Τον προβληματισμό του για τις δυνατότητες της χώρας να απορροφήσει τα 32 δις ευρώ του Ταμείου Ανάκαμψης μέσα σε 3 χρόνια, όπως προβλέπεται, διατύπωσε ευθέως ο Διευθύνων Σύμβουλος του Ομίλου ΕΛΛΑΚΤΩΡ – ενός από τους μεγαλύτερους τεχνικούς ομίλους της χώρας με μεγάλη εμπειρία σε θέματα δημοσίων συμβάσεων, έργων και μελετών, μιλώντας στο συνέδριο του Economist.
Επιπλέον αναδεικνύει τις παθογένειες που θεωρεί ότι κρατούν πίσω τις επενδύσεις στη χώρα ενώ εκφράζει τις απόψεις του τόσο για τις προθέσεις της κυβέρνησης όσο και για τις προοπτικές της οικονομίας.
Αναλυτικά η ομιλία του είχε ως εξής:
Η συζήτηση γύρω από τις επενδύσεις στην Ελλάδα διεξάγεται εδώ και χρόνια.
Κάθε χρόνο από το βήμα αυτού του συνεδρίου συζητούμε για τις αναγκαίες προϋποθέσεις και τη στόχευση αυτών των επενδύσεων.
Και ενώ όλοι συμφωνούμε ως προς την αναγκαιότητά τους, εντούτοις η πρόοδος που τελικά επιτυγχάνεται είναι δυσανάλογα μικρή σε σχέση με τις ανάγκες των αναγκών της ελληνικής οικονομίας και ειδικά φέτος που το συντριπτικό βάρος των επιπτώσεων της πανδημίας καθιστά τις νέες επενδύσεις επιτακτικά αναγκαίες
Ιδιαίτερα για την Ελλάδα, ο κορωνοϊός ήρθε σε μία στιγμή που η ελληνική οικονομία είχε μόλις αρχίσει να αναπνέει ξανά και να αφήνει πίσω της τις σκοτεινές ημέρες της δεκαετούς οικονομικής κρίσης.
Αν και σε επίπεδο δημόσιας υγείας η κατάσταση γενικά φαίνεται ελεγχόμενη, η οικονομία πληρώνει βαρύ τίμημα και δυστυχώς δεν έχουμε ακόμη δει τις επιπτώσεις σε όλο τους το μέγεθος.
Είναι απολύτως σαφές πως η κυβέρνηση το αναγνωρίζει αυτό και προσπαθεί να επιτύχει μία εξαιρετικά δύσκολη ισορροπία ανάμεσα στην προστασία της δημόσιας υγείας και στη διάσωση της οικονομίας.
Κανένα κράτος,όμως,δεν μπορεί επ’ άπειρον να επιδοτεί εργαζόμενους και επιχειρήσεις,και είναι απαραίτητο η ίδια η οικονομία να λειτουργήσει και να παράξει αξία, αντισταθμίζοντας το πλήγμα από την πανδημία.
Η κρίση αυτή έχει λειτουργήσει και ως καταλύτης για πρωτοβουλίες, όπως η δημιουργία από την Ευρωπαϊκή Ένωση του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, Από το Ταμείο αυτό η Ελλάδα θα επωφεληθεί σημαντικά ποσά της τάξης των 32 δισ. ώστε να επιτευχθεί η επιστροφή σε θετική πορεία και η επιτάχυνση της ανάπτυξης.
Το γεγονός ότι η ελληνική κυβέρνηση έχει ανακοινώσει ότι οι υποδομές και το περιβάλλον θα είναι από τους τομείς προτεραιότητας στη διοχέτευση των κεφαλαίων αυτών αποτελεί επίσης θετική εξέλιξη.
Υπάρχει μία κατ’ αρχήν κατανόηση του πού πρέπει να διοχετευθεί ένα μέρος αυτών των κεφαλαίων, ώστε να παραχθεί αξία.
Η ορθή στόχευση είναι πολύ σημαντική αλλά χωρίς ανάλογη ταχύτητα δεν φτάνει.
Τώρα που τα πρώτα μεγάλα βήματα έγιναν, η συμφωνία εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιτεύχθηκε και η Ελλάδα κατόρθωσε να εξασφαλίσει σημαντικό μέρος των προς διάθεση κεφαλαίων, η πολιτεία πρέπει να μετουσιώσει αυτή την ευκαιρία σε πράξη.
