Πολύ δρόμο έχουν ακόμα να διανύσουν οι εισηγμένες εταιρείες στην Ελλάδα για την ώριμη και σε βάθος ενασχόλησή τους με πρακτικές βιώσιμης ανάπτυξης, όπως προκύπτει από την ετήσια έρευνα του Κέντρου Αειφορίας (CSE).
Συγκεκριμένα, πολύ λίγες επιχειρήσεις και οργανισμοί είναι ενταγμένοι στα κριτήρια ESG [περιβαλλοντικά (Environmental), κοινωνικά (Social) και εταιρικής διακυβέρνησης (Governance)] που μπορούν να ενισχύσουν τη διαφάνεια και να προσελκύσουν υπεύθυνες επενδύσεις προς όφελος όχι μόνο της επιχείρησης, αλλά συνολικά της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας, μετέδωσε το ΑΠΕ – ΜΠΕ
Η κυρίαρχη τάση, βάσει της έρευνας, είναι ότι αν και η συντριπτική πλειοψηφία των εισηγμένων εταιρειών εκδίδουν εκθέσεις εταιρικής ευθύνης και βιώσιμης ανάπτυξης, κάτι που δείχνει τη στρατηγική ενασχόλησή τους με τα ζητήματα αυτά, δεν χρησιμοποιούν παγκόσμια και αξιόπιστα πρότυπα αξιολόγησης (όπως είναι τα TCFD και SASB) και δεν συμμετέχουν σε ESG Ratings, τα οποία θα τις βοηθήσουν να δημοσιοποιούν σημαντικές και χρήσιμες πληροφορίες για λήψη αποφάσεων από τους επενδυτές.
Αυτά ήταν μερικά από τα κύρια συμπεράσματα της ετήσιας έρευνας του Κέντρου Αειφορίας (CSE) που υλοποιείται από το Παρατηρητήριο Εκθέσεων Βιώσιμης Ανάπτυξης από το 2012 ετησίως με την υποστήριξη του Ινστιτούτου Εταιρικής Ευθύνης (CRI).
Εφέτος η έρευνα επικεντρώθηκε στην ανάλυση εισηγμένων εταιρειών με παρουσία σε διεθνή ESG Ratings, που στο σύνολό τους απασχολούν περισσότερους από 136 χιλιάδες εργαζόμενους, ενώ ο κύκλος εργασιών τους ξεπερνά τα 48 δις. ευρώ. Οι εταιρείες αυτές ανήκουν σε ένα μεγάλο εύρος κλάδων, όπως για παράδειγμα τρόφιμα και ποτά, τηλεπικοινωνίες, λιανεμπόριο, χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, κατασκευές, ναυτιλία, ενέργεια και τεχνολογία.
Η συντριπτική πλειονότητα των εισηγμένων εταιρειών δεν αξιολογούνται από διεθνή ESG Ratings και οι επενδυτές δεν έχουν πρόσβαση σε σημαντική πληροφόρηση σχετικά με τις επιδόσεις τους. Από τις λίγες εταιρείες που αξιολογούνται, η έρευνα διαπίστωσε ότι το 77% έχει εκδώσει έκθεση βιώσιμης ανάπτυξης με χρήση συγκεκριμένων προτύπων. Ωστόσο, οι επιδόσεις των εταιρειών αυτών στα ESG Ratings κινήθηκαν στο εύρος 20%- 98%, με το μέσο όρο να βρίσκεται γύρω στο 70%.
Σύμφωνα με την έρευνα, οι περισσότερες εταιρείες (71%) συμμετέχουν στο Carbon Disclosure Project (CDP), ένα πολύ αξιόπιστο διεθνές εργαλείο αξιολόγησης σχετικά με περιβαλλοντικά θέματα, αν και με χαμηλές βαθμολογίες, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι υψηλότερο σκορ παρουσίασε η Coca-Cola HBC.
Επίσης, λίγες εταιρείες (30%) έχουν λάβει υπόψη τις κατευθυντήριες γραμμές της Task Force για τη δημοσιοποίηση οικονομικών στοιχείων σχετιζόμενων με το κλίμα (TCFD), από τις οποίες όμως μόνο μια έχει συντάξει έκθεση σχετικά με τις συστάσεις TCFD.
Ένα ελάχιστο ποσοστό (12%) των εταιρειών έχει εντάξει τα πρότυπα του Sustainability Accounting Standards Board (SASB) στις εκθέσεις που εκπονεί.
Σημαντική είναι η επιβεβαίωση, για άλλη μια φορά, και στην Ελλάδα η σύνδεση των καλύτερων οικονομικών επιδόσεων των επιχειρήσεων με υψηλές επιδόσεις στην εταιρική υπευθυνότητα και βιώσιμη ανάπτυξη, όπως έχει συμβεί και με άλλες σχετικές έρευνες στο εξωτερικό