Μια πραγματική τομή, αντίστοιχη αυτής του GDPR, φιλοδοξεί να κάνει η Ευρώπη στον τομέα της ψηφιακής οικονομίας, αλλάζοντας το θεσμικό πλαίσιο για τις online υπηρεσίες. Οι υφιστάμενοι κανόνες για τις ψηφιακές υπηρεσίες έχουν παραμείνει σε μεγάλο βαθμό αναλλοίωτοι για 20 χρόνια, μετά δηλαδή από τη θέσπιση της Οδηγίας για το ηλεκτρονικό εμπόριο.
Τον Δεκέμβριο, η Ε.Ε. μέσω της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, θα καταθέσει την πρότασή της για το νέο νομικό πλαίσιο, επιδιώκοντας να επανα-διαμορφώσει την ψηφιακή οικονομία στο εσωτερικό της και να θέσει πρότυπα λειτουργίας για τον υπόλοιπο κόσμο, όπως συνέβη και στον τομέα της προστασίας δεδομένων.
Οι ευρωβουλευτές, ήδη, ενέκριναν δύο εκθέσεις “νομοθετικής πρωτοβουλίας”, με τις οποίες καλείται η Επιτροπή, στο πλαίσιο του νόμου για τις ψηφιακές υπηρεσίες, που αναμένεται να παρουσιαστεί τον Δεκέμβριο, να εξετάσει με προσοχή και να αντιμετωπίσει τις ελλείψεις της ισχύουσας νομοθεσίας, όσον αφορά το ψηφιακό περιβάλλον.
Μεταξύ άλλων, με τις δύο εκθέσεις, οι ευρωβουλευτές ζητούν ειδικούς κανόνες για τις μεγάλες πλατφόρμες-“ρυθμιστές” της ψηφιακής οικονομίας. Εκτιμούν ότι οι πάροχοι υπηρεσιών από τρίτες χώρες θα πρέπει να τηρούν τους επερχόμενους κανόνες της Ε.Ε. Ζητούν καλύτερη προστασία των καταναλωτών από παράνομα, παραποιημένα και μη ασφαλή προϊόντα, καθώς και αυστηρότερους όρους για τις στοχευμένες διαφημίσεις, όπως με μεγαλύτερο έλεγχο στους χρήστες όσον αφορά το διαδικτυακό περιεχόμενο.
Onine πλατφόρμες
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζητά κανόνες για το παρόν και το μέλλον των ψηφιακών υπηρεσιών, όπως οι διαδικτυακές πλατφόρμες και αγορές και δεσμευτικό μηχανισμό κατά του παράνομου διαδικτυακού περιεχομένου. “Όλοι οι πάροχοι υπηρεσιών, που είναι εγκατεστημένοι σε τρίτες χώρες, θα πρέπει να τηρούν τις διατάξεις του νόμου για τις ψηφιακές υπηρεσίες, όταν οι υπηρεσίες που προσφέρουν απευθύνονται σε καταναλωτές ή χρήστες στην Ε.Ε.”, αναφέρουν οι ευρωβουλευτές.
Ζητούν εξάλλου τη σύσταση ενός δεσμευτικού μηχανισμού “ειδοποίησης και ανάληψης δράσης”, ο οποίος θα παρέχει στους χρήστες τη δυνατότητα να ειδοποιούν τους “διαδικτυακούς μεσάζοντες” για την ύπαρξη δυνητικά παράνομου διαδικτυακού περιεχομένου ή δραστηριοτήτων. Με αυτόν τον τρόπο, οι πάροχοι των υπηρεσιών θα μπορούν να αντιδρούν γρήγορα και με περισσότερη διαφάνεια, όσον αφορά τα μέτρα που λαμβάνουν. Επιπλέον, οι χρήστες θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να προσφεύγουν σε εθνικό φορέα επίλυσης διαφορών.
Το Κοινοβούλιο ζητά, επίσης, να υπάρξει αυστηρή διάκριση ανάμεσα στο παράνομο και το επιβλαβές περιεχόμενο. Το καθεστώς νομικής ευθύνης θα πρέπει να αφορά μόνο το “παράνομο περιεχόμενο”, όπως αυτό ορίζεται στο δίκαιο της Ε.Ε. ή στην εθνική νομοθεσία.
“Οι πλατφόρμες δεν θα πρέπει να χρησιμοποιούν φίλτρα κατά το “ανέβασμα” περιεχομένου ή οποιαδήποτε άλλη μορφή εκ των προτέρων ελέγχου για επιβλαβές ή παράνομο περιεχόμενο. Η τελική απόφαση σχετικά με το αν κάποιο περιεχόμενο είναι παράνομο ή όχι, θα πρέπει να λαμβάνεται από ανεξάρτητη δικαστική αρχή και όχι από ιδιωτικές επιχειρήσεις”, σημειώνουν τα μέλη του Κοινοβουλίου.
