Ο πρόεδρος του ΟΕΕ, Κώστας Κόλλιας
Ο πρόεδρος του ΟΕΕ, Κώστας Κόλλιας
Ο πρόεδρος του ΟΕΕ, Κώστας ΚόλλιαςΠηγή Εικόνας: Κώστας Κόλλιας - theokar - Theodore Karaoulanis, economix.gr

Τα τρία προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής στην Ελλάδα (2010-2018) είναι διαφορετικά και πρέπει να αξιολογούνται ξεχωριστά. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι για οκτώ χρόνια, σημειώθηκαν σημαντικές αλλαγές από πολλές απόψεις: η σταθερότητα του οικονομικού και πολιτικού περιβάλλοντος, η επικρατούσα γνώση σχετικά με την αθέτηση χρεών, η διαθεσιμότητα μηχανισμών αντιμετώπισης της μετάδοσης και, κυρίως, η κατανόηση της ελληνικής οικονομίας, με τα όρια και τις δυνατότητές της.

Αυτά εκτιμά μελέτη των διεθνών οργανισμών CEPS και NIESR, που εκπονήθηκε μετά από ανάθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και παρουσιάστηκε σήμερα στο πλαίσιο διαδικτυακής εκδήλωσης που διοργάνωσε το Οικονομικό Επιμελητήριο Ελλάδος (ΟΕΕ).

Την παρουσίαση της μελέτης έκαναν η διευθύντρια Ερευνών του CEPS, Cinzia Alcidi, ο επικεφαλής ερευνητής του NIESR, Corrado Macchiarelli, και ο επικεφαλής οικονομολόγος του NIESR, Cyrille Leonel.

Στη συζήτηση που ακολούθησε, συμμετείχαν ο Γιάννης Στουρνάρας, διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, ο Χρήστος Σταϊκούρας υπουργός Οικονομικών, ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, πρ. υπουργός Οικονομικών, ο Ευάγγελος Βενιζέλος, πρ. αντιπρόεδρος της κυβέρνησης & πρ. υπουργός Οικονομικών και ο Γιάννης Στουρνάρας, διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος. Την εκδήλωση προλόγισε ο πρόεδρος του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδος, Κωνσταντίνος Κόλλιας ενώ συντονιστής ήταν ο δημοσιογράφος, Παύλος Τσίμας.

Στη μελέτη με τίτλο «Το μακροοικονομικό και δημοσιονομικό μονοπάτι στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής 2020 – 2018» αναφέρεται ότι η ελληνική κυβέρνηση, αφού απώλεσε την πρόσβαση στις χρηματοοικονομικές αγορές στις αρχές του 2010, ζήτησε διεθνή χρηματοδοτική βοήθεια. Η δημοσιονομική κατάστασή της, όπως αναφέρεται, ήταν μη βιώσιμη και έπρεπε να τεθεί σε εφαρμογή ένα φιλόδοξο αλλά και δαπανηρό σχέδιο προσαρμογής. Χρειάστηκαν τρία διαδοχικά προγράμματα προσαρμογής, συμπεριλαμβανομένης της ελάφρυνσης του χρέους, για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στην οικονομία και την επίτευξη πλεονασματικού προϋπολογισμού.

Το κόστος της προσαρμογής όσον αφορά την απώλεια του ΑΕΠ και άλλα οικονομικά στοιχεία, όπως η ανεργία, ήταν πολύ υψηλότερα από το αναμενόμενο. Η μελέτη, αναλύει τον μακροοικονομικό και δημοσιονομικό αντίκτυπο της προσαρμογής στην ελληνική οικονομία με τη χρήση εμπειρικής ανάλυσης της προσαρμογής των τιμών και των μισθών, προσομοιώσεις μακροοικονομικών μοντέλων και εμπλοκή των ενδιαφερόμενων μερών μέσω εστιασμένων συνεντεύξεων και ενός σεμιναρίου.

Όπως επισημαίνεται, η μείωση των δημοσίων επενδύσεων αποδείχθηκε πολύ μεγαλύτερη και πιο επίμονη από ό,τι είχε προγραμματιστεί. Οι δημόσιες επενδύσεις μειώθηκαν κατά περίπου 2% του ΑΕΠ κατά την περίοδο 2010-2011. Οι δημόσιες επενδύσεις ενδεχομένως χρησίμευαν ως μεταβλητή προσαρμογής για τη ταχύτερη βελτίωση του δημοσιονομικού ισοζυγίου, καθώς η κυβέρνηση αντιμετώπισε πολιτική πίεση για να αποτρέψει την άσκοπη μείωση του επιπέδου της δημόσιας κατανάλωσης.

