Η πανδημία και τα μέτρα που ανέλαβαν οι κυβερνήσεις ανά τον κόσμο έχουν φέρει μεγάλες ανατροπές στην καθημερινή ζωή και τις συνήθειες των ανθρώπων, ιδίως στα αστικά κέντρα, σε όλον τον κόσμο. Εκατομμύρια άνθρωποι αναγκάσθηκαν να ζήσουν, να συμπεριφερθούν, να κινηθούν, να καταναλώσουν και να εργασθούν, αλλά ακόμη και να δούνε διαφορετικά τη ζωή στην πόλη τους. Μέσα σε τούτες τις πρωτόγνωρες συνθήκες εύλογα ερωτηματικά προκύπτουν: Ποιο είναι το αποτύπωμα που αφήνει η πανδημία στα αστικά κέντρα; Πώς άλλαξε το αστικό περιβάλλον και πώς θα είναι η επόμενη μέρα για τη ζωή στις πόλεις; Είναι μόνο αρνητική η κληρονομιά της καραντίνας ή έχει και σημεία που μπορεί να εκμεταλλευτεί κανείς για να κάνει τη ζωή στις μεγαλουπόλεις καλύτερη; Τι διδάγματα αντλούν οι ειδικοί και πώς φαντάζονται την καθημερινότητα μετά την επιστροφή στην «κανονικότητα»;
Μια απάντηση σε αυτά και άλλα ερωτήματα επιχειρήθηκε να δοθεί στη διαδικτυακή συζήτηση που διοργάνωσε το ΑΠΕ-ΜΠΕ την Τρίτη, 16 Μαρτίου, στις 16.00 μμ. Στη συζήτηση συμμετείχαν ο αντιδήμαρχος Αθηναίων, αρμόδιος Υποδομών και Σχεδίου Πόλεως, Βασίλης Φοίβος Αξιώτης, ο καθηγητής αρχιτεκτονικού και αστικού σχεδιασμού στο πανεπιστήμιο Πατρών, Πάνος Δραγώνας, ο γενικός διευθυντής του ελληνικού γραφείου της Greenpeace, Νίκος Χαραλαμπίδης και ο διδάκτωρ και δημιουργός εικονικών πόλεων, Κωνσταντίνος Δημόπουλος. Για λογαριασμό του ΑΠΕ-ΜΠΕ τη συζήτηση συντόνισε ο δημοσιογράφος Περικλής Δημητρολόπουλος.
Τοποθετούμενος αρχικά, ο κ. Αξιώτης τόνισε ότι ως δήμος, η Αθήνα βρίσκεται στον πυρήνα της αντιμετώπισης της κρίσης έχοντας λάβει μία σωρεία αποφάσεων τόσο για την καθαριότητα και απολύμανση των δημόσιων χώρων, όσο και της στήριξης των επιχειρήσεων, ιδίως του τριτογενούς τομέα, που έχει κτυπηθεί ιδιαίτερα από την πανδημία, ενισχύοντας τους πληττόμενους τομείς είτε οικονομικά, είτε με διάφορες απαλλαγές από δημοτικά τέλη, ώστε να εξακολουθήσουν να υπάρχουν. Ο δήμος, τόνισε, βλέπει την κρίση ως ευκαιρία, κρατώντας τα διδάγματα που εξήχθησαν είτε από τα λάθη είτε από τις ορθές αποφάσεις και γνώμονάς του είναι η χάραξη μίας πολιτικής για την αύξηση του διαθέσιμου δημόσιου χώρου, αλλά και την ενσωμάτωση των θετικών εμπειριών, που συνδέονται με τους νέους τρόπους συμπεριφοράς των πολιτών και των δημόσιων υπηρεσιών, καθώς και των διάφορων μορφών λειτουργίας τους, όπως η ψηφιοποίηση υπηρεσιών, όταν επανέλθουμε όλοι στην καθημερινή ζωή.
