Συγκρατημένα αισιόδοξοι είναι εκπρόσωποι του επιχειρείν της χώρας για την επόμενη μέρα μετά το lockdown, κυρίως επειδή πολλά από τα δεδομένα της εξίσωσης παραμένουν άγνωστα. Το πότε δηλαδή θα δημιουργηθεί το φάρμακο ή θα ανακαλυφθεί το εμβόλιο κατά του ιού, θα απομακρύνει το ενδεχόμενο ενός νέου lockdown το Φθινόπωρο, εκτοξεύοντας τις προοπτικές της ελληνικής και διεθνούς οικονομίας. Όσα ανέφεραν, χθες, ο Θεόδωρος Φέσσας, Πρόεδρος ΔΣ ΣΕΒ & Πρόεδρος Quest Holdings, o Γιάννης Ρέτσος, Πρόεδρος ΔΣ ΣΕΤΕ & Διευθύνων Σύμβουλος Electra Hotels & Resorts, o Μιχάλης Τσαμάζ, Πρόεδρος & Διευθύνων Σύμβουλος Ομίλου ΟΤΕ και ο Δρ. Νικόλαος Καραμούζης, Πρόεδρος Grant Thornton, στη διαδικτυακή συζήτηση της Grant Thornton για την «ελληνική οικονομία την εποχή του Covid-19» έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Να σηκώσουν το βάρος οι εταιρίες
Ειδικότερα, ο κ. Φέσσας εκτίμησε ότι αρκετές ελληνικές επιχειρήσεις δεν θα αλλάξουν το πρόγραμμα της απασχόλησης και των προγραμματισμένων επενδύσεών τους και θα συνεχίσουν να επενδύουν και να απασχολούν το προσωπικό τους. «Υπάρχουν επιχειρήσεις που δεν επηρεάζονται από την κρίση. Καλύτερα να έχουμε λιγότερα κέρδη και καλύτερες επενδυτικές προοπτικές. Μπορούν και οφείλουν οι επιχειρήσεις να σηκώσουν το μεγαλύτερο βάρος» σημείωσε.
Βέβαια, όπως είπε, θα χρειαστούν κεφάλαια για τις επενδύσεις και γι’αυτό απαιτείται η χορήγηση χαμηλότοκων δανείων. «Εάν η επένδυση έχει καλή απόδοση, πολλές ιδιωτικές επιχειρήσεις θα επενδύσουν» σημείωσε και τόνισε ότι θα πρέπει να μειωθεί η υπερφορολόγηση των επιχειρήσεων, με τον ΣΕΒ να προτείνει την μείωση των ασφαλιστικών εισφορών και τη χορήγηση επενδυτικών κινήτρων»
Αναφερθείς στην αγορά ακινήτων, ο κ. Φέσσας εκτίμησε ότι η κατοικία θα αργήσει να ανακάμψει, ενώ έχει αποδειχτεί ότι όταν υπάρχει ύφεση -που αναμένεται να ακολουθήσει- η απόκτηση μεγάλων κεφαλαιουχικών αγαθών φρενάρει, ενώ οι τράπεζες κλείνουν τους κρουνούς των στεγαστικών δανείων, οι οποίοι μόλις δειλά-δειλά είχαν ανοίξει.
Στα γραφεία, όπως ανέφερε, η καθιέρωση της τηλεργασίας θα μειώσει τη ζήτηση, ενώ στα καταστήματα το πλήγμα θα είναι μεγαλύτερο, καθώς δεν είναι γνωστό πόσα από αυτά θα καταφέρουν να επαναλειτουργήσουν.
Αντίθετα, η αγορά των logistics εμφανίζει προοπτικές.
Το 93% των τουριστικών εισπράξεων από το εξωτερικό
Ο κ. Ρέτσος ανέφερε ότι οι μεταφορές και ο τουρισμός είναι πρώτοι που επλήγησαν πρώτοι και οι τελευταίοι που θα ανακάμψουν. Μπορεί, όπως ανέφερε, οι προβλέψεις για την ύφεση της Ελλάδας να είναι ίδιες με αυτές της Ισπανίας και της Ιταλίας, αλλά η διαφορά με τις δύο αυτές χώρες είναι ότι στη χώρα μας το 93% των τουριστικών εισπράξεων προέρχεται από εισερχόμενους τουρίστες. Αντίθετα, σε Ισπανία και Ιταλία, ο εισερχόμενος τουρισμός είναι ανάλογος με τον εσωτερικό τουρισμό.
Απαιτείται, όπως ανέφερε να μπουν οι προϋποθέσεις για να πετάξουν τα αεροπλάνα, ενώ δήλωσε απαισιόδοξος για το εάν θα είναι δυνατόν να δημιουργηθούν υγειονομικά πρωτόκολλα σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Θεώρησε πιο πιθανές τις διακρατικές συμφωνίες, ενώ εκτίμησε ότι θα υπάρξει πανευρωπαϊκή απόφαση για τις αερομεταφορές. Ήδη, όπως είπε, υπάρχουν αρχικές συζητήσεις με το Ισραήλ και την Κύπρο και ορισμένες βαλκανικές χώρες, ενώ ανέφερε ότι η εικόνα δεν θα ξεκαθαρίσει πριν από τα τέλη Μαΐου – αρχές Ιουνίου.