Με βάση την πρώτη προσομοίωση της μελέτης σχετικά με τις επιπτώσεις, από πλευράς ζήτησης και προσφοράς, από τη μείωση των δημοσίων επενδύσεων, στην οικονομική ανάλυση υποστηρίζεται ότι ήταν οικονομικά αδόκιμο να μειωθούν οι δημόσιες επενδύσεις, δεδομένου του αντίκτυπου που είχανε στη μακροπρόθεσμη ευημερία της χώρας.

Στα συμπεράσματα της μελέτης αναφέρεται επίσης ότι ένα μεγάλο μέρος της πτώσης του ΑΕΠ και της ταυτόχρονης αύξησης του λόγου χρέους προς το ΑΕΠ μπορεί να εξηγηθεί από την απώλεια εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία. Χρειάστηκαν περίπου δέκα χρόνια για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις να επιστρέψουν στα επίπεδα εμπιστοσύνης που παρατηρήθηκαν πριν από το πρώτο πρόγραμμα.

Τονίζεται επίσης ότι διάφορες παρεμβάσεις θα μπορούσαν να βοηθήσουν στη διαμόρφωση των προσδοκιών προς μια πιο ευνοϊκή ισορροπία. Η μία είναι μια παλιότερη χρονικά αναδιάρθρωση του χρέους. Άλλο μέτρο, είναι μια προγενέστερη παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, για να ηρεμήσει τις αγορές υποσχόμενη να «κάνει ό,τι χρειάζεται» και να διασφαλίσει ότι η επιβίωση του ευρώ δεν ήταν υπό αμφισβήτηση. Θα ήταν επίσης χρήσιμο να υπήρχε ένα πιο ενωμένο μέτωπο μεταξύ ελληνικών και ευρωπαϊκών θεσμών, ότι το σχέδιο για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας του χρέους θα εφαρμοζόταν πλήρως και χωρίς καθυστερήσεις.

Η μελέτη δεν βρίσκει πειστικά στοιχεία ότι μια μακρύτερη πορεία προσαρμογής θα βελτίωνε την αντιστάθμιση μεταξύ αύξησης του ΑΕΠ και δημοσιονομικής εξυγίανσης. Παρατηρείται ότι η δημοσιονομική εξυγίανση σημειώθηκε κυρίως με τακτικό ρυθμό μεταξύ του 2010 και του 2016.

Αναφορικά με την αγορά εργασίας, στη μελέτη αναφέρεται ότι η ονομαστική αύξηση των μισθών προσαρμόστηκε σταθερά στις οικονομικές επιδόσεις, ιδίως από το 2010, ως επακόλουθο των διαπραγματεύσεων του προγράμματος. Το 2012, αναφέρει η μελέτη, οι Έλληνες υπουργοί συμφώνησαν για βαθιές περικοπές στον κατώτατο μισθό, με αντάλλαγμα για το δεύτερο πακέτο διάσωσης, επιβάλλοντας ονομαστικές μειώσεις στους κατώτατους μηνιαίους μισθούς και πάγωμα στους μισθούς του δημόσιου τομέα, υπό την προϋπόθεση ότι η ανεργία θα μειωθεί κατά περισσότερο από το μισό (από 25% σε 10%). Βέβαια, τα αποτελέσματα της εκτίμησης δείχνουν ότι η ελληνική προσαρμογή των μισθών τείνει να συμπεριφέρεται διαφορετικά από την αντίδραση του μέσου μισθού σε άλλα προγράμματα προσαρμογής που εφαρμόστηκαν μετά το 2010, αναφέρει η μελέτη.

Όπως επισημαίνεται τα αποτελέσματα χρωματίζουν μια μικτή εικόνα που απαιτεί μια βαθύτερη μελέτη της ελληνικής εμπειρίας. Ενώ στα τρία προγράμματα η πρόοδος ήταν άνιση, τα αποτελέσματα αυτής της άσκησης προτείνουν ότι σε μακροοικονομικό επίπεδο επιτεύχθηκαν τόσο οι δημοσιονομικές προσαρμογές όσο και οι προσαρμογές στην αγορά εργασίας. Αυτό, ωστόσο, προήλθε με υψηλό κοινωνικό κόστος και εις βάρος ορισμένων βασικών τομέων, όπως οι δημόσιες επενδύσεις, θέτοντας έτσι σε κίνδυνο την εμπιστοσύνη και τη μακροπρόθεσμη δυναμική της οικονομίας. Υποθέτουμε ότι εάν οι διεθνείς και οι τοπικές αρχές ενεργούσαν με συντονισμένο τρόπο νωρίτερα, ορισμένες από τις μακροοικονομικές δαπάνες θα είχαν αποφευχθεί.

