Του Χρήστου Ταραντίλη
Καθηγητή του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και Βουλευτή Επικρατείας της ΝΔ
Έχει αναφερθεί ότι οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα από την καύση ορυκτών καυσίμων αποτελούν τη μεγαλύτερη πηγή εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και ευθύνονται για την άνοδο της θερμοκρασίας και ακραίες φυσικές καταστροφές στον πλανήτη (Global Carbon Project, 2019).
Απέναντι σε αυτή την πρόκληση, η Ευρωπαϊκή Ένωση με την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία θέτει ως στόχο την κλιματική ουδετερότητα έως το 2050 και προτείνει τη μείωση της εκπομπής αερίων του θερμοκηπίου κατά 55% έως το 2030 σε σχέση με τα επίπεδα του 1990.
Στη χώρα μας, η παραγωγή ενέργειας από λιγνίτη συνδέεται με πληθώρα επιβαρυντικών επιπτώσεων όχι μόνο για τη δημόσια υγεία και το περιβάλλον αλλά και για την οικονομία καθώς, οι ετήσιες δαπάνες της ΔΕΗ για την αγορά δικαιωμάτων εκπομπής αερίων του θερμοκηπίου, είναι ιδιαίτερα υψηλές.
Ως εκ τούτου, η άμεση λήψη μέτρων για την ομαλή μετάβαση σε φιλοπεριβαλλοντικές τεχνολογίες αποτελεί χρέος μας και μπορεί να επιτευχθεί με την ύπαρξη ενός εθνικού σχεδίου για την ενέργεια και το κλίμα, το οποίο να διασφαλίζει τα συμφέροντα της χώρας και να εκτιμά ρεαλιστικά τις επιπτώσεις, οικοδομώντας κοινωνίες βιώσιμης ανάπτυξης.
Προς αυτή την κατεύθυνση, το Σχέδιο Δίκαιης Αναπτυξιακής Μετάβασης (ΣΔΑΜ) του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας για τις λιγνιτικές περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας και της Μεγαλόπολης, θέτει στο επίκεντρο τον άνθρωπο και το δικαίωμα για μια υγιή και παραγωγική ζωή, διασφαλίζοντας την «καθαρότερη» χρήση των διαθέσιμων πόρων και την προάσπιση της απασχόλησης.
Πρόκειται για ένα ολοκληρωμένο αναπτυξιακό σχέδιο που έχει οικοδομηθεί σε μελέτες εμπειρογνωμόνων και αξιοποιεί το ανθρώπινο δυναμικό της ΔΕΗ αλλά και καλές πρακτικές από άλλες χώρες, δίνοντας έμφαση στη συνεργασία με δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς και στον ανοικτό διάλογο με την τοπική κοινωνία.
Εξίσου σημαντικό είναι ότι, για τη στήριξη των αναγκαίων επενδύσεων, αξιοποιεί πηγές στοχευμένης εισροής κεφαλαίων για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας όπως είναι το Ταμείο Ανάκαμψης, το ΕΣΠΑ και το Πράσινο Ταμείο.
Συγκεκριμένα, σε επίπεδο περιβαλλοντικού σχεδιασμού στις λιγνιτικές περιοχές, δρομολογούνται παρεμβάσεις όπως η εξυγίανση και αποκατάσταση των εδαφών που θα αποδεσμευτούν από τη ΔΕΗ, οι επενδύσεις σε «πράσινη» ενέργεια με την άμεση κατασκευή φωτοβολταϊκού πάρκου, η αποκατάσταση των ορυχείων της ΔΕΗ, η τηλεθέρμανση, κ.α.
Επίσης, το ΣΔΑΜ προβλέπει την υλοποίηση ενός εκτεταμένου προγράμματος δημοσίων έργων και την τόνωση των παραγωγικών δομών της οικονομίας, μέσα από την ενθάρρυνση βιομηχανικών επενδύσεων, τη δημιουργία βιομηχανικού πάρκου ηλεκτροκίνησης, την ανάπτυξη μονάδων «ευφυούς» κτηνοτροφίας και εναλλακτικών μορφών καλλιέργειας όπως η υδροπονία, αλλά και τη δημιουργία υποδομών βιώσιμου τουρισμού.
Σημειώνεται ότι το όλο εγχείρημα πλαισιώνεται από ένα ευρύ φάσμα αναπτυξιακών δράσεων και προγραμμάτων εκπαίδευσης που προασπίζουν την απασχόληση και την επανακατάρτιση των εργαζομένων της ΔΕΗ στις επηρεαζόμενες περιοχές, καταδεικνύοντας έμπρακτα τη βαρύτητα που αποδίδει η κυβέρνηση σε θέματα κοινωνικής ευημερίας και επαγγελματικής εξέλιξης.
Συνοψίζοντας, ο στρατηγικός επαναπροσδιορισμός της πορείας προς την «πράσινη» ανάπτυξη από την κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη δημιουργεί μια δυναμική προόδου, ενεργοποιώντας τον επιστημονικό, οικονομικό και επιχειρηματικό κόσμο.
Με στόχο την πλήρη απολιγνιτοποίηση της χώρας έως το 2028 και ταυτόχρονα τη διασφάλιση της ευστάθειας του ηλεκτρικού συστήματος και της ενεργειακής μας ασφάλειας, το ΣΔΑΜ προτάσσει ένα διαφοροποιημένο παραγωγικό μοντέλο των λιγνιτικών περιοχών και σηματοδοτεί τη στροφή της Ελλάδας προς την καινοτομία και το δικαίωμα στην ποιότητα ζωής.
[το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ και αναδημοσιεύεται στο economix.gr με άδεια του συγγραφέα]