Ήδη από το βήμα της ΔΕΘ ο πρωθυπουργός έδωσε το στίγμα για απλοποίηση της αδειοδότησης για έργα Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, για μείωση της αταξίας μέσω ενός νέου Χωροταξικού και για επιτάχυνση υλοποίησης έργων σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο, μέσω της αναθεώρησης του Νόμου 4412 περί Δημοσίων Συμβάσεων.
Και η κυβερνητική πρόθεση υπάρχει και βήματα γίνονται, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία.
Όμως, οι μεγάλες παθογένειες που θέτουν εμπόδια στην υλοποίηση επενδύσεων εξακολουθούν να υπάρχουν.
Η απονομή της δικαιοσύνης είναι μία από αυτές. Χρειάζεται να συνταχθεί ένας οδικός χάρτης με συγκεκριμένα μέτρα και χρονοδιάγραμμα, ώστε και τα δικαστήρια να αποσυμφορηθούν και να μην δημιουργούνται νέες καθυστερήσεις σε καινούργιες υποθέσεις.
Μία άλλη παθογένεια έχει να κάνει με τους χρόνους αδειοδότησης αλλά και γενικότερης απόκρισης των δημοσίων υπηρεσιών.
Μπορεί το εκάστοτε νομοθετικό πλαίσιο να προβλέπει συγκεκριμένους χρόνους αλλά αυτοί δεν τηρούνται ποτέ.
Βεβαίως και υπάρχουν περιπτώσεις δύσκολες ή περίπλοκες ή όντως προβληματικές που δικαιολογούν τις όποιες καθυστερήσεις, αλλά αυτές δεν είναι η πλειοψηφία.
Σημείο – κλειδί για την ύπαρξη αναίτιων και άσκοπων καθυστερήσεων είναι το γεγονός ότι το νομοθετικό πλαίσιο δεν θεσπίζει αποζημιωτικές ρήτρες εις βάρος της Διοίκησης για αναιτιολόγητες καθυστερήσεις στην έκδοση διοικητικών πράξεων (αδειών).
Η ύπαρξη αστικής ευθύνης θεωρώ ότι θα ήταν καταλυτική για την εξομάλυνση των αδειοδοτικών διαδικασιών και την τήρηση των χρόνων που ορίζει ο νόμος.
Για μέρος, τουλάχιστον της επενδυτικής κοινότητας (διεθνούς και εγχώριας) η αξιοπιστία του Ελληνικού Δημοσίου ως αντισυμβαλλομένου έχει κλονιστεί. Νομίζω ότι αν όχι όλοι, οι περισσότεροι από εμάς έχουμε κάποια υπόθεση κατά νου.
Για να μπορέσει να δομηθεί εκ νέου σχέση εμπιστοσύνης χρειάζεται χρόνος και το πρόβλημα είναι ότι χρόνος δεν υπάρχει.
Τα 32 δισ. του Ταμείου Ανάκαμψης θα πρέπει να συμβασιοποιηθούν τα επόμενα 3 χρόνια.
Δηλ. μέσα σε 3 χρόνια θα πρέπει να έχουν γίνει προκηρύξεις, διαγωνισμοί, αξιολογήσεις και συμβάσεις.
Όλο αυτό από μόνο του είναι άθλος γιατί ο χρόνος είναι ελάχιστος για επενδύσεις αυτού του συνολικού ύψους (€32δις.) με δεδομένες τις παθογένειες της ελληνικής πραγματικότητας.
Αν σε όλα αυτά τα βήματα προστεθούν οι όποιες δικαστικές προσφυγές, η επίτευξη του χρονοδιαγράμματος των 3 χρόνων θα είναι θαύμα!
Είμαι πεπεισμένος ότι έχουμε μία κυβέρνηση που έχει την πρόθεση. Αναρωτιέμαι, όμως, πώς θα αρθούν τα προβλήματα γρήγορα ώστε και η εθνική οικονομία αλλά και η ελληνική κοινωνία να ωφεληθούν.
Σε κάθε περίπτωση, είμαστε εδώ και είμαστε πρόθυμοι να συμβάλλουμε με όποιο τρόπο μπορούμε.