Η αντιμετώπιση της κρίσης του COVID-19 μπορεί να αξιοποιηθεί για μια βαθιά, συστημική μετάβαση σε μια πιο βιώσιμη οικονομία, η οποία θα λειτουργεί προς όφελος όλων.
Για την ανθρωπότητα, αλλά και για το φυσικό περιβάλλον του πλανήτη μας» ανέφερε ο υπουργός Τουρισμού Χάρης Θεοχάρης στο πλαίσιο της παρέμβασής του σε τηλεδιάσκεψη του Παγκόσμιου Οργανισμού Τουρισμού.
Η τηλεδιάσκεψη του ΠΟΤ είχε θέμα «Το Μέλλον του Τουρισμού στην Ατζέντα του 2030: Καινοτομία και Βιωσιμότητα ως η νέα Κανονικότητα» και ο κ. Θεοχάρης είχε την ευκαιρία να εκφράσει τις θέσεις της Ελλάδας σχετικά με κρίσιμα ζητήματα γενικότερου ενδιαφέροντος, τα οποία γίνονται ακόμη πιο επίκαιρα εξ’ αφορμής της παγκόσμιας υγειονομικής κρίσης.
Ο υπουργός Τουρισμού εξήρε το πόσο σημαντική είναι η συλλογική προσπάθεια επίτευξης των 17 Στόχων για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη, όπως τους έχουν θέσει από κοινού ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Τουρισμού.
Ο κ. Χάρης Θεοχάρης τόνισε ότι «το όραμα του Ελληνικού υπουργείου Τουρισμού είναι, πρώτον, να συνεχίσει να συμμορφώνεται με τους Στόχους της Ατζέντας του ΟΗΕ για το 2030. Και, δεύτερον, να προχωρήσει στην καθιέρωση του εθνικού συστήματος αξιολόγησης ώστε να παρακολουθεί την πρόοδο της προσπάθειας της επίτευξής τους».
Ο υπουργός Τουρισμού επισήμανε ότι «οι τομείς προτεραιότητας για επενδύσεις στον εθνικό τουρισμό είναι οι ψηφιακές δεξιότητες, όπως και η υιοθέτηση βιώσιμων μοντέλων παραγωγής και κατανάλωσης. Εργαζόμαστε εντατικά για την αναβάθμιση των ψηφιακών δυνατοτήτων και δεξιοτήτων, ενώ επιδιώκουμε τη βέλτιστη δυνατή αξιοποίηση της διαχείρισης δεδομένων.
Η μεγάλη πρόκληση του άμεσου μέλλοντος αφορά σαφώς στην ψηφιακή και περιβαλλοντική μετάβαση. Οι τουριστικές δραστηριότητες θα πρέπει να αναπτύσσονται σε ευθυγράμμιση με την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία και την Ατζέντα του ΟΗΕ για το 2030».
Σύμφωνα με το ΑΠΕ – ΜΠΕ, ο κ. Θεοχάρης παρουσίασε ορισμένους από τους κύριους άξονες τους οποίους έχει θέσει το ελληνικό υπουργείο Τουρισμού, σε σχέση με τη μετάβαση στη βιώσιμη προσέγγιση της οικονομίας, ως εξής:
– Ενίσχυση της ζήτησης, με παράλληλη διασφάλιση της υγείας και της ασφάλειας, τόσο των εργαζομένων όσο και των επισκεπτών.
– Αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των ταξιδιωτών.
– Υποστήριξη της ρευστότητας και της απασχόλησης στον τουρισμό και αναβάθμιση των δεξιοτήτων.