Στην, μετα-κορονοϊού εποχή, η κυβέρνηση θα πρέπει να αντιμετωπίσει τρεις βασικές υστερήσεις, σημειώνει ο καθηγητής Παναγιώτης Λιαργκόβας, πρόεδρος του Δ.Σ. και επιστημονικός διευθυντής του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) στην τετραμηνιαία έκδοσης του «Οικονομικές Εξελίξεις».
«Στη μάχη του ανθρώπου με την πανδημία του κορονοϊού, υπάρχει μια βεβαιότητα: νικητής θα είναι ο άνθρωπος. Όταν με το καλό γίνει αυτό, σημειώνει ο κ. Λιαργκόβας, η πανδημία θα μοιάζει σαν μια δραματική παρένθεση στην κοινωνία και την οικονομία. Τότε λοιπόν, στη χώρα μας θα πρέπει να ξαναπιάσουμε το νήμα εκεί που το αφήσαμε πριν την έλευση του κορονοϊού. Δηλαδή θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε τις τρεις βασικές υστερήσεις- προκλήσεις της χώρας μας: την παραγωγική, τη δημογραφική και την θεσμική».
Η παραγωγική υστέρηση, όπως σημειώνει ο ίδιος, οφείλεται στην παγίδα στασιμότητας που έχει πέσει η χώρα λόγω της δέσμευσής της για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα προκειμένου να γίνει το χρέος της βιώσιμο.
«Στόχοι για πρωτογενή πλεονάσματα πάνω από 2% το μόνο που κάνουν είναι να κρατούν δέσμια τη χώρα σε συνθήκες ύφεσης, με ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα από αυτό που επιδιώκουν ή δήθεν επιδιώκουν οι θαυμαστές των μεγάλων πλεονασμάτων. Δεν είναι τυχαίο ότι οι επίσημες εκτιμήσεις των θεσμών για τον ρυθμό ανάπτυξης της χώρας μέχρι το 2060 παραμένουν 1,25%, όταν για την υπόλοιπη Ευρωζώνη είναι 2,5%» αναφέρει ο πρόεδρος και συνεχίζει: «Αυτό σημαίνει ότι σταδιακά οι Έλληνες θα γίνονται ολοένα και φτωχότεροι και συνολικά η χώρα θα υποβιβάζεται εισοδηματικά».
Η δεύτερη μεγάλη πρόκληση, σύμφωνα με τον κ. Λιαργκόβα, είναι η δημογραφική. Από το 2010 και ύστερα, όπως σημειώνει, ο πληθυσμός μειώνεται γρήγορα κυρίως λόγω μετανάστευσης νέων σε άλλες χώρες. Μετά το 2020, λόγω της μαζικής συνταξιοδότησης αλλά και της γήρανσης του πληθυσμού, εκτιμάται ότι θα υπάρχει δραματική αύξηση των συνταξιούχων. Σύμφωνα με την Eurostat, η Ελλάδα είναι η δεύτερη πιο γερασμένη χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς στους τρεις Έλληνες που βρίσκονται σε παραγωγική ηλικία, το 2017 αντιστοιχούσε ένας ηλικιωμένος άνω των 65 ετών. Ο δείκτης γονιμότητας διαμορφώνεται σε πολύ χαμηλά επίπεδα, μόλις στα 1,2 παιδιά. Όμως η διατήρηση του ελληνικού πληθυσμού στα σημερινά επίπεδα μετά από 30-40 χρόνια απαιτεί δείκτη γονιμότητας 2,2 παιδιά. ‘Αρα η Ελλάδα θα γερνάει και θα συρρικνώνεται συνεχώς τα επόμενα χρόνια.
Η τελευταία πρόκληση, κατά το ΚΕΠΕ, είναι η θεσμική. Αφορά ειδικότερα τη ρυθμιστική ποιότητα του κράτους, την ποιότητα της λογοδοσίας, τους κανόνες δικαίου, τη σταθερότητα και μη χρήση βίας, την αποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης και την πάταξη της διαφθοράς, όπου η Ελλάδα εμφανίζει στις δύο τελευταίες δεκαετίες τις χειρότερες επιδόσεις σε σύγκριση με τις άλλες χώρες της Ευρωζώνης.