Επιπρόσθετα, η μελέτη δίνει απαντήσεις σε πέντε ερωτήσεις που σχετίζονται με το ζήτημα της βιωσιμότητας του χρέους στα τρία ελληνικά προγράμματα προσαρμογής: την καταλληλότητα του DSA (ανάλυση βιωσιμότητα χρέους), την καταλληλότητα της αναδιάρθρωσης του χρέους, τον αντίκτυπο των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στο χρέος, τον αντίκτυπο του PSI στην οικονομία και την ικανότητα αποκατάστασης της πρόσβασης στις αγορές.

Είναι εύκολο, επισημαίνουν οι συντάκτες της μελέτης, να επικρίνεις τα τρία προγράμματα με βάση αυτά που γνωρίζουμε σήμερα, αφού καθένα από τα προγράμματα είχε τη λογική του, δεδομένης της διαθέσιμης πληροφορίας εκείνη την εποχή.

Τα τρία προγράμματα είναι διαφορετικά

Όπως αναφέρεται σαφώς στη μελέτη, τα τρία προγράμματα είναι διαφορετικά και πρέπει να αξιολογούνται ξεχωριστά. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι για οκτώ χρόνια, σημειώθηκαν σημαντικές αλλαγές από πολλές απόψεις: η σταθερότητα του οικονομικού και πολιτικού περιβάλλοντος, η επικρατούσα γνώση σχετικά με την αθέτηση χρεών, η διαθεσιμότητα μηχανισμών αντιμετώπισης της μετάδοσης και, κυρίως, η κατανόηση της ελληνικής οικονομίας, με τα όρια και τις δυνατότητές της.

Τη στιγμή του πρώτου προγράμματος, το 2010, το γεγονός ότι ένα κράτος-μέλος της ζώνης του ευρώ έχασε την πρόσβαση στην αγορά ήταν ένα πρωτοφανές γεγονός, αναφέρει η μελέτη. Μέχρι τη στιγμή του δεύτερου προγράμματος, η ζώνη του ευρώ είχε τουλάχιστον ένα θεσμικό όργανο για την αντιμετώπιση κρίσεων κρατικού χρέους και είχε επιτευχθεί συμφωνία σχετικά με το αναπόφευκτο της μερικής μείωσης του χρέους, αν και η μετάδοση παρέμεινε ένα σοβαρό ζήτημα. Το τρίτο πρόγραμμα ήταν απαραίτητο λόγω της υψηλής πολιτικής αστάθειας στην Ελλάδα, αλλά εκείνη την εποχή, η οικονομία της ζώνης του ευρώ είχε σταθεροποιηθεί και τα επιτόκια είχαν μειωθεί δραματικά.

Διαφορετικός ρόλος βιωσιμότητας δημοσίου χρέους

Ο διαφορετικός ρόλος που διαδραμάτισε η βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους σε καθένα από τα προγράμματα αντικατοπτρίζει τέτοιες αλλαγές, αλλά και τη σχετική συμμετοχή του ΔΝΤ και της ΕΕ/ΕΜΣ στο σχεδιασμό των προγραμμάτων προσαρμογής και την παροχή οικονομικής στήριξης, εκτιμά η μελέτη. Το ΔΝΤ και η ΕΕ αντιπροσωπεύουν διαφορετικούς οργανισμούς, οι οποίοι είχαν ουσιαστικά διαφορετικά μερίδια στην ελληνική κρίση. Αυτό επηρέασε τους όρους χρηματοδότησης και την απόφαση παροχής πρόσθετης χρηματοοικονομικής στήριξης, όπου και τα δύο είχαν αντίκτυπο στη βιωσιμότητα του χρέους.

Όπως εκτιμά επίσης η μελέτη, ο πρωταρχικός στόχος των προγραμμάτων μετακινήθηκε από την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης της αγοράς, στο πρώτο πρόγραμμα, στη σαφή βιωσιμότητα του χρέους και στη βιώσιμη πρόσβαση στην αγορά στα ακόλουθα δύο.