Χρειάζεται, όπως τόνισε, να υιοθετηθούν προγράμματα ενίσχυσης της απασχόλησης, που θα διαμοιράζουν το κόστος μεταξύ επιχείρησης και κράτους και να στηριχθούν με εργαλεία ρευστότηταςοι τουριστικές επιχειρήσεις. Απαιτείται η οριζόντια μείωση του ΦΠΑ κυρίως το 2021, «οπότε θα επανέλθουν και οι μεγάλες τουριστικές δυνάμεις», μαζί με την Ελλάδα. «Το 2021 υπό προϋποθέσεις θα είναι χρονιά σημαντικής ανάκαμψης» σημείωσε. Ωστόσο, τα επίπεδα των τουριστικών εισπράξεων του 2019 δεν αναμένεται να επιστρέψουν νωρίτερα από το 2023, χωρίς όμως, αυτό να σημαίνει ότι τα έτη 2021-2020 τα έσοδα δεν θα αγγίξουν το 70% αυτών του 2019.
Επενδύσεις 500 εκατ. ευρώ κάθε χρόνο
Ο κ. Τσαμάζ είπε ότι τα δίκτυα του ομίλου ανταποκρίθηκαν με μεγάλη επιτυχία χωρίς κανένα πρόβλημα, με τον ΟΤΕ να έχει επενδύσει, έως σήμερα, 5 δισ. ευρώ σε δίκτυα οπτικών ινών και τεχνολογία 5G. Ετησίως, επενδύσει 500 εκατ. ευρώ. “Πριν από δύο χρόνια με ρωτούσαν αν χρειαζόμαστε τέτοιες ταχύτητες-αποδείχθηκε ότι τελικά τις χρειαζόμαστε” σημείωσε και πρόσθεσε ότι η κρίση έδρασε σαν ψηφιακός επιταχυντής.
Ωστόσο, όπως είπε, η κατάρρευση του τουρισμού θα έχει επιπτώσεις στα έσοδα των τηλεπικοινωνιακών εταιρειών. Κι αυτό επειδή, κυρίως το καλοκαίρι μεγάλο μέρος των εσόδων προέρχεται από τους τουρίστες, μέσω του roaming, κάτι που φέτος δεν θα υπάρχει. Σημείωσε ακόμη, ότι ο ΟΤΕ θα πραγματοποιήσει προσλήψεις και θα επιβραβεύσει τους εργαζομένους του, κυρίως όσους εργάζονται «στο δρόμο», οι οποίοι είναι περίπου 3.000 άτομα (13.000 εργαζόμενοι εργάζονται από απόσταση).
Αναγκαία η ρευστότητα
Ο κ. Καραμούζης ανέφερε ότι την επόμενη μέρα πολλά θα εξαρτηθούν από την πολιτική που θα ακολουθήσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ενώ υπάρχει διστακτικότητα, σε επίπεδο Ευρώπης, προκειμένου να τονωθούν με ρευστότητα τα ευρωπαϊκά κράτη. Είπε χαρακτηριστικά ότι η χώρα δεν θα αντέξει να λάβει νέα δανεικά, ενώ η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να διαπραγματευτεί την αναστολή του συμφώνου σταθερότητας για διάστημα τριών χρόνων».
«Είναι προφανές ότι οι τράπεζες καταβάλουν κάθε προσπάθεια να χρηματοδοτήσουν επιχειρήσεις και να αναστείλουν πληρωμές, αλλά δεν μπορούν να χαρίσουν δάνεια. Το αύριο μπορεί να είναι πιο δύσκολο αν ο τραπεζικός τομέας δεν σταθεί όρθιος. Είναι λάθος να καταργήσουμε τα κριτήρια χρηματοδότησης, κάτι που θα δημιουργούσε άνισο ανταγωνισμό και προβλήματα που θα βρούμε μπροστά μας. Αν οι τράπεζες καταλήξουν με μεγάλες ζημιές, τον λογαριασμό θα πληρώσουν οι φορολογούμενοι. Ο δημόσιος τομέας εγγυάται μία σειρά από δάνεια κι εκτιμώ ότι η πιστωτική επέκταση θα επεκταθεί κι άλλο τους προσεχείς μήνες. Θα ήθελα να γίνει πιο προσεκτικό πρόγραμμα που να αφορά τις μεσαίες και παραγωγικές επιχειρήσεις στην επαρχία που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας. Αν δεν υπάρξει ένα ταμείο μεγάλο για τις χώρες του Νότου, τα πράγματα θα γίνουν πολύ δύσκολα. Απαιτείται πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων και έργα ΣΔΙΤ στις κοινωνικές υποδομές, σε αεροδρόμια και λιμάνια, έργα ψηφιοποίησης και τεχνολογίας, ενώ το επενδυτικό πρόγραμμα στην ενέργεια θα πρέπει να συνεχιστεί.