Από την πλευρά του, ο κ. Δραγώνας, ο οποίος ασχολείται ακριβώς με τον μετασχηματισμό των πόλεων σε κρίση, επεσήμανε εύστοχα πως το να ζούμε κρίσεις, και να αναζητούμε λύσεις, μας έχει γίνει συνήθεια. Κυρίαρχη είναι η τάση να αναζητεί η πόλη χρήματα κι όχι να θέτει σε προτεραιότητα τη ζωή του πολίτη και την ποιότητα ζωής. Το ερώτημα που θα πρέπει να θέτουμε είναι ποια είναι η κανονικότητα και εάν θα την αποκτήσουμε ποτέ. Κατά τον ίδιον, οι κύριοι στόχοι πρέπει να είναι δύο: περισσότερος καθαρός αέρας και λιγότερες μετακινήσεις. Για τον λόγο τούτο θα πρέπει να εστιασθούμε στην ανάπτυξη του πρασίνου -όχι όμως με τον συνήθη απλοϊκό, εύκολο και πρόχειρο τρόπο- και τη βελτίωση του αέρα σε κτίρια και δρόμους. Όπως επίσης και στη μείωση της μετακίνησης, όχι μέσω απαγορεύσεων, αλλά δια των κινήτρων για να χρησιμοποιούνται ήπιες μορφές μεταφοράς, όπως ποδήλατο και ΜΜΜ, στα πρότυπα της πρωτοβουλίας «της πόλης των 15’» που καλλιεργείται διεθνώς.
Παίρνοντας τη σκυτάλη ο κ. Χαραλαμπίδης και στην ερώτηση εάν μπορεί η Αθήνα να γίνει πράσινη πόλη, τόνισε πως σύμφωνα με τις εκθέσεις τόσο της Greenpeace, όσο και του ΟΟΣΑ, πρέπει να γίνει πράσινη, αλλά το ζήτημα είναι πώς θα το καταφέρει. Το θέμα είναι να μην ξεκινήσει κάτι πιλοτικό και μετά να καταλήξουμε σε ό,τι κάναμε και πριν. Όπως ανέφερε, πέρα από την πανδημία κι εν μέσω αυτής, εξακολουθούν να υπάρχουν πολλά εκατ. νεκροί από την περιβαλλοντική μόλυνση. Οι αιτίες είναι γνωστές, η ρύπανση, η μείωση της βιοποικιλότητας και θα πρέπει να αντιμετωπισθούν. Κατά τον κ. Χαραλαμπίδη, είναι απαραίτητη η συμμετοχή της κοινωνίας, σε μία σειρά ενεργειών, πχ απορρίμματα, μικροί πράσινοι χώροι στις γειτονιές, μείωση των χιλιομέτρων άσκοπης κίνησης και εάν δεν υπάρξει, τότε τα αποτελέσματα θα είναι φτωχά.
Ο κ. Δημόπουλος από την πλευρά του ανέφερε ότι δεν αρκεί η καλή διάθεση για εξορθολογισμό των λύσεων, γιατί η μία επιλογή μπορεί κάλλιστα να φέρει αντίθετο αποτέλεσμα. Αναφορικά με τις εικονικές πόλεις, πρόσθεσε πως το ενδιαφέρον ήταν πως εν μέσω πανδημίας και λοκντάουν πολλοί άνθρωποι αναζήτησαν την εικόνα και τον θόρυβο της ζωντανής πόλης μέσα από παιχνίδια (πχ Mindcraft) και την εικονική πραγματικότητα. Χάρις στη δυνατότητα ψηφιακής προσέγγισης, οι πολίτες μπορούν να διαδρούν και να προτείνουν ψηφιακά μορφές πόλης, μειώνοντας την ιδέα της ουτοπίας. Μολαταύτα, σε πολλά παιχνίδια και είδη λογοτεχνίας, εκείνο που προτάσσεται είναι η δυστοπία. Ο ίδιος εκτίμησε πως μετά την πανδημία δεν θα υπάρξει μία νέα θετική αντιμετώπιση της κοινωνικότητας, αλλά περισσότερο μία δυσμενής αντιμετώπιση της κατάστασης στο άστυ.
Όσον αφορά τα απτά παραδείγματα παρεμβάσεων στην πόλη, τα εγκαίνια του Μεγάλου Περιπάτου στο κέντρο άνοιξαν ένα μεγάλο κύκλο ερωτημάτων.