Η μελέτη εκτιμά ότι, το πρώτο πρόγραμμα δεν κατάφερε να αποκαταστήσει την αξιοπιστία της αγοράς. Ο σύντομος χρονικός ορίζοντας και η εμπροσθοβαρής προσαρμογή δεν είχαν ως αποτέλεσμα τη μείωση του χρέους και η αξιοπιστία δεν αποκαταστάθηκε.

Το δεύτερο πρόγραμμα, σύμφωνα με τη μελέτη, εκτροχιάστηκε σε μεγάλο βαθμό από εσωτερικές πολιτικές εκδηλώσεις. Μόνο μετά το τρίτο πρόγραμμα αποκαταστάθηκε η πρόσβαση στην αγορά για την Ελλάδα, με αποδεκτά επιτόκια. Στην πράξη, το ελληνικό χρέος ήταν, και εξακολουθεί να είναι, σε μεγάλο βαθμό στα χέρια των επίσημων δανειστών, οι οποίοι εφαρμόζουν πολύ ευνοϊκούς όρους, τόσο ως προς τη διάρκεια όσο και προς τα επιτόκια.

Συνολικά, εκτιμάται ότι οι αλλαγές στους όρους δανεισμού από τον EFSF και τον ESM είχαν θετικό αντίκτυπο στο έλλειμμα και στη βιωσιμότητα του χρέους, διευκολύνοντας την επιστροφή στις αγορές.

Τέλος, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις ήταν μια σταθερά στα τρία προγράμματα. Η αξιολόγηση της εφαρμογής και των επιπτώσεων των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων βασίζεται σε αποδείξεις καθυστερήσεων και έλλειψης πολιτικής και δημόσιας υποστήριξης.

Συμμετέχοντας στη συζήτηση που ακολούθησε ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας ανέφερε μεταξύ άλλων ότι γενικό συμπέρασμα είναι ότι οικονομικό πρόγραμμα «πανάκεια» για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης δεν υπάρχει.

Το ανά περίπτωση καταλληλότερο πρόγραμμα εξαρτάται από σειρά ενδογενών και εξωγενών, οικονομικών, κοινωνικών, πολιτικών και πολιτισμικών παραγόντων και παραμέτρων, ελεγχόμενων και μη από τη χώρα που έχει το πρόβλημα. Η επιτυχής ανάλυση αυτών, η συγκρότηση της κατάλληλης στρατηγικής και η αποτελεσματική εφαρμογή πολιτικών προσδιορίζει και το βαθμό συμβολής του προγράμματος στην υπέρβαση της κρίσης, ανέφερε.

«Κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι στο 2ο Πρόγραμμα, το 2012, διορθώθηκαν πολλά από τα λάθη και τις καθυστερήσεις του 1ου Μνημονίου. Λάθη που είχαν ως αποτέλεσμα μεγαλύτερη από την αναμενόμενη ύφεση, απόκλιση από τους στόχους, σημαντικές αστοχίες στην αποτελεσματικότητα των μέτρων, και πλήγμα στην αξιοπιστία της χώρας, αλλά και του εγχειρήματος Όπως χαρακτηριστικά σημειώνεται στην υπό συζήτηση μελέτη, το πολύ υψηλό επιτόκιο των ελληνικών ομολόγων το 2012 αποδείκνυε ότι, παρά τα 2 χρόνια προσαρμογής, οι επενδυτές είχαν χάσει την εμπιστοσύνη τους. Βέβαια, για να είμαστε δίκαιοι, τα λάθη δεν προήλθαν μόνο από την ελληνική πλευρά, αλλά και από την πλευρά των δανειστών. Κάτι που παραδέχονται και οι ίδιοι.

Επίσης, παρά τις διορθώσεις στο 2ο Πρόγραμμα, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπήρξαν και σε αυτό παραλείψεις», ανέφερε ο κ. Σταϊκούρας.

