Γεωτρύπανο Energean
Γεωτρύπανο Energean
Γεωτρύπανο EnergeanΠηγή Εικόνας: ΑΠΕ-ΜΠΕ

Στη δίνη της υγειονομικής και της πετρελαϊκής κρίσης φαίνεται πως βρίσκονται οι ξένοι κολοσσοί που επιχειρούν στην κυπριακή ΑΟΖ, με αποτέλεσμα τις ανακοινώσεις για καθυστερήσεις στις γεωτρήσεις τους.

Η γαλλική εταιρεία TOTAL ανακοίνωσε πτώση 35% στα κέρδη της για το α’ τρίμηνο του 2020, με τα καθαρά κέρδη να πέφτουν από τα $2.8 δισ., που ήταν το αντίστοιχο διάστημα του 2019, στα $1.8 δισ. φέτος. Η μετοχή της εταιρείας καταγράφει πτώση 38% μέχρι στιγμής ενώ το Δ.Σ. της εταιρείας επιβεβαίωσε πως το μέρισμα για το α’ τρίμηνο θα ανέρχεται στα 0,66 ευρώ ανά μετοχή. Νωρίτερα, η ιταλική ΕΝΙ είχε ανακοινώσει πτώση 94% στα κέρδη της για το ίδιο διάστημα που σημαίνει ότι περιορίστηκαν σε 59 εκατ. ευρώ από 992 εκατ. ευρώ που είχε το α’ τρίμηνο του 2019. Μάλιστα, η εταιρεία είχε δημοσιοποιήσει, ήδη από τον Μάρτιο, την απόφασή της να προβεί σε ακύρωση επαναγοράς μετοχών ύψους 400 εκατ. ευρώ.

Σε κάθε περίπτωση, τον κύκλο των αποχωρήσεων από την κυπριακή ΑΟΖ είχε ανοίξει η αμερικανική εταιρεία ExxonMobil που «πάγωσε» τη δραστηριότητά της μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2021. Η εταιρεία έχει προχωρήσει σε μείωση ύψους 30% στις λειτουργικές της δαπάνες, με αποτέλεσμα τον περιορισμό των κεφαλαιουχικών επενδύσεων στα 23 δισ. ευρώ από 33 δισ. Η μείωση αυτή, όπως έχει γράψει το economix.gr, θα εστιάσει στην Permian Basin (Τέξας, ΗΠΑ) ενώ στους κόλπους της εταιρείας επικρατεί αισιοδοξία ότι θα επιτευχθεί ο στόχος για προβλεπόμενες επενδύσεις ύψους 20 δισ. δολάρια που τέθηκε προ τριετίας.

Το αποτέλεσμα της οικονομικής κατάστασης στην οποία έχουν περιέλθει είναι η καθυστέρηση τουλάχιστον για έναν χρόνο στις γεωτρήσεις. Παράγοντες της αγοράς επισημαίνουν, ωστόσο, ότι η απόφασή τους να απέχουν από τις υποχρεώσεις τους στην Κύπρο δεν είναι καταστροφική για τα κυπριακά συμφέροντα καθώς πρόκειται για αναβολή και όχι ακύρωση των επιχειρήσεων στις οποίες εξακολουθούν να παραμένουν δεσμευμένες. Άλλωστε, δεν είναι μόνο η πανδημία covid-19 και η πετρελαϊκή κρίση που αποτρέπουν τη διεύρυνση των επιχειρήσεών τους αλλά και τα οικονομικά τους δεδομένα που επιβεβαιώνουν χωρίς δεύτερη σκέψη την ανάγκη προσωρινής καθυστέρησης των μη ζωτικών για τα συμφέροντά τους δραστηριοτήτων.

Μία άλλη σημαντική παράμετρος που θίγουν είναι ότι το modus operandi των τελευταίων δεκαετιών είναι ότι το κεφάλαιο κατευθύνεται μεν προς την πορεία που του επιτρέπουν οι πολιτικές συγκυρίες αλλά προτεραιότητα των εταιρειών να παραμένουν τα υψηλά κέρδη. Σε θεωρητικό επίπεδο, όπως εξηγούν άλλες πηγές, αυτό θεμελιώνεται από τη δεκαετία του 1980, και πολύ περισσότερο από το 1990, οπότε και παρατηρείται μία αντιστροφή της σχέσης αιτίου – αιτιατού μεταξύ πολιτικής και οικονομίας για τη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Στο πεδίο της ενέργειας, η συγκεκριμένη παραδοχή έρχεται εύλογα από τον καθηγητή A. Belyi του Higher School of Economics της Μόσχας που εξετάζει τις μακροχρόνιες Διακυβερνητικές Συμφωνίες (IGA) για την κατασκευή αγωγών και τη μεταφορά καυσίμων ως διαδικασίες που εξυπηρετούν την προώθηση οικονομικών συμφερόντων. Τηρουμένων των αναλογιών, κάτι αντίστοιχο ισχύει και στην περίπτωση των κολοσσών που επιχειρούν επί εθνικού εδάφους ενώ, υπό το ίδιο πρίσμα, ο J. Keppler κάνει λόγο για «απο-πολιτικοποίηση» μετά και την απορρύθμιση της αγοράς ενέργειας.

Οι ίδιες πηγές εξηγούν πως η απόφαση της κυβέρνησης να αξιοποιήσει εταιρικά σχήματα από χώρες με στρατηγική σημασία για την υλοποίηση της εθνικής ενεργειακής της πολιτικής, δε διευκολύνει μόνο την υπεράσπιση των θέσεών της απέναντι στην τουρκική προκλητικότητα αλλά διεθνοποιεί τη στάση και εδραιώνει τα γεωπολιτικά συμφέροντα και τα κρίσιμα εταιρικά οικονομικά διακυβεύματα στην περιοχή ενώ σχολιάζουν ως «ανεδαφικές» τις κριτικές απέναντι στην κυπριακή κυβέρνηση για τη διαχείριση του ζητήματος των εταιρειών.

«Το πρόβλημα εν προκειμένω είναι ότι η τουρκική ΤΡΑΟ, παρά και τις αντίξοες και δυσμενείς συνθήκες που προκαλεί η πανδημία covid-19, συνεχίζει την παράνομη παρουσία και τις γεωτρήσεις στην κυπριακή ΑΟΖ» σημειώνουν και καταλήγουν: «Πέραν, όμως, του προφανούς που λέει ότι η Κύπρος δεν είχε τα κεφάλαια να χρηματοδοτήσει μια αμιγώς εθνική προσπάθεια αξιοποίησης των πόρων της, στο τραπέζι υπάρχει και η “διεθνοποίηση” του προβλήματος αλλά και του οφέλους».