Τους τίτλους τέλους της πιο ιστορικής ελληνικής βιομηχανίας, της Χαλυβουργικής ρίχνει η αίτηση της Εθνικής Τράπεζας για υπαγωγή της εταιρείας σε καθεστώς ειδικής διαχείρισης.
Βέβαια, το πραγματικό τέλος της εταιρείας, που ελέγχει η οικογένεια Αγγελόπουλου, είχε έρθει τουλάχιστον από τον Δεκέμβριο του 2018, οπότε ο ΔΕΔΔΗΕ έκοψε το ρεύμα λόγω ληξιπρόθεσμων χρεών άνω των 30 εκατ. ευρώ, με την παραγωγική δραστηριότητα να έχει σταματήσει πολλά χρόνια νωρίτερα, από το 2013 οπότε έσβησαν οι υψικάμινοι.
Αυτή τη φορά όμως, εάν το δικαστήριο κάνει δεκτό το αίτημα της τράπεζας, η Χαλυβουργική θα πάψει να υπάρχει ως εταιρική και νομική οντότητα και όλα τα assets της θα βγουν στο σφυρί. Η εταιρεία χρωστάει στην ΕΤΕ 343,77 εκατ. ευρώ, ενώ τα συνολικά χρέη της ανέρχονται σε 560 εκατομμύρια ευρώ.
Σκληρή απάντηση
Αυτή είναι η αιτία για την οποία η διοίκηση της εταιρείας με ανακοίνωσή της, εξαπολύει μύδρους κατά της Εθνικής Τράπεζας, σημειώνοντας ότι οι μέτοχοί της, χωρίς να έχουν λάβει οποτεδήποτε μέρισμα, έχουν εισφέρει στην επιχείρηση πάνω από 250 εκ. ευρώ από το 2003 μέχρι πρόσφατα.
«Η παύση της δραστηριότητάς της από το 2016 οφείλεται σε συνδυασμό αντικειμενικών εξωγενών παραγόντων που δεν συσχετίζονται με την διοίκηση ή τις προθέσεις των μετόχων της. Παρόλα αυτά, η εταιρεία συνέχισε να καταβάλει όλα αυτά τα χρόνια κανονικά τη μισθοδοσία, υλοποίησε πρόγραμμα εθελούσιας εξόδου με την καταβολή συνολικού ποσού 6 εκατ. ευρώ και τέλος, εκπληρώνει μέχρι σήμερα κανονικά τις υποχρεώσεις της προς το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία.
Έναντι των δανειστών της και ιδίως της Εθνικής Τράπεζας, η διοίκηση και οι φορείς της εταιρείας ήταν πάντοτε συνεργάσιμοι, υποβάλλοντας προτάσεις αναδιάρθρωσης του δανεισμού της καθώς και επιχειρηματικά σχέδια. Η ανταπόκριση από πλευράς της Τράπεζας ήταν ανύπαρκτη έως εχθρική, με πρωταγωνιστή τον Διευθύνοντα Σύμβουλο της Τράπεζας, Παύλο Μυλωνά. Υπενθυμίζουμε εδώ ότι ο κ. Π. Μυλωνάς είχε πρόσφατα (Ιανουάριος 2020) δηλώσει στον τύπο ότι η χώρα δεν χρειάζεται την Χαλυβουργική, σιωπώντας επιλεκτικά για τις εξίσου υπερχρεωμένες και υπολειτουργούσες εταιρείες του ανταγωνισμού. Υπό το φως των εξελίξεων, η παραπάνω δήλωση αξιολογείται πλέον διαφορετικά, αφού προδίδει προετοιμασία και σχεδίασμό που οδήγησε στην τάχα αναγκαία απόφαση της ειδικής διαχείρισης.
Η Εθνική Τράπεζα έσπευσε να καταθέσει την αίτηση για την υπαγωγή της Χαλυβουργικής σε ειδική διαχείριση, μόλις 2 μέρες πριν την κατάργηση της σχετικής διαδικασίας από τον νέο πτωχευτικό νόμο.