«Όπως τονίζεται και στη μελέτη, υπάρχει πλέον μια γενική συναίνεση, συμπεριλαμβανομένων των εκπροσώπων των θεσμών, ότι ο χρόνος, η ποιότητα, η διάρκεια και η ισορροπία της προσαρμογής, καθώς και οι στόχοι των προγραμμάτων, δεν ήταν απολύτως κατάλληλοι. Όμως, κατά τη διάρκεια του 2ου Προγράμματος επιμηκύνθηκε η περίοδος προσαρμογής, τροποποιήθηκε το μείγμα της δημοσιονομικής πολιτικής, μειώθηκε σημαντικά το ύψος και βελτιώθηκε το “προφίλ” του χρέους, αποπληρώθηκε το μεγαλύτερο μέρος των οφειλών του Δημοσίου, πραγματοποιήθηκαν σημαντικές διαρθρωτικές αλλαγές και ενισχύθηκε η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και υλοποιήθηκαν μειώσεις φορολογικών συντελεστών, παρά τις αντιρρήσεις των δανειστών», πρόσθεσε.

«Η υπό συζήτηση μελέτη επισημαίνει ότι στο τέλος του 2014, το ισοζύγιο του προϋπολογισμού ήταν πολύ κοντά στο προβλεπόμενο στόχο, με τη δημοσιονομική προσαρμογή να εφαρμόζεται επιτυχώς, και σύμφωνα με το σχέδιο. Δυστυχώς, εξαιτίας της δήθεν ηρωικής, γεμάτη αυταπάτες και επικίνδυνους τυχοδιωκτισμούς διαπραγμάτευσης του 1ου εξαμήνου του 2015, η κατάσταση αντί να βελτιωθεί, επιδεινώθηκε σημαντικά», ανέφερε μεταξύ άλλων, κάνοντας εκτενέστερη αναφορά στη χρονική αυτή περίοδο.

Ο πρ. υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος, από την πλευρά του, επισήμανε μεταξύ άλλων ότι η μελέτη δεν εξετάζει σε βάθος τη διερεύνηση ευθυνών ανάμεσα στα κράτη-μέλη και ειδικά στις βόρειες χώρες, αλλά ούτε των ίδιων των θεσμών. Ανέφερε ότι δεν πήγαν προς την σωστή κατεύθυνση όλες οι μεταρρυθμίσεις όλων των προγραμμάτων, προσθέτοντας ότι το ΔΝΤ είχε αποφασίσει για μείωση μισθών και συντάξεων καθώς και για το αφορολόγητο, έχοντας κάνει τις προβλέψεις του για αυτή την απόφαση. Επισήμανε επίσης ότι το κοινωνικό κόστος των προγραμμάτων ήταν πολύ μεγάλο.

Ο Ευάγγελος Βενιζέλος, πρ. αντιπρόεδρος της κυβέρνησης & πρ. υπουργός Οικονομικών επισήμανε ότι η αντιμετώπιση της σημερινής κρίσης της πανδημίας και των οικονομικών επιπτώσεων από πλευράς ΕΕ είναι αποτέλεσμα σε μεγάλο βαθμό της εμπειρίας που αποκτήθηκε από την αντιμετώπιση της ελληνικής κρίσης όταν εκείνη την περίοδο δεν υπήρχαν ακόμη οι κατάλληλοι μηχανισμοί και τα εργαλεία αντιμετώπισής της.

Η στάση των εταίρων μας την περίοδο εκείνη ήταν καλύτερη από την ρητορική τους, αλλά η ρητορική είναι εκείνη που τελικά είχε μεγάλη επιρροή και έδινε σήμα στις διεθνείς αγορές, τους οίκους αξιολόγησης κ.λπ. με ό,τι αρνητικό συνεπάγονταν αυτό, όπως είπε.

Ο κ. Βενιζέλος επισήμανε μεταξύ άλλων ότι οι σημαντικές αποφάσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο την εποχή των προγραμμάτων ήταν τελικά πολιτικές και όχι οικονομικές, τονίζοντας ότι δεν υπήρχε ουσιαστικό αντίβαρο στις αποφάσεις της Γερμανίας. Αναφερόμενος, τέλος, στην επόμενη ημέρα για την ελληνική οικονομία είπε ότι θα πρέπει να ετοιμαστούμε για αναδιάρθρωση της οικονομίας και ότι δεν θα είναι μια εύκολη περίοδος.

Από την πλευρά του ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας ανέφερε μεταξύ άλλων ότι σε γενικές γραμμές, τα προγράμματα προσαρμογής έδωσαν προτεραιότητα περισσότερο στην επίτευξη δημοσιονομικών στόχων και λιγότερο στην υλοποίηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που αυξάνουν το δυνητικό προϊόν της οικονομίας. Όσον αφορά τον χρηματοπιστωτικό τομέα, τα δυο πρώτα προγράμματα είχαν ως στόχο την αποκατάσταση της ρευστότητας και της φερεγγυότητας των τραπεζών, ενώ το τρίτο πρόγραμμα έδωσε περισσότερο έμφαση στην επίλυση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) και της βελτίωσης της κουλτούρας πληρωμών.

