Για «ανυπέρβλητα τεχνικά προβλήματα» της εγκεκριμένης πρότασης του 2017, που είχε συνταχθεί από Ομάδα Εργασίας, η οποία συγκροτήθηκε με σκοπό την εκπόνηση μελέτης για την κατά χώραν διατήρηση, αποκατάσταση και ανάδειξη των αρχαιοτήτων στον σταθμό «Βενιζέλου» του μετρό Θεσσαλονίκης, κάνουν λόγο, μεταξύ άλλων, στην ανοιχτή επιστολή τους τα μέλη του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου (ΚΑΣ).
Στη συνέχεια –σύμφωνα με δημοσίευμα του ΑΠΕ- αναφέρουν ενδεικτικά κάποια από αυτά τα προβλήματα:
«α) Κατά τη φάση κατασκευής του σταθμού οι αρχαιότητες θα εκτίθεντο σε ανεπιθύμητους κραδασμούς.
β) Η προβλεπόμενη υπόγεια εκσκαφή 20 μικροσηράγγων με τη μέθοδο pipe-jacking κάτω από τις αρχαιότητες θα τις έθετε σε επιπλέον κίνδυνο, καθώς η οποιαδήποτε κατάπτωση ή καθίζηση θα ήταν μη αναστρέψιμη και επιπλέον θα κατέστρεφε τα όποια υποκείμενα αρχαιολογικά στρώματα.
γ) Για την κατασκευή της νότιας πρόσβασης του σταθμού θα απαιτείτο περαιτέρω μεγάλης έκτασης αρχαιολογική ανασκαφή περίπου χιλίων τετραγωνικών μέτρων (985 τμ), κατά την διάρκεια της οποίας όλες οι αρχαιότητες, που θα αποκαλύπτονταν -ανεξάρτητα από τη σπουδαιότητά τους- θα έπρεπε να απομακρυνθούν χωρίς δυνατότητα επανατοποθέτησης.
δ) Το 2023 ολοκληρώνεται η τρίτη χρηματοδοτική γέφυρα του έργου από τα ευρωπαϊκά προγράμματα, με κίνδυνο αφενός να χαθεί η ήδη καταβληθείσα κοινοτική χρηματοδότηση, εάν το έργο δεν ολοκληρωθεί στο προβλεπόμενο χρονοδιάγραμμα, και αφετέρου να μην καταστεί δυνατή η προστασία και ανάδειξη των αρχαιοτήτων».
«Τεκμηριώθηκαν έτσι σοβαρές αμφιβολίες για το ρεαλιστικό και το τεχνικά εφικτό της πρότασης του 2017, γεγονός που έθετε, εκτός των άλλων, σε μεγάλη αβεβαιότητα και την ασφάλεια των εργαζομένων (πχ μέσα σε σωλήνες διαμέτρου 120 εκ. πολύμηνη σκαπτική εργασία με οριακά δυνατή στάση σώματος σε απόσταση δεκάδων μέτρων από το ελεύθερο στόμιο). Επίσης έθετε σε σοβαρότατο κίνδυνο την ασφάλεια των επιβατών σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, καθώς η έξοδος διαφυγής, που περιελάμβανε αυτή η λύση, οδηγούσε τους επιβάτες πέντε (5) μέτρα χαμηλότερα από τις αποβάθρες, σε μια πολύπλοκη πορεία προς κλιμακοστάσιο σε μεγάλο βάθος και πλάτος μόλις 1,20 μ. Με μια τέτοια έξοδο κινδύνου είναι εξαιρετικά αμφίβολο, αν θα δινόταν άδεια λειτουργίας του Σταθμού. Για τα προβλήματα και τους κινδύνους, που θα προέκυπταν από τη λύση του 2017, αν ήθελε κάποιος λεπτομέρειες, θα έπρεπε να καταφύγει σε πολυσέλιδες περιγραφές», τονίζουν τα μέλη του ΚΑΣ.
