Επιστροφή στα πρωτογενή πλεονάσματα στον προϋπολογισμό το 2022 προβλέπει η έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για τα δημόσια οικονομικά (fiscal monitor) που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα.
Η έκθεση καταγράφει μεγάλη αύξηση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων της γενικής κυβέρνησης σε όλο τον κόσμο το 2020 και ιδιαίτερα στις αναπτυγμένες οικονομίες, όπου έφθασαν το 11,7% του ΑΕΠ και τις αναδυόμενες οικονομίες (9,8%), ενώ στις χώρες με χαμηλό εισόδημα τα ελλείμματα ήταν χαμηλότερα (5,5%) λόγω της μικρότερης δυνατότητας δανεισμού που είχαν αυτές. Ως αποτέλεσμα, το παγκόσμιο δημόσιο χρέος πλησίασε το 97% του ΑΕΠ στο τέλος του 2020 και αναμένεται να παραμείνει λίγο κάτω από το 100% μεσοπρόθεσμα.
Για την Ελλάδα, όπως αναφέρει το ΑΠΕ-ΜΠΕ το ΔΝΤ προβλέπει ότι φέτος θα έχει πρωτογενές έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης 6% του ΑΕΠ από 7% πέρυσι, το οποίο θα μετατραπεί το 2022 σε πλεόνασμα 0,3% και στη συνέχεια θα αυξάνεται σταδιακά για να φθάσει στο 1,5% το 2026.
Το συνολικό έλλειμμα (περιλαμβανομένων των τόκων για την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους) εκτιμάται ότι θα μειωθεί από 9,9% του ΑΕΠ πέρυσι στο 8,9% φέτος για να υποχωρήσει απότομα στο 2,6% το 2022 και στο 1,5% το 2026.
Τα δημόσια έσοδα προβλέπεται να αυξηθούν από το 48,3% του ΑΕΠ το 2020 στο 50,3% φέτος και να υποχωρήσουν τα επόμενα χρόνια σταδιακά, φθάνοντας στο 47,2% το 2026. Αντίστοιχα, οι δημόσιες δαπάνες θα αυξηθούν φέτος στο 59,1% του ΑΕΠ από 58,2% πέρυσι, για να μειωθούν απότομα στο 52,8% το 2022 και στη συνέχεια στο 48,7% το 2026.
Το δημόσιο χρέος προβλέπεται να μειωθεί φέτος στο 210,1% του ΑΕΠ από 213,1% πέρυσι, για να υποχωρήσει περαιτέρω στο 200,5% το 2022 και στο 179,6% το 2026.
Για την Ευρωζώνη, το συνολικό έλλειμμα εκτιμάται ότι θα μειωθεί στο 6,7% του ΑΕΠ φέτος και στο 3,3% το 2022 από 7,6% πέρυσι και ότι θα συνεχίζει να υποχωρεί τα επόμενα χρόνια. Το μεγαλύτερο δημοσιονομικό έλλειμμα μεταξύ των αναπτυγμένων οικονομιών κατέγραψαν οι ΗΠΑ, καθώς ανήλθε στο 15,8% του ΑΕΠ το 2020 και αναμένεται να διαμορφωθεί στα ίδια επίπεδα (15%) και το 2022.
Όσον αφορά το δημόσιο χρέος της Ευρωζώνης, διαμορφώθηκε πέρυσι στο 96,9% του ΑΕΠ και προβλέπεται να αυξηθεί στο 98,2% φέτος για να αποκλιμακωθεί στο 96,5% το 2022 και το 91,9% το 2026. Στις ΗΠΑ, το χρέος διαμορφώθηκε στο 132,8% πέρυσι και αναμένεται να κινηθεί κοντά σε αυτά τα υψηλά επίπεδα έως το 2026, οπότε προβλέπεται να διαμορφωθεί στο 134,5%.
Σύμφωνα με το ΔΝΤ, τα δημοσιονομικά ελλείμματα προβλέπεται ότι θα μειωθούν μεσοπρόθεσμα σε όλες τις χώρες, καθώς η ανάκαμψη θα αρχίσει να αποκτά δυναμική και θα ξεκινήσει η δημοσιονομική προσαρμογή. Το αποτέλεσμα αυτής της προσαρμογής θα είναι η σταθεροποίηση ή η μείωση του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ στις περισσότερες χώρες, αν και αυτό θα συνεχίσει να αυξάνεται σε κάποιες χώρες λόγω παραγόντων, όπως η γήρανση του πληθυσμού και οι ανάγκες ανάπτυξής τους.
Το Ταμείο αναγνωρίζει ότι είναι ασυνήθιστα υψηλή η αβεβαιότητα για τις δημοσιονομικές προοπτικές. Από τη μία πλευρά, αν οι εμβολιασμοί προχωρήσουν ταχύτερα από το αναμενόμενο, θα μπορούσαν να επιταχύνουν το τέλος της πανδημίας, ενισχύοντας τα δημόσια έσοδα και μειώνοντας τις ανάγκες για πρόσθετη δημοσιονομική στήριξη. Από την άλλη πλευρά, μία πιο παρατεταμένη ύφεση της οικονομίας και σύσφιξη των χρηματοπιστωτικών συνθηκών σε ένα πλαίσιο υψηλού χρέους, μία αύξηση των εταιρικών πτωχεύσεων, μία αστάθεια στις τιμές των εμπορευμάτων ή μία αύξηση της κοινωνικής δυσφορίας θα μπορούσαν να περιορίσουν την ανάκαμψη.
Το Ταμείο επαναλαμβάνει ότι η δημοσιονομική πολιτική θα πρέπει να παραμείνει ευέλικτη και υποστηρικτική έως ότου τεθεί υπό έλεγχο η πανδημία. Η ανάγκη και η έκταση στήριξης διαφέρει μεταξύ των οικονομικών και των κλάδων τους και συνεπώς οι απαντήσεις να πρέπει να είναι ειδικές σε κάθε περίπτωση. Ωστόσο, οι κυβερνήσεις θα πρέπει να δώσουν προτεραιότητα στην πιο στοχευμένη στήριξη ευάλωτων νοικοκυριών και βιώσιμων επιχειρήσεων.