Ο ιός του κορονοϊού «μόλυνε» τα οικονομικά μεγέθη των ΕΛΠΕ στο εννεάμηνο του 2020, λόγω και της απουσίας τουριστών από τη χώρα. Η διοίκηση έστρεψε το ενδιαφέρον της στη αναχρηματοδότηση του Ομίλου, με καλύτερους όρους σε σχέση με το παρελθόν.
Έβαλε σε εφαρμογή σχέδιο για την αναχρηματοδότηση των πιστωτικών γραμμών συνολικού ύψους 900 εκατ. ευρώ, που λήγουν τους επόμενους έξι μήνες.
Οι διαπραγματεύσεις για άντληση ρευστότητας αναμένεται να ολοκληρωθούν εντός του τελευταίου τριμήνου του έτους.
Σύμφωνα με αναλυτές, η ανακοίνωση καθολικού lockdown δεν αναμένεται να επηρεάσει αισθητά τους όρους χρηματοδότησης και προεξοφλούν ότι θα είναι πιο ευνοϊκοί σε σχέση με το παρελθόν, καθώς η χώρα είχε επιτυχίες στις εκδόσεις κρατικών ομολόγων επιτυγχάνοντας η χρηματοδότηση να γίνει με ιστορικά χαμηλά επιτόκια.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το χρηματοοικονομικό κόστος είναι μειωμένο κατά 14% στο εννεάμηνο, στα 78 εκατ. ευρώ τα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων ετών.
Ο διευθύνων σύμβουλος των ΕΛΠΕ κ Ανδρέας Σιάμισιης μιλώντας μέσω τηλεδιάσκεψης σε αναλυτές, είπε ότι και το 2021 θα είναι μια δύσκολη χρονιά εξαιτίας την πανδημίας για την αγορά του πετρελαίου.
Τα οικονομικά αποτελέσματα του εννεαμήνου των ΕΛΠΕ επλήγησαν από τον COVID-19 υποχρεώνοντας τη διοίκηση να ανοίξει γραμμές χρηματοδότησης. Ενδεικτικό της κατάστασης είναι ότι αυξήθηκε κατά 41% ο δανεισμός του ομίλου, με αποτέλεσμα το Σεπτέμβριο να ανέλθει στα 2,1 δισ. ευρώ, από 1,5 δισ. ευρώ που ήταν το Σεπτέμβριο του 2019.
Η ποσοστιαία μόχλευση του Ομίλου ανήλθε στο 53% από 39% που ήταν πέρυσι.
Τα συγκρίσιμα καθαρά κέρδη των ΕΛΠΕ μειώθηκαν κατά 92%. Υποχώρησαν σε 13 εκατ. ευρώ έναντι των 160 εκατ. ευρώ που είχε καταγράψει το αντίστοιχο διάστημα πέρυσι.
Ακόμη, τα συγκρίσιμα EBITDA μειώθηκαν κατά 44%, τα οποία διαμορφώθηκαν σε 256 εκατ. ευρώ από 453 εκατ. ευρώ. Οι πωλήσεις στο εννεάμηνο (Ιανουαρίου-Σεπτέμβριου) σημείωσαν ποσοστιαία πτώση κατά 44% στα 4,4 δισ. ευρώ από 6,8 δισ. ευρώ πέρυσι.
Σχολιάζοντας τα αποτελέσματα ο Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρείας ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΠΕΤΡΕΛΑΙΑ, Ανδρέας Σιάμισιης, ανέφερε μεταξύ άλλων ότι «επιχειρηματικά, κατά τη διάρκεια του γ¨ τριμήνου, αντιμετωπίσαμε το δυσμενέστερο ιστορικά διεθνές περιβάλλον διύλισης. Ήδη, πολλά διυλιστήρια στην περιοχή μας έχουν μειώσει την παραγωγή τους, ενώ κάποια προχωρούν και σε περιορισμό, ή διακοπή δραστηριοτήτων. Λειτουργικά, οι προκλήσεις εξακολουθούν να είναι ιδιαίτερες, με κυρίαρχο μέλημα την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων μας, αλλά και την αδιάλειπτη λειτουργία της εφοδιαστικής αλυσίδας. Σε αυτό το περιβάλλον, καταφέραμε να διατηρήσουμε την παραγωγή μας σε υψηλά επίπεδα, αυξάνοντας τις εξαγωγές μας, ενώ εκμεταλλευτήκαμε έγκαιρα τις όποιες εμπορικές ευκαιρίες παρουσιάστηκαν στη διεθνή αγορά, ώστε να μετριάσουμε -όσο ήταν δυνατό- τις επιπτώσεις από την αρνητική συγκυρία».
Η διεθνής και η εγχώρια αγορά καυσίμων:
Διεθνή περιθώρια διύλισης στα χαμηλότερα επίπεδα ιστορικά.
Οι διεθνείς τιμές αργού διαμορφώθηκαν κατά μέσο όρο στα $43/bbl, σημαντικά χαμηλότερα σε σχέση μεπέρυσι, έχοντας πάντως ανακάμψει από τα πολυετή χαμηλά του Β’ Τριμήνου, σε συνέχεια της συμφωνίας των κύριων χωρών παραγωγών πετρελαίου παγκοσμίως για σημαντική μείωση της παραγωγής και εξαγωγών αργού. Η απόφαση αυτή είχε αρνητικό αντίτυπο στη διαθεσιμότητα και τιμολόγηση αργών υψηλού θείου, επηρεάζοντας τα Ευρωπαϊκά διυλιστήρια. Τα περιθώρια των βασικών προϊόντων των διυλιστηρίων του Ομίλου παρέμειναν σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα, με το ντίζελ μάλιστα να υποχωρεί περαιτέρω σε ιστορικά χαμηλά, καθώς η κατάρρευση της ζήτησης αεροπορικών καυσίμων οδήγησε σε διαφοροποίηση του μίγματος παραγωγής παγκοσμίως, με αύξηση της συμμετοχής του ντίζελ, δημιουργώντας πλεόνασμα αποθεμάτων. Επιπλέον, η διαμόρφωση των τιμών Urals σε επίπεδα υψηλότερα του Brent οδήγησαν, σε συνδυασμό με τα παραπάνω, τα ενδεικτικά περιθώρια διύλισης στα χαμηλότερα επίπεδα ιστορικά.
Το ευρώ ενισχύθηκε έναντι του δολαρίου στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων δυο ετών, με την ισοτιμία ευρώ/δολαρίου να κυμαίνεται στα 1,17 κατά μέσο όρο για το γ τρίμηνο. Μείωση ζήτησης στην εγχώρια αγορά καυσίμων
Η εγχώρια ζήτηση επηρεάστηκε κυρίως από τη μειωμένη οικονομική δραστηριότητα σε κλάδους όπως ο τουρισμός, όπου η πανδημία και τα μέτρα ελέγχου της είχαν δυσμενές αντίκτυπο. Συγκεκριμένα, η ζήτηση στην εσωτερική αγορά καυσίμων κατέγραψε υποχώρηση κατά 8% σε σχέση με το γ τρίμηνο 2019, στους 1,5 εκατ. ευρώ.