Μάλιστα, η κατάθεση της αίτησης έγινε με προκλητικό τρόπο στις 24-2-2021, ενώ ίσχυε η απαγόρευση κατάθεσης δικογράφων που δεν συνοδεύονται από αίτημα προσωρινής διαταγής (Κ.Υ.Α. 9147/10-2-2021) λόγω του Covid-19!» αναφέρει.
Και προσθέτει: «Όμως η διαδικασία της ειδικής διαχείρισης απευθύνεται σε εταιρείες «εν λειτουργία» που δεν υφίσταται εν προκειμένω, ενώ για να είναι αποτελεσματική για την Τράπεζα, θα πρέπει να υπάρχουν ενδιαφερόμενοι επενδυτές. Διαφορετικά, είναι μάταιη και αδιέξοδη. Ποιος είναι λοιπόν ο επενδυτής στον οποίο προσβλέπει ο κ. Μυλωνάς; Αναμένουμε με τεράστιο ενδιαφέρον την αποκάλυψη του ονόματος. Γιατί επιλέχθηκε η διαδικασία αυτή παρά το γεγονός ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του νόμου;
Ήδη από το 2017, τα προβλήματα (περιβαλλοντικά, αδειών κλπ.) των εγκαταστάσεων της ΧΑΛΥΒΟΥΡΓΙΚΗΣ έχουν γίνει εγκαίρως γνωστά στην Τράπεζα, ενώ έχει τεθεί μεταξύ άλλων υπόψη της εμπεριστατωμένη γνωμοδότηση από την οποία προκύπτει ότι με την επιλογή της ειδικής διαχείρισης χάνονται οριστικά υφιστάμενες εδώ και δεκαετίες διοικητικές άδειες για τη χρήση π.χ. των λιμενικών εγκαταστάσεων. Είναι σαφές επομένως ότι η ειδική διαχείριση όχι μόνο δεν είναι λύση, αλλά οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην απόλυτη απαξίωση και καταστροφή της επιχείρησης» σημειώνεται στην ανακοίνωση.
Η αρχή και το τέλος
Όσο ένδοξη ήταν η άνοδος τόσο ταπεινωτική είναι η πτώση της Χαλυβουργίας, με τη δυναστεία των Αγγελόπουλων να έχει απασχολήσει πλείστες φορές τα μέσα για τις ενδοοικογενειακές έριδες. Πρώτα αυτή μεταξύ του Θεόδωρου και Κωνσταντίνου Αγγελόπουλου για το μοίρασμα της περιουσίας στο οποίο είχε προχωρήσει το 1998 ο πατέρας τους Παναγιώτης Αγγελόπουλος το 1998. Στον Κ. Αγγελόπουλο «έδωσε» τις επιχειρήσεις εντός Ελλάδας, όπως τη Χαλυβουργία και στον Θόδωρο τη δραστηριότητα στο εξωτερικό. Ωστόσο, ο Κωνσταντίνος θεωρούσε τον εαυτό του αδικημένο, ενώ υποστήριζε ότι ο αδερφός του είναι και κακός διαχειριστής της περιουσίας. Κι έπειτα, τα τελευταία χρόνια, ακολούθησε η διαμάχη μεταξύ των γιών Παναγιώτη και Γιώργο με τον πατέρα τους Κωνσταντίνο, τον οποίο θεωρούσαν ότι επηρέαζε το οικογενειακό του περιβάλλον, η δεύτερη σύζυγός του, σε βάρος των συμφερόντων τους. Γι’αυτό και λόγω μίας σπάνιας ασθένειας του πατέρα τους, ζήτησαν κι πέτυχαν τον ορισμό δικαστικού συμπαραστάτη.
Ποια όμως, είναι η άνοδος και η πτώση της εταιρείας;
Η ιστορία της ΧΑΛΥΒΟΥΡΓΙΚΗΣ αρχίζει το 1925, όταν οι ιδρυτές της Θ. Αγγελόπουλος και τα παιδιά του Δημήτρης, Παναγιώτης και Γιάννης, ξεκίνησαν να ασκούν εμπόριο ειδών σιδήρου. Ο μεγαλύτερος αδελφός τους Άγγελος, ακολούθησε πανεπιστημιακή σταδιοδρομία ως καθηγητής των οικονομικών επιστημών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και διετέλεσε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.