Πιο ασφαλές Διαδίκτυο
Η αρχή “ό,τι είναι παράνομο εκτός Διαδικτύου, είναι παράνομο και στο Διαδίκτυο”, καθώς και η προστασία των καταναλωτών και η ασφάλεια των χρηστών, θα πρέπει να αποτελέσουν τις “κατευθυντήριες αρχές” του μελλοντικού νόμου για τις ψηφιακές υπηρεσίες, δηλώνει το Κοινοβούλιο.
“Οι πλατφόρμες και οι διαδικτυακές υπηρεσίες διαμεσολάβησης πρέπει να βελτιωθούν ως προς την ικανότητα εντοπισμού και αφαίρεσης ψευδών ισχυρισμών και την αντιμετώπιση κακόβουλων εμπόρων, π.χ. εκείνων που πωλούν πλαστό ιατρικό εξοπλισμό ή επικίνδυνα προϊόντα στο διαδίκτυο, φαινόμενα που παρατηρήθηκαν στη διάρκεια της πανδημίας COVID-19”, τονίζουν τα μέλη του Κοινοβουλίου στις δύο εκθέσεις.
Το Κοινοβούλιο απαιτεί, επίσης, να καταστούν υπεύθυνες οι πλατφόρμες για την εξακρίβωση των στοιχείων των πελατών τους και την ταυτοποίησή τους, ώστε να ελέγχουν εταιρείες που επιδίδονται σε απάτες και να αφαιρούν από αυτές τη δυνατότητα να χρησιμοποιούν τις υπηρεσίες τους, με σκοπό την πώληση παράνομων και μη ασφαλών προϊόντων και περιεχομένου.
Ακόμη, οι ευρωβουλευτές ζητούν να θεσπιστούν ειδικοί κανόνες για να προλαμβάνονται (και όχι απλώς να διορθώνονται εκ των υστέρων) οι δυσλειτουργίες της αγοράς, που προκαλούνται από τις μεγάλες πλατφόρμες. Απώτερος στόχος είναι να διευκολυνθεί η είσοδος στην αγορά για τις νεοεισερχόμενες επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένων των μικρομεσαίων και των νεοφυών επιχειρήσεων.
Μεγαλύτερος έλεγχος
Το Κοινοβούλιο επιθυμεί να δοθεί στους χρήστες μεγαλύτερος έλεγχος σχετικά με το περιεχόμενο, που βλέπουν στο Διαδίκτυο. Αυτό συμπεριλαμβάνει τη δυνατότητα να ζητούν ακόμη και την ολική τους εξαίρεση από την εξατομικευμένη προσαρμογή του περιεχομένου που τους παρέχεται, για να μειωθεί η εξάρτησή τους από τους αλγόριθμους.
“Χρειάζονται αυστηρότεροι κανόνες για τη στοχευμένη διαφήμιση, προς όφελος λιγότερο παρεμβατικών μορφών διαφήμισης, που απαιτούν λιγότερα δεδομένα και δεν εξαρτώνται από την πρότερη αλληλεπίδραση του χρήστη με το εκάστοτε περιεχόμενο”, αναφέρουν οι ευρωβουλευτές και καλούν την Επιτροπή να αξιολογήσει επιλογές για τη ρύθμιση της στοχευμένης διαφήμισης, συμπεριλαμβανομένης της σταδιακής κατάργησης που θα οδηγεί σε απαγόρευση.
Ανώνυμη χρήση
Ο επικείμενος νόμος για τις ψηφιακές υπηρεσίες θα πρέπει, επίσης, να προβλέπει το δικαίωμα ανώνυμης χρήσης ψηφιακών υπηρεσιών, όπου αυτό είναι εφικτό. Τέλος, προκειμένου να διασφαλιστεί η συμμόρφωση με τους νέους κανόνες, η Επιτροπή θα πρέπει να αξιολογήσει διάφορες επιλογές σχετικά με τη σύσταση ενός φορέα επιτήρησης και επιβολής προστίμων.
Σε τρίτο, μη νομοθετικό ψήφισμα που εγκρίθηκε, η Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών εστιάζει την προσοχή της σε θέματα θεμελιωδών δικαιωμάτων. Συγκεκριμένα, διατυπώνει το αίτημα η απόσυρση περιεχομένου από το διαδίκτυο να γίνεται με τρόπο “επιμελή, αναλογικό και χωρίς διακρίσεις”, ώστε να διαφυλάσσεται η ελευθερία της έκφρασης και της πληροφόρησης, καθώς και η προστασία της ιδιωτικής ζωής και των προσωπικών δεδομένων.
Οι ευρωβουλευτές τονίζουν, επίσης, ότι αποτελούν πρόβλημα οι στοχευμένες διαφημίσεις, που εκμεταλλεύονται προσωπικές αδυναμίες, όπως άλλωστε και η διασπορά ρητορικής μίσους και παραπληροφόρησης. Για αυτόν τον λόγο, ζητούν να υπάρχει διαφάνεια όσον αφορά τις πρακτικές, που εφαρμόζουν οι ψηφιακές πλατφόρμες.
Πηγή: ΣΕΠΕ – sepenews