Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε ένα σχέδιο δράσης για τις κρίσιμες πρώτες ύλες, τον κατάλογο κρίσιμων πρώτων υλών του 2020 και μια μελέτη ανάλυσης προοπτικών σχετικά με τις κρίσιμες πρώτες ύλες για τεχνολογίες και τομείς στρατηγικής σημασίας, με ορίζοντα το 2030 και το 2050.
Το σχέδιο δράσης εξετάζει τις τρέχουσες και τις μελλοντικές προκλήσεις και προτείνει δράσεις για τη μείωση της εξάρτησης της Ευρώπης από τρίτες χώρες, τη διαφοροποίηση του εφοδιασμού τόσο από πρωτογενείς όσο και από δευτερογενείς πηγές και τη βελτίωση της αποδοτικής χρήσης των πόρων και της κυκλικότητας, με παράλληλη προώθηση της υπεύθυνης προμήθειας πρώτων υλών παγκοσμίως. Οι δράσεις θα προωθήσουν τη μετάβαση του μπλοκ προς μια πράσινη και ψηφιακή οικονομία, ενισχύοντας ταυτόχρονα την ανθεκτικότητα της Ευρώπης και την ανοικτή στρατηγική της αυτονομία σε βασικές τεχνολογίες που είναι απαραίτητες για την εν λόγω μετάβαση. Ο κατάλογος κρίσιμων πρώτων υλών έχει επικαιροποιηθεί, ώστε να αντικατοπτρίζει τη μεταβολή της οικονομικής τους σημασίας και των σχετικών προκλήσεων στον τομέα του εφοδιασμού με βάση τη βιομηχανική εφαρμογή τους. Περιέχει 30 κρίσιμες πρώτες ύλες. Το λίθιο, που έχει ουσιώδη σημασία για τη μετάβαση στην ηλεκτροκίνηση, προστέθηκε για πρώτη φορά στον κατάλογο https://ec.europa.eu/docsroom/documents/42849
Ο κ. Μάρος Σέφτσοβιτς, Αντιπρόεδρος αρμόδιος για τις διοργανικές σχέσεις και τη διερεύνηση προοπτικών, δήλωσε σχετικά:
«Ο ασφαλής και βιώσιμος εφοδιασμός σε πρώτες ύλες αποτελεί προϋπόθεση για μια ανθεκτική οικονομία. Μόνο για τις μπαταρίες των ηλεκτρικών αυτοκινήτων και για την αποθήκευση ενέργειας η Ευρώπη θα χρειαστεί, για παράδειγμα, έως και 18 φορές μεγαλύτερη ποσότητα λιθίου έως το 2030 και έως 60 φορές περισσότερη ποσότητα έως το 2050. Όπως προκύπτει από τις προβλέψεις μας, δεν μπορούμε να επιτρέψουμε να αντικατασταθεί η τρέχουσα εξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα με εξάρτηση από τις κρίσιμες πρώτες ύλες. Το πρόβλημα αυτό μεγεθύνεται από τις αναταράξεις που έχει προκαλέσει ο κορονοϊός στις στρατηγικές αξιακές αλυσίδες μας. Ως εκ τούτου, θα οικοδομήσουμε μια ισχυρή συμμαχία για τη συλλογική μας μετάβαση από μια κατάσταση μεγάλης εξάρτησης σε μια κατάσταση διαφοροποιημένης, βιώσιμης και κοινωνικά υπεύθυνης προμήθειας πρώτων υλών, κυκλικότητας και καινοτομίας».
Ο κ. Τιερί Μπρετόν, Επίτροπος Εσωτερικής Αγοράς, δήλωσε τα εξής: «Ορισμένες πρώτες ύλες έχουν ουσιώδη σημασία για να μπορέσει η Ευρώπη να διαδραματίσει ηγετικό ρόλο στην πράσινη και την ψηφιακή μετάβαση και να παραμείνει η πρώτη βιομηχανική ήπειρος στον κόσμο. Δεν έχουμε την πολυτέλεια να βασιζόμαστε εξ ολοκλήρου σε τρίτες χώρες —για ορισμένες σπάνιες γαίες ακόμη και σε μία μόνο χώρα. Με τη διαφοροποίηση του εφοδιασμού από τρίτες χώρες και την ανάπτυξη της ικανότητας της ίδιας της ΕΕ όσον αφορά την εξόρυξη, την επεξεργασία, την ανακύκλωση, τον εξευγενισμό και τον διαχωρισμό των σπάνιων γαιών, μπορούμε να γίνουμε πιο ανθεκτικοί και πιο βιώσιμοι. Η υλοποίηση των δράσεων που προτείνουμε σήμερα θα απαιτήσει συντονισμένη προσπάθεια από τη βιομηχανία, την κοινωνία των πολιτών, τις περιφέρειες και τα κράτη μέλη. Ενθαρρύνουμε τα κράτη μέλη να συμπεριλάβουν στα εθνικά τους σχέδια ανάκαμψης επενδύσεις σε κρίσιμες πρώτες ύλες.»