Το 1932 όμως, εγκαθιστούν ένα εργοστάσιο παραγωγής ειδών συρματουργίας, στην οδό Πειραιώς 197, με την επωνυμία Ελληνικά Συρματουργεία Θ.Α. Αγγελόπουλος & Υιοί και περνούν έτσι στον κλάδο της μεταποίησης. Τα παραγόμενα σύρματα αποτελούν και την πρώτη ύλη για να παραχθούν γαλβανισμένα συρματοπλέγματα, καρφιά και πεταλόκαρφα.
Η δραστηριότητα αυτή συνεχίζεται στην ίδια περιοχή μέχρι το 1938. Τότε εγκαθίστανται μικροί ηλεκτρικοί κλίβανοι των 6-8 τόνων οι οποίοι παράγουν χάλυβα, ο οποίος στη συνέχεια διαμορφώνεται στις τότε εγκαταστάσεις ελάστρων σε χάλυβα οπλισμού σκυροδέματος. Η προσπάθεια αυτή σταματά με τον πόλεμο και την κατοχή.
Μετά την απελευθέρωση αρχίζει νέα επιχειρηματική δραστηριοποίηση με την σύσταση Ανωνύμου Εταιρείας, η οποία είναι από τότε γνωστή ως ΧΑΛΥΒΟΥΡΓΙΚΗ AE. Το 1951 οι δραστηριότητες μεταφέρονται στην Ελευσίνα και το 1953 αρχίζει η λειτουργία ηλεκτρικών κλιβάνων των 20 τόνων.
Το 1958 εγκαθίσταται ένας κλίβανος Siemens Martin των 40 τόνων, ενώ διακόπτεται η λειτουργία των μικρών κλιβάνων της οδού Πειραιώς.
Προς το τέλος όμως της δεκαετίας του 50 οι απαιτήσεις της αγοράς σε χάλυβα αυξάνονται με την εντατική ανοικοδόμηση της χώρας και τότε αρχίζουν να παρουσιάζονται σοβαρά προβλήματα, γιατί δέκα χρόνια μετά τον εμφύλιο, τα παλιοσίδερα (το λεγόμενο κατηγορία scrap), που αποτελούσαν την πρώτη ύλη για την παραγωγή του χάλυβα, αρχίζουν να σπανίζουν και δε φτάνουν να ικανοποιήσουν τα χαλυβουργεία μας. Για εισαγωγή παλαιοσιδερικών από το εξωτερικό δε γίνεται λόγος, γιατί το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται και στην ευρωπαϊκή και τη διεθνή αγορά.
Τότε λαμβάνεται μια μεγάλη και ριψοκίνδυνη απόφαση και μπαίνει σε εφαρμογή το σχέδιο καθετοποίησης της παραγωγής. Έτσι, το 1961 θεμελιώνεται η πρώτη υψικάμινος στη χώρα μας. Δύο χρόνια αργότερα αποπερατώνεται η εγκατάσταση της πρώτης και ταυτόχρονα ξεκινάει και η κατασκευή της δεύτερης υψικαμίνου.
Παράλληλα ετοιμάζεται το χαλυβουργείο, όπου ο παραγόμενος στις υψικαμίνους χυτοσίδηρος μετατρέπεται μέσα σε σύγχρονους μεταλλάκτες LD και με την εμφύσηση καθαρού οξυγόνου σε χάλυβα. Η ανάγκη χρήσης καθαρού οξυγόνου οδηγεί και στην εγκατάσταση 3 μονάδων παραγωγής του αερίου αυτού, παραγωγικής ικανότητας 7500 – 8000 κυβικών μέτρων την ώρα.
Στις 27 Ιουνίου του 1963 αρχίζει η παραγωγή χυτοσιδήρου και χάλυβα από σιδηρομετάλλευμα.
