Στις κινήσεις για τη στήριξη της οικονομίας της Ελλάδας, με δεδομένη την ύφεση του ΑΕΠ λόγω της κρίσης του κορονοϊού, αναφέρεται ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών, στο εβδομαδιαίο οικονομικό του δελτίο.
Ειδικότερα, οι αναλυτές του ΣΕΒ αναφέρουν πως για τον μετριασμό των υφεσιακών επιδράσεων, λαμβάνονται μέτρα προσωρινής στήριξης των εισοδημάτων και της απασχόλησης, που χρηματοδοτούνται από μια επεκτατική δημοσιονομική πολιτική, καθώς και σημαντικού ύψους ευρωπαϊκούς πόρους. Ταυτόχρονα, αίρονται σταδιακά οι υγειονομικοί περιορισμοί, αναλόγως της προόδου στην ύφεση της πανδημίας, ώστε να αρχίσει η οικονομία να επιστρέφει στην κανονικότητα.
Η αντιμετώπιση της πανδημίας του κορονοϊού θα έχει ως αποτέλεσμα τον προσωρινό εκτροχιασμό της δημοσιονομικής πορείας των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων, που έχει συμφωνηθεί με τους εταίρους μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, λόγω του υψηλού δημοσίου χρέους.
Αν και η διόγκωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων το 2020 και 2021 έχει εν πολλοίς έκτακτο χαρακτήρα, αυξάνει εν τούτοις τις ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες του ελληνικού δημοσίου, που καλύπτονται, είτε από νέο δανεισμό, είτε και από ρευστοποίηση κρατικών αποθεματικών (€37 δισ. περίπου εκ των οποίων τα €21 δισ. περίπου είναι διαθέσιμα στην ελληνική κυβέρνηση). Υπενθυμίζεται ότι ο ορισμός της βιωσιμότητας του χρέους επιτάσσει οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες ως ποσοστό του ΑΕΠ να παραμένουν κάτω του 15% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα και κάτω του 20% μακροπρόθεσμα.
Σύμφωνα με την 5η Έκθεση Ενισχυμένης Εποπτείας, το κριτήριο της βιωσιμότητας ικανοποιείται. Ο άγνωστος Χ πλέον, όμως, είναι η επίδραση του κορωνοϊού στην άσκηση βιωσιμότητας του χρέους. Στο βαθμό που τα ελλείμματα χρηματοδοτούνται από κρατικά διαθέσιμα, δεν επηρεάζεται το χρέος. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι τα κρατικά διαθέσιμα είναι απεριόριστα. Έτσι, όταν χρησιμοποιούνται για καλό σκοπό όπως λόγω του COVID-19, θα πρέπει να αναπληρώνονται μέσω δανεισμού, αν δεν υπάρχει άλλος τρόπος σώρευσης πόρων.
Για το 2020 και 2021, σύμφωνα με τις εαρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, τα αναμενόμενα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα μετατρέπονται λόγω του κορωνοϊού αφενός σε πρωτογενές έλλειμμα -3,4% του ΑΕΠ για το 2020, και αφετέρου σε πρωτογενές πλεόνασμα 0,6% του ΑΕΠ για το 2021, με την συνολική απόκλιση από τους στόχους σε δημοσιονομικούς όρους να διαμορφώνεται σε 10 π.μ. περίπου (7 π.μ. για το 2020 και 3 π.μ. για το 2021).
Πέραν, όμως, της δημοσιονομικής απόκλισης, είναι δύσκολο πλέον να αξιολογηθεί η πορεία των μακροοικονομικών μεγεθών (επιτόκια, ανάπτυξη, κλπ.) στη μετά τον κορονοϊό εποχή.
Ήδη η χώρα μας αναδείχθηκε μέσα στην κρίση του κορονοϊού ως μια από τις πιο ευάλωτες χώρες της Ευρωζώνης, λόγω της χαμηλής παραγωγικότητας της οικονομίας μας (μικρές επιχειρήσεις, υψηλό ποσοστό αυτοαπασχολούμενων, υπερβολική εξάρτηση από τον τουρισμό και το εμπόριο) και των δυσμενών μακροπρόθεσμα δημογραφικών προοπτικών (γήρανση του πληθυσμού, μείωση του εργατικού δυναμικού).