Τα τρία προγράμματα οικονομικής προσαρμογής συνέβαλαν αποφασιστικά στην εξάλειψη των σημαντικότερων μακροοικονομικών ανισορροπιών, στην εφαρμογή σημαντικών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, στην ευελιξία των αγορών προϊόντων και εργασίας, και στην εξωστρέφεια της ελληνικής οικονομίας. Το δημόσιο χρέος έχει αναχρηματοδοτηθεί από τους δανειακούς πόρους που διατέθηκαν από τους εταίρους της Ελλάδας στο πλαίσιο των τριών προγραμμάτων προσαρμογής με πολύ ευνοϊκούς όρους και διακρατείται σε πολύ μεγάλο ποσοστό από διεθνείς οργανισμούς (κυρίως τον ESM/EFSF, που είναι πλέον ο ευρωπαϊκός οργανισμός με τη μεγαλύτερη έκθεση στο ελληνικό δημόσιο χρέος, και δευτερευόντως το Ευρωσύστημα και το ΔΝΤ), καθώς και από κράτη-μέλη της ζώνης του ευρώ, ανέφερε επίσης.

Η σημερινή συζήτηση, όπως ανέφερε ο πρόεδρος του ΟΕΕ Κωσταντίνος Κόλλιας, δεν έχει στόχο να δικάσει ή να αποθεώσει τα μνημόνια και τις πολιτικές της περιόδου 2010-2018, αλλά να πατήσει πάνω σε συγκεκριμένα στοιχεία και να τα αναλύσει.

Στο Οικονομικό Επιμελητήριο Ελλάδος, από την πρώτη στιγμή, την εν λόγω περίοδο, επισημάνθηκε -ανέφερε ο κ. Κόλλιας- ότι το βασικό λάθος των προγραμμάτων προσαρμογής ήταν ότι έριξαν το βάρος στην αύξηση των φόρων και τη μείωση των δαπανών, και όχι στις επενδύσεις, τόσο τις δημόσιες -οι οποίες και μειώθηκαν σημαντικά-, όσο και στις ιδιωτικές, για τις οποίες ελάχιστα έγιναν σε ό,τι αφορά τη διευκόλυνσή τους.

Στο πλαίσιο της εφαρμογής των προγραμμάτων προσαρμογής, έπρεπε να εκμεταλλευτούμε την ευκαιρία και να καθιερώσουμε ένα σταθερό και απλό φορολογικό σύστημα, ευέλικτο, το οποίο θα έδινε τη δυνατότητα στους υποψήφιους επενδυτές να κάνουν μακροπρόθεσμο σχεδιασμό, χωρίς να υπόκεινται σε δυσάρεστες εκπλήξεις της τελευταίας στιγμής, πρόσθεσε. Επισήμανε επίσης ότι δεν προχωρήσαμε ως οικονομία ταχύτερα και αμεσότερα στο μείζον θέμα της μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ώστε και τα νοικοκυριά να διευκολυνθούν με ρυθμίσεις, σε μια πολύ πιεσμένη περίοδο για τα οικονομικά τους, και οι επιχειρήσεις να ανασάνουν και να επιβιώσουν -όσες είχαν πραγματική αδυναμία αποπληρωμής-, και οι τράπεζες να καθαρίσουν τους ισολογισμούς τους και να δώσουν περισσότερη ρευστότητα στην αγορά. Τα προγράμματα προσαρμογής, με τα όποια λάθη και εμμονές από πλευράς Ευρωπαίων και Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και αν εφαρμόστηκαν, συνόδευαν την οικονομική βοήθεια, που χρειάστηκε η χώρα. Μια οικονομική βοήθεια, η οποία επιβεβαίωσε -για πολλοστή φορά- τη σημασία που έχει για την Ελλάδα η παραμονή της στο ευρώ, σε μια περίοδο, μάλιστα, όπου κάποιοι, με περισσή ευκολία υποστήριζαν την έξοδο της χώρας από την Ευρωζώνη, ακόμα και από την Ευρωπαϊκή Ένωση, ανέφερε ο κ. Κόλλιας.