Ο φορολογικός μηχανισμός, όπως και η προσδοκία για εξορθολογισμό του συστήματος, δεν επετεύχθη, παρότι η ελληνική οικονομία έχασε το 25% του ΑΕΠ από το 2010 μέχρι σήμερα. Παράλληλα, δεν κατέστη εφικτό να μπει μία τάξη ανάμεσα στους έμμεσους και άμεσους φόρους. Όσο για την εφαρμογή του ΕΝΦΙΑ στα ακίνητα, συνέβαλε στην αύξηση των άμεσων φορολογικών εσόδων, όπως διαπιστώνεται στην έκθεση με τίτλο το Σχέδιο Ανάπτυξης για την Ελληνική Οικονομία που φέρει την υπογραφή του νομπελίστα Χριστόφορου Πισσαρίδη, καθηγητή του London Scool και του Πανεπιστημίου Κύπρου.
Αρχικά, η έκθεση καταρρίπτει τη ρητορική των πολιτικών κατά της μάχης της φοροδιαφυγής, η οποία παραμένει ασύλληπτη. Πρότεινε την ελάφρυνση της μισθωτής εργασίας, χωρίς να εκτιμά ότι θα υποκατασταθούν τα έσοδα με καταπολέμηση της φοροδιαφυγής. Για αυτό το λόγο προτείνει τη διατήρηση των υψηλών συντελεστών στην έμμεση φορολογία (ΦΠΑ)
Πιο αναλυτικά για το καθεστώς της φορολογίας διαπιστώνει ότι:
Στο διάστημα από το 2010 έως σήμερα και στο πλαίσιο της επίτευξης δημοσιονομικής ισορροπίας, τα φορολογικά έσοδα αυξήθηκαν σταδιακά από το 32% σε 38,9% (στοιχεία 2018) του ΑΕΠ, ποσοστό που πλέον αντιστοιχεί περίπου στον μέσο όρο των οικονομιών της Ευρωζώνης (40,5%) Αντίστοιχα, οι δαπάνες της Γενικής Κυβέρνησης περιορίστηκαν στον μ.ό. της Ευρωζώνης (47% του ΑΕΠ), σε 46,9% του ΑΕΠ το 2018 από 52,5% το 2009 .
Σε σύγκριση με την Ευρωζώνη, η Ελλάδα υπολείπεται σημαντικά στα έσοδα από άμεσους φόρους (10,2% έναντι 13,3% του ΑΕΠ), έχει δυσανάλογα υψηλότερα έσοδα από έμμεσους φόρους (17,1% έναντι 9,9% του 1995 ΑΕΠ) και σημαντικά υψηλότερη φορολογική επιβάρυνση στην εργασία (έμμεσος φορολογικός συντελεστής 43,2% έναντι 38,6%), στην ακίνητη περιουσία και στα ενεργειακά προϊόντα.
Η διάρθρωση των φορολογικών εσόδων αντανακλά και αναπαράγει τις χρόνιες στρεβλώσεις και παθογένειες της ελληνικής οικονομίας: μεγάλη άτυπη οικονομία («παραοικονομία»), μεγάλο πλήθος αυτοαπασχολούμενων, χαμηλή παραγωγικότητα και προστιθέμενη αξία, υψηλή εξάρτηση από την κατανάλωση, μικρό ποσοστό οικονομικά ενεργού πληθυσμού, και υψηλή ανεργία.
Ειδικότερα, οι πολύ υψηλοί συντελεστές φόρων στην εργασία (μετά τα εισαγωγικά κλιμάκια), ενώ υπάρχει υστέρηση στα αντίστοιχα έσοδα, αντανακλούν το μικρό ποσοστό οικονομικά ενεργού πληθυσμού, την υψηλή ανεργία και το υψηλό ποσοστό αδήλωτης ή υποδηλωμένης εργασίας.