Ο κ. Αξιώτης αναφερόμενος σε αυτό, τόνισε πως ο δήμος πρώτιστα σκοπεύει στην εξυπηρέτηση του πεζού. Η δεύτερη βαθμίδα της φροντίδας του δήμου αφορά τις ήπιες μορφές κυκλοφορίας (ποδήλατα κλπ), ενώ σε τρίτη φάση εστιάζεται στα ΜΜΜ (λεωφορειολωρίδες )και σε τέταρτη μοίρα η εξυπηρέτηση όσων χρησιμοποιούν το αυτοκίνητο. Ο Μεγάλος Περίπατος συνιστά μία προσπάθεια για ανάκτηση δημόσιου χώρου και ο δήμος αποτόλμησε να υλοποιήσει κάτι που συζητείται ήδη από τη δεκαετία του ‘80 χωρίς να γίνει ποτέ τίποτε. Έναν άλλο άξονα στις αποφάσεις του δήμου αποτελεί η συμμετοχή των ίδιων των δημοτών και το θέμα του ποιος και πώς λαμβάνει τις αποφάσεις για σχεδιασμό και ανάπλαση, πέρα από την κλασσική διαδικασία διαβούλευσης. Στόχος είναι να υπάρχει εναλλακτικός τρόπος μετακίνησης και σε συνδυασμό με περισσότερο πράσινο να αποδοθεί στον πολίτη ένα ανεκτό πλαίσιο ζωής.
Στην ερώτηση για το εάν θα πρέπει να αντιμετωπισθεί πιο ριζικά η ζωή στο άστυ και εάν θα πρέπει να κινηθούμε πιο ενεργά, ο κ. Δραγώνας επεσήμανε πως η παρέμβαση που αφορά τον Μεγάλο Περίπατο εάν επιτύχει θα έχει αντίκτυπο μόνο στους τουρίστες, τους κατοίκους του κέντρου κι όσους μπορούν να κατέβουν στο κέντρο. Όμως αμείλικτο είναι το ερώτημα του πώς θα μεταβούν στο κέντρο οι ποδηλάτες από άλλες περιοχές ή εκείνοι που θέλουν να διεκπεραιώσουν μία δουλειά. Το μετρό δεν επαρκεί και το ζήτημα είναι να μπορούν οι χρήστες εναλλακτικών μέσων μετακίνησης να τα χρησιμοποιούν για να πηγαίνουν στη δουλειά, όχι μόνο για αναψυχή. Αναφέροντας το παράδειγμα του μητροπολιτικού ποδηλατόδρομου 45 χλμ στο Παρίσι, τόνισε πως θα πρέπει να γίνει σύνδεση κέντρου με προάστια και υποβαθμισμένες περιοχές, με βάση μία μεγαλύτερη κλίμακα και ριζοσπαστικές προτάσεις. Πχ η πεποίθηση ότι ποδήλατο δεν είναι μόνο αναψυχή αλλά βασικό μέσο μετακίνησης.
Ο κ. Δημόπουλος είπε ότι αν και στις εικονικές πόλεις μπορεί να υπάρξει θεωρητικά μία λύση, στην εφαρμογή της απαιτείται να υπάρχει βούληση και χρόνος. Ο εικονικός σχεδιασμός απελευθερώνει από τις δεσμεύσεις (χρήματα, απαλλοτριώσεις) όταν όμως επιστρέφουμε στην πραγματικότητα, δεν είναι δυνατόν να σχεδιασθεί επακριβώς το εικονικό μοντέλο. Το θέμα είναι πως αρκετοί δήμοι, που δεν έχουν θέσει το θέμα της τεχνολογικής αναβάθμισης γύρω από κάποιο ήπιο μέσο στο επίκεντρο, όπως πχ η Καρδίτσα, θεωρούν ότι αδικούνται και δημιουργείται δυσπιστία, η οποία δεν μπορεί να αρθεί εάν δεν υπάρξει μία μητροπολιτική σκέψη πάνω στις αναγκαιότητες. Εάν αυτές είναι προσανατολισμένες σε τουρισμό και Air B&B δεν μπορούμε να επιτύχουμε πολλά.
Αναφορικά με το πράσινο και τη μορφολογία του εδάφους για να μπορούμε να κάνουμε ποδήλατο, ο κ. Χαραλαμπίδης παρατήρησε πως η μορφολογία δεν μπορεί να αποτελεί δικαιολογία για την υστέρηση στον σχεδιασμό. Υπογράμμισε τον ανορθολογισμό στον σχεδιασμό και υλοποίηση της δημιουργίας πρασίνου και δημόσιου χώρου και πρόσθεσε ότι θα πρέπει να εξετάσουμε ποια είναι τα δίκτυα στην πόλη και το πράσινο και να το δούμε πέρα από τις τουριστικές χρήσεις, πώς λειτουργεί στην καθημερινότητα του και πώς θα βελτιωθούν οι υποδομές φροντίδας του (φυτώρια, κλαδέματα, πότισμα) και να υπάρχει ενεργός συμμετοχή των κατοίκων στη διαμόρφωση και φροντίδα σε ελεύθερους χώρους.