Επίσης αναφέρονται στην επιχειρηματολογία της πρότασης του 2017 σχετικά με την αυθεντικότητα και τη γνησιότητα των εν λόγω αρχαιοτήτων στην περίπτωση της μετακίνησης και επαναφοράς τους. «Όλα τα στοιχεία που συνιστούν την αυθεντικότητα και γνησιότητα (ύλη, υφή, θέση, περιβάλλον του μνημείου κλπ) ενυπάρχουν και στη λύση του 2019, δηλαδή στη μετακίνηση και στην επανατοποθέτησή τους στην ίδια θέση. Το επιχείρημα ότι χωρίς την προσωρινή μετακίνηση η αυθεντικότητα του μνημείου διασώζεται, ισχύει για μέρος μόνον της αυθεντικότητας. Η αυθεντικότητα ως ολική ιδιότητα είναι πολύπτυχη. Κύριες πτυχές της είναι η αυθεντικότητα της ύλης, η αυθεντικότητα της μορφής, η αυθεντικότητα της σχέσης με το έδαφος και την υπερκείμενη ατμόσφαιρα, η αυθεντικότητα του άμεσου περιβάλλοντος και η αυθεντικότητα των συνθηκών ύπαρξης και λειτουργίας. Στην προκειμένη περίπτωση η μόνη αυθεντικότητα είναι της ύλης, επειδή ακόμη και η σχέση με το υποκείμενο έδαφος αναιρείται. Κυρίως επειδή αμέσως από κάτω θα υπάρχουν οι επάλληλοι χώροι ενός σύγχρονου κτίσματος και οι σήραγγες», σημειώνουν, υπογραμμίζοντας τα εξής: «Αναιρείται πολύ περισσότερο εξ αυτού του λόγου, παρά επειδή συντρέχει η περίπτωση της αποσυναρμολόγησης και συναρμολόγησης, η οποία και αυτή ελαττώνει την αυθεντικότητα, αλλά όχι περισσότερο από όσο σε κάθε άλλη αρχαία κατασκευή που για κάποιους λόγους (συντήρησης, επισκευής, διόρθωσης ευστάθειας κλπ) αποσυναρμολογείται και συναρμολογείται -πχ σχεδόν όλος ο νότιος τοίχος Ερεχθείου ή εκ θεμελίων ο ναός της Αθηνάς Νίκης στην Ακρόπολη».
Επίσης τονίζουν ότι «τα αρχαία του σταθμού Βενιζέλου θα είχαν κάποια ακόμη πτυχή αυθεντικότητας, όπως στην γειτονική ρωμαϊκή αγορά της Θεσσαλονίκης, εάν από κάτω δεν γινόταν ο σταθμός και από πάνω δεν υπήρχε η σύγχρονη οδός, αλλά έμενε ορατός ο ουρανός. Όμως, αυτά κάτω από την πλάκα σκυροδέματος, που φέρει την σημερινή Εγνατία καθίστανται ένα πολεοδομικής κλίμακας μουσειακό έκθεμα, σε ένα χτισμένο “μουσειακό” κέλυφος». Παράλληλα, «αναφορικά προς την επίμαχη αποσυναρμολόγηση» υπενθυμίζουν «ότι τούτο έχει ήδη γίνει στα δύο άκρα (20% της έκτασης) ως αναγκαίο και για την προταθείσα το 2015-2017 μέθοδο υποσκαφής χωρίς ολική αποσυναρμολόγηση. Εξάλλου, προσωρινή αποσυναρμολόγηση πολλών άλλων τμημάτων, για λόγους συντήρησης ή και έρευνα για υποκείμενα ιστορικά στρώματα θα ήταν αναμενόμενη και για την περίπτωση της εν λόγω πρότασης του 2015-2017. Τέλος, αξίζει να λεχθεί ότι η προσωρινή απόσπαση δεν αίρει τη δυνατότητα καταχώρησης των αρχαίων του σταθμού Βενιζέλου στα μνημεία της UNESCO. Μνημεία εξαιρετικής σπουδαιότητας και σημασίας για την Παγκόσμια Κληρονομιά έχουν χαρακτηριστεί από την UNESCO ακόμη και εάν έχουν μεταφερθεί σε άλλη θέση όπως π.χ. το Abu Simbel στην Αίγυπτο».