Οι αβεβαιότητες στο δεύτερο κύμα της πανδημίας είναι πολλές
Στις αβεβαιότητες που δημιουργούνται στην οικονομίας εξαιτίας της πανδημίας αναφέρεται άλλο σημείο της έκδοσης. Όπως σημειώνεται, αυτές αντανακλώνται στο προσχέδιο του Κρατικού Προϋπολογισμού 2021 που κατατέθηκε ήδη στη Βουλή. Κρίνεται εύλογο από το ΚΕΠΕ να υπάρχει αβεβαιότητα στις εκτιμήσεις των μεγεθών της ελληνικής οικονομίας, ακριβώς γιατί εξακολουθούμε να βρισκόμαστε στο μάτι του κυκλώνα.
«Τα κρούσματα καθημερινά αυξάνονται, οι Μονάδες Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ) γεμίζουν από συνανθρώπους μας που χρειάζονται νοσηλεία, ενώ κάποιοι άλλοι, λιγότερο τυχεροί, δεν τα καταφέρνουν. Το εμβόλιο δεν έχει κυκλοφορήσει ακόμη αλλά ούτε και κάποιο φάρμακο που να εξουδετερώνει τα βαριά συμπτώματα του ιού και τον κίνδυνο θανάτου» όπως αναφέρεται. Όσο λοιπόν τα γεγονότα εξελίσσονται πάνω σε «κινούμενη άμμο», κατά το ΚΕΠΕ, τόσο περισσότερο δύσκολες θα είναι οι όποιες μελλοντικές εκτιμήσεις σχετικά με την κατάσταση της οικονομίας τον επόμενο χρόνο.
«Ορθά λοιπόν κάνει το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης και διαμορφώνει δύο σενάρια για τη μελλοντική πορεία της οικονομίας, το 2021, ένα αισιόδοξο με ρυθμό ανάπτυξης 7,5% και ένα απαισιόδοξο με ρυθμό ανάπτυξης 4,5%. Το αν θα πάμε στο αισιόδοξο ή στο απαισιόδοξο σενάριο θα εξαρτηθεί από τρεις βασικούς παράγοντες. Πρώτα-πρώτα από τον τελικό ρυθμό ύφεσης το 2020. Όλες οι εκτιμήσεις δείχνουν ότι αυτός θα κυμανθεί γύρω στο 8%» όπως υπογραμμίζεται.
Αυτό θα εξαρτηθεί από ένα ευρύ φάσμα μεγεθών και διαστάσεων, σύμφωνα με το ΚΕΠΕ και σε αυτά συγκαταλέγονται η δυναμική της ζήτησης και της προσφοράς, η εξαγωγική επίδοση της Ελλάδας, οι επενδυτικές και αποταμιευτικές αποφάσεις των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, τα μεγέθη της απασχόλησης και της ανεργίας και κατ’ επέκταση τα εισοδήματα, καθώς και οι χρηματοοικονομικές συνθήκες και τα δημοσιονομικά μεγέθη. Από την άλλη πλευρά, εξαρτάται από τον ρόλο που θα διαδραματίσουν οι αντισταθμιστικές επιδράσεις των οικονομικών μέτρων που έχουν ήδη ληφθεί και θα ληφθούν στο προσεχές χρονικό διάστημα σε εγχώριο και ευρωπαϊκό επίπεδο. Εδώ θα πρέπει να τονίσουμε ότι έχει μεγάλη σημασία ο χρόνος έναρξης της απορρόφησης των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης.
Τέλος, τονίζεται ότι στις αρχές του 2020 η ελληνική οικονομία επιδείκνυε μια σημαντική αναπτυξιακή δυναμική, ενώ ενισχυόταν θετικά σε όρους βασικών οικονομικών μεγεθών και σε όρους προόδου αναφορικά με την εξισορρόπηση συνολικών δημοσιονομικών μεγεθών και εφαρμογής καίριων μεταρρυθμίσεων. Συνεπώς, όπως αναφέρεται, από την προϋπόθεση μιας αποτελεσματικής διαχείρισης της πανδημίας, συνέχισης των μεταρρυθμίσεων με έμφαση στην παιδεία, τη δικαιοσύνη και τη δημόσια διοίκηση και εφόσον η συνδεόμενη διαταραχή θα έχει κυρίως βραχυπρόθεσμες επιδράσεις που θα επιδείξουν τάσεις εξασθένισης προς το τέλος του έτους, η ελληνική οικονομία δύναται να ανακάμψει σταδιακά και να επιστρέψει σε θετικότερους ρυθμούς ανάπτυξης το 2021.