεργειακής κατανάλωσης από ΑΠΕ προέρχεται από αιολικά, γύρω στο 40% από φωτοβολταϊκά κι ένα 10% από συμπαραγωγή και μικρά υδροηλεκτρικά. Στο σύνολο της ενεργειακής κατανάλωσης στην Ελλάδα, η συμβολή των ΑΠΕ στο ενεργειακό μίγμα της χώρας σήμερα είναι 29%.