Κέρδη για τις τράπεζες έφερε ο COVID-19, ο οποίος τους έδωσε ακόμη μια ευκαιρία να αυξήσουν τα έσοδά τους από μία κατηγορία δανειοληπτών που, μέχρι χθες πλήρωνε κανονικά τις υποχρεώσεις της. Με άλλα λόγια, οι πρωτοφανείς συνθήκες και το lockdown της οικονομίας για τους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα, αποδείχθηκε ως μία καλή ευκαιρία για το εγχώριο τραπεζικό σύστημα.
Οι διευκολύνσεις των τραπεζών προς τους συνεπείς δανειολήπτες έγινε προς όφελος των τραπεζών, παρά τις οδηγίες του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης να δώσουν λύσεις που θα εξυπηρετούν τους συνεπείς δανειολήπτες, με την αναστολή των δόσεων των στεγαστικών και των καταναλωτικών δανείων.
Οι τράπεζες προτίμησαν το «πάγωμα» για τουλάχιστον 3 μηνες των δόσεων των στεγαστικών και καταναλωτικών δανείων, αλλά με κεφαλαιοποίηση των τόκων. Οι διευκολύνσεις των τραπεζών, εξαιτίας του COVID-19, δίνουν έσοδα στα ταμεία των τραπεζών από μία κατηγορία δανειοληπτών που ήταν το στήριγμα των συστημικών τραπεζών στη δεκαετή οικονομική κρίση.
Ο COVID-19 στρίμωξε και τους συνεπείς δανειολήπτες, καθώς μετά τη λήξη της αναστολής των δόσεων θα διαπιστώσουν ότι η μηνιαία δόση θα είναι υψηλότερη, σε σχέση με αυτή που κατέβαλαν πριν την πανδημία.
Παράδειγμα, αν κάποιος χρωστούσε 20.000 ευρώ τον περασμένο Φεβρουάριο, με μηνιαία δόση 500 ευρώ, τα 250 πήγαιναν στην εξόφληση του κεφαλαίου και τα υπόλοιπα 250 για την αποπληρωμή των τόκων.
Στους μήνες της αναστολής των δόσεων θα πλήρωνε το ποσό των 1.500 ευρώ και το δάνειο του θα υποχωρούσε στα 19.250 ευρώ.
Μετά το καθεστώς της αναστολής των δόσεων, γίνεται ανακεφαλαιοποίηση των τόκων, με αποτέλεσμα οι τόκοι προστίθενται στο κεφάλαιο και εκτοκίζονται εκ νέου με το συμβατικό επιτόκιο.
Συνεπώς, τα 1.500 ευρώ που αντιστοιχούσαν στην εξόφληση του δανείου έχουν προστεθεί στο αρχικό κεφάλαιο. Πριν, η οφειλή ήταν 20.000 ευρώ και μετά διαμορφώνεται περίπου στις 21.000 ευρώ. «Χρυσάφι» για τις τράπεζες έγιναν οι διευκολύνσεις, ενώ αναμένεται και οι συνεπείς δανειολήπτες προ-κορονοϊου να περάσουν στην κόκκινη περιοχή των δανειοληπτών.