Στο διάστημα 1963-75 ακολουθεί και η δεύτερη υψικάμινος, η οποία ανεβάζει τη συνολική δυναμικότητα σε πάνω από 1 εκατομμύριο τόνους χυτοσιδήρου το χρόνο, ενώ ολοκληρώνεται η εγκατάσταση και μπαίνουν σε λειτουργική διαδικασία μία μονάδα παραγωγής κωκ για τις ανάγκες της υψικαμίνου και μία μονάδα ελασματουργείου για την παραγωγή θερμής και ψυχρής έλασης χαλυβδοφύλλων σε ρόλους και φύλλα.
Από το 1977 αρχίζει και η παράλληλη λειτουργία της νέας μονάδας τριών ηλεκτρικών κλιβάνων των 100 τόνων.
Το 1981 – 82 ολοκληρώνεται η εγκατάσταση μιας νέας υπερσύγχρονης μονάδας παραγωγής χαλυβδοφύλλων ψυχρής έλασης σε ρόλους και φύλλα.
Τα προϊόντα της ΧΑΛΥΒΟΥΡΓΙΚΉΣ εξυπηρετούν τις ανάγκες της Ελληνικής αγοράς χάλυβα, αλλά και αγορών του εξωτερικού, δεδομένου ότι ο εξαγωγικός προσανατολισμός της εταιρείας είναι ήδη σημαντικός. Τα προϊόντα της εταιρείας εξάγονται σε διάφορες χώρες (από τη γειτονική Ιταλία έως τη μακρινή Ιαπωνία) και συνοδεύουν την καλή φήμη που ακολουθεί την εταιρεία και τα προϊόντα της.
Το 2003, ολοκληρώνεται η πρώτη φάση της επένδυσης αξίας 150.000.000 € και ξεκινά η λειτουργία των νέων παραγωγικών εγκαταστάσεων πρωτοποριακής τεχνολογίας. Το Σύστημα Διαχείρισης Ποιότητας της Χαλυβουργικής, πιστοποιείται κατά το πρότυπο ΕΛΟΤ EN ISO 9001:2000.
Το 2006, το Σύστημα Περιβαλλοντικής Διαχείρισης της ΧΑΛΥΒΟΥΡΓΙΚΉΣ, πιστοποιείται κατά το πρότυπο ΕΛΟΤ EN ISO 14001:2004. Παράλληλα, ολοκληρώνεται η δεύτερη φάση της επένδυσης, ύψους 100.000.000 €, με την λειτουργία του δεύτερου υπερσύγχρονου ελασματουργείου καθώς και δύο νέων μονάδων παραγωγής πλεγμάτων στο εργοστάσιο Ελευσίνας, οι οποίες εξασφαλίζουν στην Χαλυβουργική ετήσια παραγωγική ικανότητα ύψους 1.000.000 τόνων, ενώ επίσης, κατασκευάζονται και νέοι, υπερσύγχρονοι αποθηκευτικοί χώροι.
Το 2007, πραγματοποιείται μια νέα επένδυση σε μια μονάδα παραγωγής “Spooler” η οποία παρέχει τη δυνατότητα παραγωγής προϊόντων χάλυβα οπλισμού σκυροδέματος σε ειδικού τύπου κουλούρες, διεθνώς γνωστές ως “Compact Rebar Coils”. Αποτελεί την πρώτη μονάδα αυτού του τύπου που εγκαθίσταται στην Ελλάδα, γεγονός που καθιστά τη ΧΑΛΥΒΟΥΡΓΙΚΗ τον πρώτο και μοναδικό παραγωγό τέτοιου τύπου προϊόντων χάλυβα οπλισμού σκυροδέματος στη χώρα μας.
Τα μετέπειτα χρόνια, θα ακολουθήσει η κατάρρευση των δημόσιων και ιδιωτικών έργων που είχε ως αποτέλεσμα τη συρρίκνωση της ζήτησης για χάλυβα. Το 2013 η παραγωγική δραστηριότητα διακόπηκε, ακολούθησε η αδυναμία πληρωμής των τραπεζικών δανείων και φέτος ήρθε η αίτηση για υπαγωγή σε ειδική διαχείριση.