Αντίστοιχα, ενδείξεις για υψηλό ποσοστό αδήλωτων εισοδημάτων και φοροδιαφυγής προέρχεται από το γεγονός ότι, αν και τα άμεσα φορολογικά έσοδα ενισχύονται σημαντικά από τον ΕΝΦΙΑ, παραμένουν πολύ χαμηλότερα από την υπόλοιπη Ευρωζώνη.
Σημαντική συνεισφορά στη μεγάλη έκταση της φοροδιαφυγής έχει και η πολυπλοκότητα του φορολογικού συστήματος, παρά τις προσπάθειες απλοποίησης κατά την τελευταία δεκαετία, ενώ και η εμπιστοσύνη των πολιτών στο φορολογικό σύστημα και διοίκηση παραμένει χαμηλή.
Φοροδιαφυγή παρατηρείται και στην έμμεση φορολογία, ιδίως καθώς μεγάλο μέρος των υπηρεσιών που αντιστοιχεί σε υψηλό συντελεστή ΦΠΑ δραστηριοποιείται στην άτυπη οικονομία και δεν καταγράφεται. Ειδικότερα, η Ελλάδα εμφανίζει τη δεύτερη υψηλότερη υστέρηση στον ΦΠΑ (VAT gap) στην ΕΕ, με 33,6% της συνολικής φορολογικής απαίτησης (VAT total tax liability).
Για την αγορά ακινήτων
Ο φόροι στην ακίνητη περιουσία πρέπει να εξορθολογιστούν, να ενοποιηθούν και να περάσουν σε τοπικό επίπεδο. Η κατάργηση του «συμπληρωματικού φόρου» για τους ιδιώτες θα μειώσει τις στρεβλώσεις και θα ενισχύσει την αγορά ακινήτων. Είναι σημαντική η λειτουργία μιας αξιόπιστης και ανεξάρτητης αρχής για τον καθορισμό των αντικειμενικών αξιών ακινήτων, που θα πρέπει να εναρμονίζονται με τις πραγματικές αξίες της αγοράς. Ειδικοί περιβαλλοντικοί φόροι μπορεί επίσης να έχουν σταδιακά υψηλότερο μερίδιο στο μείγμα των εσόδων. Είναι σημαντικό οι περιβαλλοντικοί φόροι είτε να αντικαθιστούν με διαφάνεια υπάρχοντες φόρους είτε να επιστρέφονται εξ’ ολοκλήρου στους φορολογούμενους ως εμφανής μείωση φόρου εισοδήματος. Σημαντική προϋπόθεση για τη διατήρηση των εσόδων στο απαραίτητο επίπεδο με ταυτόχρονη ενίσχυση της παραγωγικής βάσης είναι η διεύρυνση της φορολογικής βάσης.
Σε αυτό θα συμβάλλει η κατάλληλη χρήση των ηλεκτρονικών συναλλαγών και άλλων μέσων που ενισχύουν τη διαφάνεια και δημιουργούν τα κίνητρα για νοικοκυριά και επιχειρήσεις να κινηθούν στην τυπική και όχι στην άτυπη οικονομία. Σε δραστηριότητες που εμφανίζουν υψηλά επίπεδα φοροδιαφυγής μπορεί να εφαρμοστούν στοχευμένες πολιτικές μειωμένων φορολογικών συντελεστών προκειμένου να περιοριστεί το ανταγωνιστικό-φορολογικό πλεονέκτημα όσων δραστηριοποιούνται στην άτυπη οικονομία. Η ισχυρή άνοδος των ηλεκτρονικών πληρωμών συνέβαλε στην άνοδο των εισπράξεων από ΦΠΑ,36,37 ωστόσο υπάρχουν ακόμα σημαντικά περιθώρια για περαιτέρω ενίσχυση, καθώς η Ελλάδα παραμένει πολύ χαμηλά στην κατάταξη με βάση την αξία συναλλαγών με κάρτες ως ποσοστό της ιδιωτικής κατανάλωσης (4η χαμηλότερη στην ΕΕ με 18,4%, έναντι 36,7% κατά μέσο όρο στην ΕΕ το 2018, με βάση στοιχεία από την ΕΚΤ).