Το σχέδιο δράσης για τις κρίσιμες πρώτες ύλες έχει τους εξής στόχους:
- ανάπτυξη ανθεκτικών αξιακών αλυσίδων για τα βιομηχανικά οικοσυστήματα της ΕΕ·
- μείωση της εξάρτησης από πρωτογενείς κρίσιμες πρώτες ύλες μέσω της κυκλικής χρήσης των πόρων, του σχεδιασμού βιώσιμων προϊόντων και της καινοτομίας·
- ενίσχυση της εγχώριας προμήθειας πρώτων υλών στην ΕΕ·
- διαφοροποίηση του εφοδιασμού από τρίτες χώρες και εξάλειψη των στρεβλώσεων στο διεθνές εμπόριο, με πλήρη σεβασμό των διεθνών υποχρεώσεων της ΕΕ.
Για την επίτευξη αυτών των στόχων, η σημερινή ανακοίνωση περιγράφει δέκα συγκεκριμένες δράσεις. Πρώτον, η Επιτροπή θα συγκροτήσει τις επόμενες εβδομάδες μια ευρωπαϊκή συμμαχία για τις πρώτες ύλες. Συγκεντρώνοντας όλους τους σχετικούς ενδιαφερόμενους φορείς, η συμμαχία θα επικεντρωθεί πρωτίστως στις πλέον επιτακτικές ανάγκες, και συγκεκριμένα στην ενίσχυση της ανθεκτικότητας της ΕΕ στις αξιακές αλυσίδες των σπάνιων γαιών και των μαγνητών, διότι το στοιχείο αυτό έχει καθοριστική σημασία για τα περισσότερα βιομηχανικά οικοσυστήματα της ΕΕ, όπως τα οικοσυστήματα της ανανεώσιμης ενέργειας, της άμυνας και του διαστήματος. Αργότερα, η συμμαχία θα μπορούσε να επεκταθεί, ώστε να αντιμετωπίσει ανάγκες σε άλλες κρίσιμες πρώτες ύλες και κοινά μέταλλα.
Για την καλύτερη χρήση των εγχώριων πόρων, η Επιτροπή θα συνεργαστεί με τα κράτη μέλη και τις περιφέρειες για τον εντοπισμό έργων εξόρυξης και επεξεργασίας στην ΕΕ που μπορούν να τεθούν σε λειτουργία έως το 2025. Ιδιαίτερη έμφαση θα δοθεί στις περιοχές εξόρυξης άνθρακα και σε άλλες περιοχές που βρίσκονται σε μεταβατικό στάδιο, με ιδιαίτερη προσοχή στην εμπειρογνωσία και τις δεξιότητες που σχετίζονται με την εξόρυξη και την επεξεργασία πρώτων υλών.
Η Επιτροπή θα προωθήσει τη χρήση του δικού της προγράμματος γεωσκόπησης Copernicus για τη βελτίωση της εξερεύνησης πόρων, της διεξαγωγής των σχετικών εργασιών και της περιβαλλοντικής διαχείρισης μετά το κλείσιμο εγκαταστάσεων. Ταυτόχρονα, το πρόγραμμα «Ορίζων Ευρώπη» θα στηρίξει την έρευνα και την καινοτομία, ιδίως όσον αφορά τις νέες τεχνολογίες εξόρυξης και επεξεργασίας, την υποκατάσταση και την ανακύκλωση.
Στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας, άλλες δράσεις θα έχουν ως αντικείμενο την κυκλικότητα και τη βιωσιμότητα της αλυσίδας αξίας των πρώτων υλών. Ως εκ τούτου, έως το τέλος του 2021, η Επιτροπή θα αναπτύξει βιώσιμα κριτήρια χρηματοδότησης για τον εξορυκτικό τομέα. Θα καταγράψει επίσης το δυναμικό εφοδιασμού σε δευτερογενείς κρίσιμες πρώτες ύλες από τα αποθέματα και τα απορρίμματα της ΕΕ, προκειμένου να εντοπίσει βιώσιμα έργα ανάκτησης έως το 2022.
Η Επιτροπή θα αναπτύξει στρατηγικές διεθνείς συμπράξεις για την εξασφάλιση της προμήθειας κρίσιμων πρώτων υλών που δεν υπάρχουν στην Ευρώπη. Ήδη από το 2021 θα ξεκινήσουν πιλοτικές συμπράξεις με τον Καναδά, τις ενδιαφερόμενες χώρες της Αφρικής και τις γειτονικές χώρες της ΕΕ. Σ’ αυτά και σε άλλα πλαίσια διεθνούς συνεργασίας, η Επιτροπή θα προωθήσει τις βιώσιμες και υπεύθυνες πρακτικές εξόρυξης και τη διαφάνεια.