Σύμφωνα με τα μέλη του ΚΑΣ, «κατά τη διάρκεια κατασκευής του σταθμού του Μετρό στην πλατεία της Αγίας Σοφίας, περίπου 300 μ. ανατολικότερα του σταθμού Βενιζέλου, βρέθηκαν και προσωρινώς αποσπάστηκαν αρχαία οπωσδήποτε σημαντικότερα αυτών του σταθμού Βενιζέλου και ωστόσο τότε δεν υπήρξαν προσφυγές και διαμαρτυρίες από εκείνους, που τώρα διαμαρτύρονται για την προσωρινή μετακίνηση αρχαίων στο σταθμό Βενιζέλου. Συγκεκριμένα, στον σταθμό της Αγίας Σοφίας, που βρίσκεται στο κεντρικότερο και πιο πυκνοκατοικημένο σημείο της πόλης, ανάμεσα σε δύο σημαντικότατα μνημεία της Θεσσαλονίκης, την Αχειροποίητο και την Αγία Σοφία, αποκαλύφθηκε, κατά τις ανασκαφές, το μνημειακά διαμορφωμένο κέντρο της υστερορωμαϊκής και πρωτοβυζαντινής Θεσσαλονίκης. Τα έξοχα ευρήματα εδώ, που περιλαμβάνουν πλατείες, κιονοστήρικτες στοές και κτήρια δημόσιας χρήσης (κρήνη στον τύπο νυμφαίου με αρχιτεκτονικά γνωρίσματα μιας scaenae frons και άλλα), συνθέτουν την εικόνα ενός μνημειακού συνόλου πρωτοφανούς πολυτέλειας, η οποία ανατρέπει όσα νομίζαμε για την πρωτοβυζαντινή Θεσσαλονίκη και τον ρόλο της ναοδομίας στη διαμόρφωση του αστικού χώρου».
«Προφανώς», συνεχίζουν στην επιστολή τους τα μέλη του ΚΑΣ, «και σε αυτή την περίπτωση, η προσωρινή απομάκρυνση αρχαίων αποτελούσε την μόνη τεχνική λύση. Αλλά όπως είπαμε, κανένας από όσους διαμαρτύρονται σήμερα εντός και εκτός Ελλάδος, δεν είχε διαμαρτυρηθεί, για την απόσπαση των ευρημάτων αυτών παρά την μοναδικότητα και προφανή σπουδαιότητά τους. Όπως, άλλωστε, δεν διαμαρτυρήθηκε κανείς για την τότε συντελεσθείσα απόσπαση αρχαιοτήτων, στα δύο ακραία ορύγματα του σταθμού Βενιζέλου χάριν των ενδεχόμενων εργασιών της πρότασης του 2015-2017».
Σε άλλο σημείο της επιστολής τους τα μέλη του Συμβουλίου συμφωνούν ότι «ο Ν. 3028/2002 “Περί της προστασίας των Αρχαιοτήτων και εν γένει της Πολιτιστικής Κληρονομιάς”, που συμβαδίζει πλήρως με τις διεθνείς συμβάσεις, όπως της Βενετίας (1964) ή της Βαλέττα (1992), θέτει σοβαρούς περιορισμούς στη μετακίνηση αρχαίων, που αποκαλύπτονται κατά την εκτέλεση μεγάλων δημοσίων έργων. Την επιτρέπει μόνον χάριν σημαντικού δημοσίου συμφέροντος κατόπιν αιτιολογημένης πρότασης και εφόσον έχουν εξαντληθεί όλες οι δυνατότητες για την in situ διατήρηση. Το Μετρό Θεσσαλονίκης είναι αναμφίβολα ένα έργο μεγάλης κοινής ωφέλειας, και δημοσίου συμφέροντος. Αξίζει, επίσης, να σημειώσουμε πως ο πολιτισμός, τον οποίο όλοι υπηρετούμε, οφείλει να έχει ως μέτρο και σημείο αναφοράς τον ‘Ανθρωπο, καθώς αποτελεί διαχρονικά συλλογικό δημιούργημα των μελών της κοινότητας, το οποίο στοχεύει στη βελτίωση του ζην και του ευ ζην».