Παρεμβαίνοντας, ο κ. Αξιώτης πρόσθεσε πως πάντα υπάρχουν καλές προθέσεις, το πρόβλημα είναι όταν δεν φθάνουν οι πληροφορίες στον πολίτη, όπως ο υπερδημοτικός σχεδιασμός για τον ποδηλατόδρομο που ενώνει τα νότια με βόρεια προάστια. Υπογράμμισε δε, πως η πολιτική απόφαση ήταν σαφής και μέσα στην πανδημία βρέθηκε η συνθήκη για να υλοποιηθεί η προεκλογική δέσμευση του Περιπάτου, που τώρα αρχίζει να υλοποιείται γιατί εγκρίνονται τα μεγάλα έργα που συνδέονται με τη μεταμόρφωση της Αθήνας και τώρα χρειάζεται η διαβούλευση για να ενσωματωθεί ο δημότης με τον σχεδιασμό. Επεσήμανε όμως, πως υπήρξε μία υστέρηση στο επικοινωνιακό κομμάτι για το ποιός είναι ο μακροπρόθεσμος- μεσοπρόθεσμος σχεδιασμός.
Όσον αφορά το φλέγον ερώτημα εάν στο κέντρο υπάρχει χώρος για ένα μητροπολιτικό πάρκο, όπως υπάρχει σε άλλες πόλεις, ο κ. Δραγώνας ανέφερε το παράδειγμα του πάρκου στο Γουδή. Το μεγάλο πρόβλημα είναι πως διεκδικείται από πολλούς και είναι δύσκολη η οργάνωση της διαρρύθμισής του, αλλά ως προσβάσιμος πνεύμονας πρασίνου είναι πιο σημαντικός από Ελληνικό. Στην Αθήνα το πρόβλημα δεν είναι η έλλειψη χώρου, αλλά αυτοί που υπάρχουν είναι προβληματικοί, δεν έχουν σχεδιαστική ποιότητα. Αλλά και γενικότερα για το πράσινο, πώς σχεδιάζεται, πώς φυτεύεται, τα στάνταρ έχουν αλλάξει προς το ποιοτικότερο κι εμείς ασχολούμαστε με τις νερατζιές, όπως είπε. Θα περίμενε επίσης και από τον Δήμο Αθηναίων να θέτει τα πρότυπα και τις αξίες, έτσι ώστε να προσελκύει και τους κατοίκους να συμμετέχουν.
Στο σημείο αυτό, ο κ. Δημόπουλος επεσήμανε την ανάγκη για αποκεντρωμένους πυρήνες πρασίνου, που θα δίνουν σε επίπεδο γειτονιάς διέξοδο στον πολίτη ώστε να μην μετακινείται μακρύτερα. Όσον αφορά την καλαισθησία των χώρων, τόνισε πως δεν θεωρεί ότι θα πρέπει στο όνομά της να περιορίζεται η δημόσια έκφραση και να επιβάλλεται ένα αίσθημα αυταρχισμού.
Κλείνοντας, ο κ. Χαραλαμπίδης τόνισε αναφορικά με το Ελληνικό, ότι θα προτιμούσε να μοίραζε το ποσοστό πρασίνου του σε άλλες περιοχές που υπάρχει έλλειψη. Αναφέρθηκε στο παράδειγμα του Εθνικού Κήπου και τον τρόπο ελλειμματικής διαχείρισής του, όπως και του Πεδίου του Άρεως. Τόνισε, με αφορμή και το πάρκο Γουδή, πως το πράσινο δεν πρέπει να γίνεται μουσειακό, και θα πρέπει να αξιοποιείται με βάση τις ανάγκες των κατοίκων. Πρέπει το πράσινο να είναι δίπλα μας, όχι σαν χώρος εκδρομής, αλλά ως ανάγκη της βιωματικής μας πραγματικότητας.