Στα 15 δισ. ευρώ ανέρχονται οι απώλειες στην ελληνική οικονομία από τις μειωμένες τουριστικές εισπράξεις το 2020 λόγω της κρίσης του κορονοϊού, σημειώνει η Εθνική Τράπεζα σε ανάλυση της.
Σύμφωνα με τους αναλυτές της ΕΤΕ, με τη ματιά πλέον στην ερχόμενη θερινή περίοδο, ο τουριστικός τομέας είναι στο προσκήνιο ως ο κλάδος που έχει δεχθεί το εντονότερο πλήγμα από τη συνεχιζόμενη πανδημία (η οποία ανέκοψε την ισχυρά ανοδική πορεία των τουριστικών ροών στην Ελλάδα κατά την τελευταία 8ετία). Καθώς η υγειονομική κρίση δημιουργεί νέες τάσεις στην επιλογή ταξιδιωτικών προορισμών (απαιτώντας ανταγωνιστικές υπηρεσίες σε όρους ασφάλειας και ποιότητας), διαρθρωτικά ζητήματα των ελληνικών ξενοδοχείων (κυρίως η έμφαση στο μοντέλο μαζικού τουρισμού) ανάγονται σε άμεσες στρατηγικές προτεραιότητες. Στη νέα μελέτη της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας i) διερευνώνται οι προκλήσεις των ελληνικών ξενοδοχείων στην μετά κορονοϊού εποχή, ενώ παράλληλα ii) εξετάζονται οι απαραίτητες ενέργειες που θα καταστήσουν τον κλάδο ανταγωνιστικό στις νέες συνθήκες, υπό το πρίσμα του Σχεδίου Ανάκαμψης για την Ελληνική Οικονομία .
Η πανδημία που προκλήθηκε από τον covid-19 και τα μέτρα που λήφθηκαν για την αντιμετώπισή της έπληξαν την τουριστική βιομηχανία, έναν από τους σημαντικότερους σε συμβολή κλάδους της ελληνικής οικονομίας (με τις τουριστικές εισπράξεις να καλύπτουν το ¼ των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών). Ειδικότερα, ο κύκλος εργασιών των ελληνικών ξενοδοχείων σχεδόν μηδενίστηκε στο τρίμηνο Απριλίου-Ιουνίου 2020, ενώ στο καλύτερο δίμηνο της φετινής περιόδου (Αυγ.-Σεπτ.) σημείωσε πτώση της τάξης του 60% (-35% για τα ξενοδοχεία που λειτούργησαν), έναντι μέσης πτώσης 12% στον λοιπό επιχειρηματικό τομέα. Βάσει αυτής της δυσμενούς εικόνας, η ζήτηση του κλάδου αναμένεται να σημειώσει ετήσια πτώση της τάξης του 75% (-80% από το εξωτερικό και 45% από την Ελλάδα), οδηγώντας σε απώλειες τουριστικών εισπράξεων της τάξης των €15 δις για την ελληνική οικονομία το 2020.
Όπως αποτυπώνεται στα ευρήματα της έρευνας της ΕΤΕ σε μικρομεσαία ξενοδοχεία, το μεγαλύτερο πλήγμα από την πανδημία δέχτηκαν τα νησιά, κυρίως λόγω υψηλής εξάρτησης από τουρίστες εξωτερικού (που λόγω περιορισμών στις διεθνείς μετακινήσεις πιέστηκαν περισσότερο). Ως θετικό σημειωνεται, ότι παρά τη σφοδρότητα της κρίσης, τα νησιωτικά ξενοδοχεία έχουν ισχυρό οπλοστάσιο για τη μετάβαση στην επόμενη μέρα (δηλαδη, υγιή σε μεγάλο βαθμό χρηματοοικονομική εικόνα προ κρισης, και πρόσφατα πραγματοποιθείσες επενδύσεις αναβάθμισης ποιότητας).