Έργα με σφραγίδα ΧΑΛΥΒΟΥΡΓΙΚΗΣ
Η αξιοπιστία της ΧΑΛΥΒΟΥΡΓΙΚΗΣ, το μέγεθος, η εμπειρία και η υψηλή ποιότητα των προϊόντων χάλυβα που παράγει, πιστοποιούνται μέσα από την επιλογή και συμμετοχή της εταιρείας στα μεγαλύτερα έργα που υλοποιήθηκαν στη χώρα, σύμφωνα με όσα αναφέρουν στελέχη της διοίκησης και παραθέτει και η εταιρεία στην ιστοσελίδα της.
Πιο συγκεκριμένα, η ΧΑΛΥΒΟΥΡΓΙΚΗ είχε μείζονα συμμετοχή στα μεγάλα έργα υποδομής που έγιναν τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας, όπως οι μεγάλοι οδικοί άξονες, Π.Α.Θ.Ε., Αυτοκινητόδρομος Μορέας (Κόρινθος-Τρίπολη-Καλαμάτα), Ολυμπία οδός, Ιόνια Οδός, Αυτοκινητόδρομος Κεντρικής Ελλάδος (Ε-65), το Μετρό Αθηνών, κ.α.
Ακόμη, η ΧΑΛΥΒΟΥΡΓΙΚΗ υπήρξε ο κύριος προμηθευτής Χάλυβα Οπλισμού Σκυροδέματος στα μεγαλύτερα ιδιωτικά έργα της τελευταίας δεκαετίας όπως τα Costa Navarino Resort, McArthurGlen Athens, Karela Office Park, Κέντρο Πολιτισμού του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος, κ.α.
Επίσης, παλαιότερα έργα αναφοράς όπως το λιμάνι της Πάτρας, το Ολυμπιακό Στάδιο, το Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας, η Γέφυρα της Χαλκίδας, η Εθνική οδός Αθηνών – Κορίνθου, ο Διεθνής Αερολιμένας Ελευθέριος Βενιζέλος, η Εγνατία Οδός, η Αττική Οδός, η γέφυρα Ρίου- Αντιρρίου, το Ολυμπιακό Χωριό καθώς και άλλα Ολυμπιακά έργα, αποτελούν ξεχωριστά δείγματα της καταλυτικής παρουσίας και προσφοράς της εταιρείας στον τόπο.
Η ΧΑΛΥΒΟΥΡΓΙΚΗ και ιδίως το εργοστασιακό συγκρότημα της Ελευσίνας αποτέλεσε για χρόνια το «καμάρι» της Ελληνικής Βιομηχανίας, καθώς ανήκει στη λεγόμενη «βαριά» βιομηχανία για την οποία η χώρα μας δεν φημίζεται. Παρότι στην πραγματικότητα κάνει μεταποίηση, αφού ανακυκλώνει σκραπ, θεωρείται πρωτογενής παραγωγή αφού παράγει πρώτη ύλη για δεκάδες άλλες επιχειρήσεις.
Η ύπαρξη των κλιβάνων της ΧΑΛΥΒΟΥΡΓΙΚΗΣ πέρασε μάλιστα στο συλλογικό λαϊκό υποσυνείδητο ως κάτι μοναδικό, λόγω του μεγέθους τους – ως το πιο κοντινό στις φωτιές της Κόλασης, εν Ελλάδι. Οι μονάδες καύσης υψηλής ισχύος χρησιμοποιήθηκαν ακόμη και από την Ελληνική Αστυνομία (και της Χωροφυλακή και της Αστυνομία Πόλεων, πριν από αυτή) για την καύση και καταστροφή μεγάλων ποσοτήτων ναρκωτικών. Αξίζει να σημειωθεί ότι εκεί, στους κλιβάνους της ΧΑΛΥΒΟΥΡΓΙΚΗΣ, επέλεξε η ελληνική Πολιτεία να δώσει ένα συμβολικό τέλος σε μια δραματική περίοδο της χώρας: εκεί «κάηκαν», καταστράφηκαν οριστικά, με ρίξιμο «στην πυρά» οι φάκελοι φρονημάτων και αντικαθεστωτικής δράσης του εμφυλίου πολέμου και των αντιστασιακών της Χούντας, οι λεγόμενοι «φάκελοι της Ασφάλειας».