Την προσωπική εκτίμηση ότι τα συνολικά έσοδα για τον ελληνικό τουρισμό θα είναι φέτος μειωμένα στο 20%, σε σχέση με τα 18-19 δισ. ευρώ του 2019, διατύπωσε σήμερα ο γενικός διευθυντής του Ιδρύματος Βιομηχανικών και Οικονομικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), Νίκος Βέττας, μιλώντας σε διαδικτυακό σεμινάριο με θέμα τη «Μεταπανδημική ανάκαμψη των οικονομιών του Εύξεινου Πόντου», που διοργάνωσε η Παρευξείνια Τράπεζα.
Όπως είπε, η εκτίμησή του κυμαίνεται σε χαμηλά επίπεδα, διότι παρά την αυξημένη επιθυμία για ταξίδια στην Ελλάδα, λόγω και της επιτυχούς αντίδρασης της χώρας στην υγειονομική αντιμετώπιση της πανδημίας, υπάρχουν κάποιοι παράγοντες, που εκτιμά ότι θα επηρεάσουν αρνητικά τα έσοδα: πρώτον, οι περισσότεροι από τους τουρίστες που θα επισκεφτούν τη χώρα θα είναι πιθανότατα νεαρότερης ηλικίας (και οι νεότεροι παραδοσιακά δαπανούν λιγότερα στον προορισμό τους από όσους είναι άνω των 65 ετών), θα είναι πιο επιφυλακτικοί και σίγουρα θα έρθουν στη χώρα με χαμηλές τιμές.
Επιπλέον, πρόσθεσε, σε αντίθεση π.χ., με τη Γαλλία ή την Ιταλία, ο ελληνικός τουρισμός αντλεί την πλειονότητα των εσόδων του στη διάρκεια των τριών θερινών μηνών, οπότε μετά τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο, η ευκαιρία ανάκαμψης σε όρους εσόδων δεν είναι μεγάλη.
«Κατά κάποιον τρόπο, αυτό που ίσως είναι πιο ανησυχητικό, δεν είναι το τι θα συμβεί φέτος, που νομίζω πως θα εξαρτηθεί και από τις εξελίξεις σε μεγάλες αγορές για τον ελληνικό τουρισμό, όπως η Γερμανία ή το Ηνωμένο Βασίλειο ή οι ΗΠΑ κτλ, αλλά το τι θα γίνει και σε όλες τις άλλες χώρες στην επόμενη διετία κι αργότερα, αν δηλαδή αυτό θα είναι ένα σοκ, που θα μείνει μαζί μας για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα» επισήμανε. Επανέλαβε δε τις εκτιμήσεις του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών, σύμφωνα με τις οποίες το 2020 η ελληνική οικονομία πιθανώς θα βιώσει ύφεση της τάξης του 8% σε πραγματικούς όρους.
Ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ υπενθύμισε ότι, εκτός από τον τουρισμό, η Ελλάδα έχει μεγάλη εξάρτηση και από τις μεταφορές, αφού αποτελεί περιφερειακό κόμβο για την περιοχή του Ευξείνου Πόντου και πύλη για το παγκόσμιο εμπόριο μέσω του λιμανιού του Πειραιά, αλλά και ολοένα περισσότερο και της Θεσσαλονίκης, ενώ διαθέτει πολύ ισχυρή ναυτιλία. «Το πώς θα πάνε όλα αυτά στα επόμενα δύο χρόνια θα είναι σημαντικό» υπογράμμισε και συμπλήρωσε ότι τα καλά νέα είναι αφενός πως φαίνεται ότι η ελληνική κυβέρνηση έχει σχέδιο και αφετέρου ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση παρέχει στήριξη. «Υπάρχει σε εξέλιξη μια κρίσιμη σύνοδος κορυφής της ΕΕ αυτή τη στιγμή που μιλάμε και θα δούμε ποια θα είναι και η δημοσιονομική απάντηση, επιπλέον της ανταπόκρισης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και θεωρώ πως ήταν καθοριστικό ότι η Ευρώπη αποφάσισε αυτή τη φορά ότι δεν θα ήταν συνετό να αυξήσει το ρίσκο και να προσθέσει μια άλλη κρίση, πιθανώς μια κρίση χρέους, πάνω στην κρίση της πανδημίας» συμπλήρωσε.
Δεν μπορεί να προεξοφληθεί ότι η επόμενη δεκαετία θα είναι αναγκαστικά δύσκολη
Αναφερόμενος γενικότερα στην παγκόσμια οικονομία, ο κ. Βέττας επισήμανε ότι, αν γίνουν οι σωστές κινήσεις σε επίπεδο πολιτικών, δεν μπορεί να προεξοφληθεί ότι η επόμενη δεκαετία θα είναι αναγκαστικά δύσκολη. Επισήμανε δε ότι, παρότι τίποτα δεν συμβαίνει δύο φορές, ωστόσο, αν σκεφτεί κάποιος την πετρελαϊκή κρίση των τελευταίων ετών της δεκαετίας του ’70, που χτύπησε άμεσα και ισχυρά την παγκόσμια οικονομία, αρχίζοντας στο πεδίο της προσφοράς και τελικά και σε εκείνο της ζήτησης, ίσως μπορεί να δει τις σημερινές συνθήκες από αισιόδοξη σκοπιά, μετέδωσε το ΑΠΕ – ΜΠΕ.
Όπως είπε, μετά το μεγάλο χτύπημα εκείνης της κρίσης στις δυτικές οικονομίες, σίγουρα στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ, η οικονομία μπήκε -μετά από ένα διάστημα αναταραχής και πληθωρισμού- σε μια 25ετή περίοδο συνεχούς ανάπτυξης, τεχνολογικής προόδου, αυξημένων εμπορευματικών ροών στην Ευρώπη και τη Νότια Αμερική και της παγκοσμιοποίησης, με ενσωμάτωση της Κίνας και των περισσότερων ασιατικών χωρών στο παγκόσμιο δίκτυο και της πολιτικής σταθερότητας. Κι αυτή, με τη σειρά της, ακολουθήθηκε από μια περίοδο αύξησης χρέους, για να διατηρηθούν οι κατά τα άλλα μη διατηρήσιμοι ρυθμοί ανάπτυξης του προηγούμενου χρονικού διαστήματος, αρχής γενομένης γύρω στο 2000.
Κατά τον κ.Βέττα, σε όρους παγκόσμιας οικονομίας υπάρχουν πράγματα που πρέπει να μας ανησυχούν όλους, ως προς το πώς εισήλθαμε σε αυτή την κρίση της πανδημίας, ιδίως ως προς το κομμάτι της νομισματικής πολιτικής, που εφαρμόστηκε σε μεγάλο μέρος του κόσμου για μεγάλο χρονικό διάστημα.
«Ο τρόπος που βλέπω αυτά τα μέτρα νομισματικής πολιτικής (σ.σ. του παρελθόντος), είναι σαν κορτιζόνη ή άλλα φάρμακα, που πρέπει να τα χρησιμοποιήσεις όταν χρειάζεται, αλλά μεσομακροπρόθεσμα δεν είναι καλά. Και τη στιγμή που σκεφτόμασταν πώς θα βγούμε από αυτή την παγίδα, χτυπηθήκαμε από αυτό (την πανδημία) και τώρα, αντί να χρησιμοποιούμε τα φρένα, χρησιμοποιούμε το γκάζι ξανά. Πρέπει πολύ σοβαρά να σκεφτούμε πώς θα βγούμε από αυτό» τόνισε.