Η επέλαση της πανδημίας φαίνεται να προκαλεί μεταβολές στα κριτήρια επιλογής ταξιδιωτικών προορισμών, με την παροχή ποιοτικών υπηρεσιών και την εξασφάλιση υγειονομικής ασφάλειας να αποκτά εξέχουσα σημασία (προτεραιότητα για το ½ των τουριστών στις βασικές χώρες προέλευσης). Έτσι, η νέα κανονικότητα αναμένεται να είναι αρκετά διαφορετική σε σχέση με το παρελθόν, με αυξημένο ανταγωνισμό όσον αφορά την προσέλκυση ξένων τουριστών.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Ελλάδα είναι ευκαιρία να απαγκιστρωθεί από το μοντέλο μαζικού τουρισμού που χαρακτηρίζεται από έντονα στοιχεία εποχικότητας, υψηλό ποσοστό ξενοδοχείων χαμηλής ποιότητας και εξάρτηση από πρακτορεία εξωτερικού. Ο μετασχηματισμός του κλάδου χρειάζεται επένδυση σε ποιοτικές υπηρεσίες και υποδομές, με παράλληλη προώθηση ενός ολοκληρωμένου τουριστικού προϊόντος που θα αφορά όλη τη διάρκεια του έτους. Προς αυτή την κατεύθυνση απαιτούνται ενέργειες:
Από την πλευρά των επιχειρήσεων, χρειάζεται στρατηγική στόχευση για την αύξηση πολυτελών ξενοδοχείων, δεδομένου ότι οι μονάδες 4-5 αστέρων καλύπτουν 23% των ελληνικών ξενοδοχείων, έναντι 65% στη Μεσόγειο. Αξιοσημείωτο είναι ότι η τάση αναβάθμισης είναι ήδη εμφανής, καθώς οι συγκεκριμένες κατηγορίες σημείωσαν αύξηση 57% την τελευταία δεκαετία στην Ελλάδα (με διπλασιασμό των ξενοδοχείων 5 αστέρων), έναντι μείωσης 15% σε μονάδες 1-2 αστέρων. Τα πολυτελή ξενοδοχεία μπορούν να προσελκύσουν τουρίστες υψηλής δαπάνης ενώ παράλληλα παρουσιάζουν καλύτερες επιδόσεις από χαμηλότερης ποιότητας ξενοδοχεία.
Συγκεκριμένα, φάνηκαν πιο ανθεκτικά στην τρέχουσα κρίση (με 62% του τομέα να έχει υγιή στόχευση, έναντι 27% για ξενοδοχεία 1-2 αστέρων), ενώ αναμένουν μικρότερη πτώση πωλήσεων το 2020 (35%, έναντι 50% για τα 1-2 αστέρων).
Επιτακτική κρίνεται επίσης η επίλυση διαχρονικών ζητημάτων ελλιπούς διασύνδεσης των νησιών με τους τόπους προέλευσης των τουριστών. Ειδικότερα, βάσει της έρευνας της ΕΤΕ, το 60% των ξενοδοχειακών ΜμΕ σε νησιά δηλώνει πως η διασύνδεση αποτελεί τροχοπέδη στην δραστηριότητά τους, ενώ σαν βασική ευκαιρία ανάπτυξης αναγνωρίζουν την αναβάθμιση των υποδομών λιμανιών και αεροδρομίων της χώρας. Αξιοσημείωτο είναι ότι αυτή η διαπίστωση από την πλευρά των επιχειρήσεων συμβαδίζει με τα συμπεράσματα του Σχεδίου Ανάπτυξης για τον κλάδο (έκθεση Πισσαρίδη, Νοέμβριος 2020), καθώς η αναβάθμιση υποδομών υπογραμμίζεται ως μία από τις βασικές προτεραιότητες για τη μελλοντική ανάπτυξη του κλάδου. Η «συμφωνία» ακαδημαϊκών και αγοράς για την ενδεδειγμένη κατεύθυνση που πρέπει να ακολουθηθεί παρέχει ένα καθαρό μήνυμα πολιτικής.