Παράλληλα, στη μετά τον κορωνοϊό εποχή, δυσχεραίνεται ακόμα περισσότερο η προσπάθεια προσέλκυσης διεθνών επενδυτικών κεφαλαίων, λόγω της αβεβαιότητας που προκαλεί η αλλαγή καταναλωτικών προτύπων, εργασιακών συνθηκών, η διάθεση για ανάληψη επενδυτικού κινδύνου, κ.ο.κ. Και είναι γνωστή η εξάρτηση της χώρας μας από τις αποταμιεύσεις του εξωτερικού, δεδομένης της αρνητικής αποταμίευσης των νοικοκυριών στην Ελλάδα. Συνεπώς, διαμορφώνεται ένα δύσκολο αναπτυξιακό τοπίο, που απαιτεί ισχυρή αναπτυξιακή ώθηση.
Σημειώνεται ότι για το 2020, 2021 και το 2022, το πρωτογενές πλεόνασμα, σε όρους ενισχυμένης εποπτείας, είχε συμφωνηθεί σε +3,5 π.μ. του ΑΕΠ, αποκλιμακούμενο σε +2,2 π.μ. του ΑΕΠ κατά μέσο όρο την περίοδο 2023-2060. Στην 5η Έκθεση Ενισχυμένης Εποπτείας (Φεβ. 2020), αναφέρεται η πρόθεση των ελληνικών αρχών να ζητήσουν, για αναπτυξιακούς σκοπούς, μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων-στόχων μέχρι και το 2022 (τελευταία χρονιά πρωτογενούς πλεονάσματος +3,5 π.μ. του ΑΕΠ), που θα πρέπει να εγκριθεί από το Eurogroup.
Η δημοσιονομική κατάσταση που διαμορφώνεται στην μετά τον κορονοϊό εποχή προφανώς επηρεάζει εν δυνάμει δυσμενώς τη βιωσιμότητα του χρέους, καθώς προκύπτουν πρωτογενή ισοζύγια για το 2020 και το 2021 δυσμενέστερα των συμφωνηθέντων. Η αξιόπιστη δημοσιονομική πολιτική, που έχει ασκηθεί στη χώρα τους τελευταίους μήνες, το σχετικά χαμηλότερο περιθώριο κινδύνου και το γεγονός ότι η παρούσα κρίση δεν οφείλεται σε πλημμελή δημοσιονομική διαχείριση αλλά αφορά μια διεθνή και απρόβλεπτη εξέλιξη μειώνουν ίσως τις πιθανότητες οι δανειστές να ζητήσουν αντισταθμιστικά μέτρα. Από την άλλη πλευρά, όμως, θα είναι πλέον εξαιρετικά δύσκολο να ζητήσει η ελληνική κυβέρνηση μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων-στόχων, σε μια προσπάθεια επιτάχυνσης της αναπτυξιακής διαδικασίας.
Σχολιάζοντας τις εαρινές προβλέψεις της Κομισιόν για την ελληνική οικονομία, ο ΣΕΒ επισημαίνει ότι εάν τα πράγματα εξελιχθούν όπως προβλέπει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (υπερδιπλάσια μείωση της ιδιωτικής κατανάλωσης), τότε πρέπει η κυβέρνηση να λάβει μέτρα συμβατά με μια πολύ μεγαλύτερη της προβλεπόμενης ύφεσης.
Και στο βαθμό που η δημοσιονομική πολιτική αδυνατεί να σηκώσει το βάρος της αντιστάθμισης μιας τόσο βαθιάς ύφεσης, η οικονομική πολιτική πρέπει να αποκτήσει μεγαλύτερη ευελιξία στην επιδίωξή της να προστατεύσει την απασχόληση, με όσο το δυνατόν μικρότερες απώλειες εισοδήματος.
Στη μετά τον κορονοϊό εποχή, η Ελλάδα, έχοντας πλέον εφόδιο την πολύ θετική εικόνα που έχει δημιουργηθεί για τη χώρα στο μέτωπο της υγειονομικής κρίσης αλλά και την πρωτοφανή ευελιξία που έδειξε κατά την προσαρμογή στα νέα δεδομένα, μπορεί να κάνει μια σοβαρή προσπάθεια αναδιάρθρωσης του παραγωγικού της προτύπου, στην κατεύθυνση της πολυδιάστατης και βιώσιμης ανάπτυξης, προσελκύοντας τις αντίστοιχες επενδύσεις.
Αυτή η προσπάθεια απαιτεί μεταξύ άλλων, μειώσεις του μη μισθολογικού και του ενεργειακού κόστους, όμως πάνω απ’ όλα απαιτεί συστηματικές μεταρρυθμίσεις, ώστε να αποκτήσουμε μια εκσυγχρονισμένη και ευέλικτη δημόσια διοίκηση, αλλά και δημόσιες επενδύσεις που θα ενισχύσουν τις υποδομές και τις δεξιότητες που χρειαζόμαστε στην ψηφιακή εποχή.