Τονίζουν, επίσης, «ότι έχει ληφθεί ειδική πρόνοια για την αποφυγή βλάβης των αρχαιοτήτων που θα αποσπασθούν, ώστε με την ολοκλήρωση του έργου να επανατοποθετηθούν με ακρίβεια χιλιοστών ακέραια και ορατά εκεί όπου βρέθηκαν. Τον Σεπτέμβριο 2020 εγκρίθηκε ομόφωνα από το ΚΑΣ η μελέτη απόσπασης και επανατοποθέτησης των αρχαιοτήτων στην αρχική τους θέση, η οποία αποτελεί προϊόν συνεχούς συνεργασίας μεταξύ του μελετητή, της Εφορείας Αρχαιοτήτων Πόλης Θεσσαλονίκης και των Κεντρικών Διευθύνσεων του υπουργείου Πολιτισμού.
Κατά τη διεξοδική παρουσίαση της μελέτης στο ΚΑΣ συζητήθηκαν όλες οι τεχνικές λεπτομέρειες των μεθόδων απόσπασης και επανατοποθέτησης, οι οποίες σε κάθε περίπτωση συνυπολογίζουν τη δομή, το είδος έδρασης και τις ειδικές απαιτήσεις που απορρέουν από το περιβάλλον και τα χαρακτηριστικά των αρχαίων καταλοίπων. Επιπλέον, μετά την απόσπαση και πριν την οριστική επανατοποθέτηση των ορατών αρχαιοτήτων προβλέπεται εκτεταμένη ανασκαφική διερεύνηση των υποκείμενων αρχαιολογικών στρωμάτων, τμήμα των οποίων θα επανατοποθετηθεί στην αρχική του θέση ως αυθεντικό υπόστρωμα των ορατών σήμερα καταλοίπων.
Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται η διατήρηση των αρχαιοτήτων στον σταθμό Βενιζέλου σε ποσοστό μεγαλύτερο του 92%, που προβλεπόταν στην απόφαση του Μαρτίου του 2020, η οποία εκδόθηκε μετά τη γνωμοδότηση του ΚΑΣ τον Δεκέμβριο του 2019, ενώ η αρχαιολογική γνώση σχετικά με τις οικοδομικές φάσεις της ελληνιστικής και ρωμαϊκής Θεσσαλονίκης θα ενισχυθεί και θα εμπλουτισθεί περαιτέρω».
«Το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο, όπως πράττει πάντοτε, έλαβε τις παραπάνω αποφάσεις του με γνώμονα την προστασία των αρχαιοτήτων, όπως προβλέπεται από τον νόμο, λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη του τον ‘Ανθρωπο», καταλήγει η επιστολή που υπογράφουν οι Γεώργιος Διδασκάλου, πολιτικός μηχανικός, γενικός γραμματέας Πολιτισμού, Ελένη Σβολοπούλου, νομική σύμβουλος του κράτους στο ΥΠΠΟΑ, Αναστασία Κουμούση, προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Αχαΐας, Ολυμπία Βικάτου, προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Αιτωλοακαρνανίας και Λευκάδος, Ελισσάβετ Τσιγαρίδα, προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Πέλλας, Βαρβάρα Παπαδοπούλου, προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων ‘Αρτας, Μιχάλης Τιβέριος, ομότιμος καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας-ακαδημαϊκός, Νικόλαος Σταμπολίδης, καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, Ναταλία Πούλου, καθηγήτρια Βυζαντινής Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Αικατερίνη Κυπαρίσση-Αποστολίκα, αρχαιολόγος-επίτιμη διευθύντρια του ΥΠΠΟΑ, Εμμανουήλ Κορρές, ομότιμος καθηγητής του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου-ακαδημαϊκός, Ελένη Μπάνου, προϊσταμένη Εφορείας Αρχαιοτήτων Πόλης Αθηνών, Γεώργιος Πανέτσος, καθηγητής Αρχιτεκτονικής και Αστικού Σχεδιασμού Πανεπιστημίου Πατρών, Θεοδώρα Γαλάνη, αρχιτέκτονας μηχανικός-πολεοδόμος- χωροτάκτης, προϊσταμένη της Γενικής Διεύθυνσης Πολεοδομίας του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας.