Όπως σας αναφέραμε ήδη στο χθεσινό μας άρθρο, την ώρα που στη Βουλή συζητείται το περιβαλλοντικό πολυνομοσχέδιο, μέρος του οποίου αφορά το σύστημα διοίκησης των προστατευόμενων περιοχών, απουσιάζει από το διάλογο μια σχετικά πρόσφατη και αναλυτική μελέτη της ΔΙΑΝΕΟΣΙΣ ακριβώς για αυτό το θέμα. Η μελέτη εκείνη, του 2017, είναι χρήσιμη και σήμερα, διότι παρέχει με εύληπτο τρόπο πολλά από όσα θα έπρεπε να συζητούνται στη Βουλή και στην κοινωνία ενόψει του νομοσχεδίου. καταγράψαμε ήδη σε αναλυτικό ρεπορτάζ την ευρωπαϊκή εμπειρία από τα συστήματα διαχείρισης και διακυβέρνησης των προστατευόμενων περιοχών.
Η έρευνα «Προστατευόμενες Περιοχές Natura 2000 – Ένα Ολοκληρωμένο Σχέδιο για την Προστασία και τη Βιώσιμη Ανάπτυξή τους» έδινε ιδιαίτερη έμφαση στα αναπτυξιακά πλεονεκτήματα που μπορεί να φέρει σε τοπικό, περιφερειακό, εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο η ορθολογική και αποτελεσματική προστασία των περιοχών natura
Προκειμένου να καταλήξει σε ένα οργανωτικό και οικονομικό μοντέλο ενίσχυσης της προστασίας των περιοχών natura στην Ελλάδα, η έρευνα εξετάζει και καταγράφει καλές πρακτικές σε ευρωπαϊκό επίπεδο, τα προβλήματα που αντιμετώπισαν άλλες χώρες αλλά και συγκεκριμένα παραδείγματα οικονομικού, κοινωνικού και περιβαλλοντικού οφέλους από μακροχρόνιες παρεμβάσεις για την προστασία της βιοποικιλότητας σε προστατευόμενες περιοχές.
Οι καλές ευρωπαϊκές πρακτικές μπορούν να βοηθήσουν
Στο κεφάλαιο η «Διεθνής Πρακτική και Παραδείγματα Τοπικής Ανάπτυξης» η μελέτη της διαΝΕΟσις για τις περιοχές natura, καταγράφει τα αναπτυξιακά οφέλη από την προστασία και ανάπτυξη των προστατευόμενων περιοχών, τονίζει όμως με έμφαση την ανάγκη όλες οι δράσεις να συνδυάζονται με τις ανάγκες των τοπικών πληθυσμών.
Όπως καταγράφουν οι ερευνητές της διαΝΕΟσις, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, τα οφέλη για την Ευρώπη από τις περιοχές Natura 2000 εκτιμώνται ότι ανέρχονται σε περίπου 200 – 300 δισ. ευρώ το χρόνο. Επιπλέον, εκτιμάται ότι υπάρχουν 1,2-2,2 δισ. ημερήσιοι επισκέπτες στις περιοχές Natura 2000 κάθε έτος, οι οποίοι δημιουργούν οφέλη αναψυχής αξίας 5 – 9 δισ. ευρώ ετησίως. Στην Ευρώπη, κατά προσέγγιση 4,4 εκατομμύρια θέσεις εργασίας, και 405 δισ. ευρώ ετήσιου τζίρου εξαρτώνται άμεσα από τη διατήρηση υγειών οικοσυστημάτων, ένα σημαντικό ποσοστό των οποίων βρίσκεται σε περιοχές Natura 2000. Αν και αυτοί οι αριθμοί είναι απλώς μια πρώτη εκτίμηση, τα προκαταρκτικά συμπεράσματα ήδη δείχνουν ότι τα οικονομικά οφέλη που προέρχονται από το δίκτυο προστατευόμενων περιοχών Natura 2000 είναι πολύ μεγαλύτερα από τα κόστη διαχείρισης και προστασίας τους. Τα κόστη αυτά εκτιμώνται ότι ανέρχονται σε περίπου 5,8 δισ. ευρώ κατ’ έτος – ποσό που είναι μόλις ένα κλάσμα της εν δυνάμει προστιθέμενης αξίας των περιοχών αυτών για την κοινωνία.
Η μελέτη της διαΝΕΟσις δίνει ιδιαίτερη έμφαση στο γεγονός ότι η ένταξη μιας περιοχής στο δίκτυο προστατευόμενων περιοχών Natura 2000, προκειμένου να είναι μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα βιώσιμη, θα πρέπει να αποτελεί εφαλτήριο ανάπτυξης της περιοχής. Διαφορετικά, ο τοπικός πληθυσμός αποξενώνεται από το εγχείρημα και το αντιμετωπίζει εχθρικά, αφού το εκλαμβάνει ως εμπόδιο αντί εφόδιο για την ευημερία του. Επομένως, μαξιμαλιστικοί στόχοι προστασίας λειτουργούν συνήθως αντίστροφα από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Αντίθετα, θα πρέπει να επιδιώκονται εφικτοί στόχοι, οι οποίοι θα πρέπει να καθορίζονται μέσα από εξαντλητικό διάλογο τόσο με τις αντικρουόμενες ομάδες συμφερόντων και πιέσεων όσο και με την τοπική κοινωνία. Αποτελεί κλειδί για την επιτυχία η ορθή επικοινωνία των ωφελειών και της μοναδικότητας της προστατευόμενης περιοχής καθώς και οι λόγοι της επιλογής της ως τμήμα του ευρύτερου Ευρωπαϊκού Δικτύου Natura 2000, έτσι ώστε ο ντόπιος πληθυσμός να αισθάνεται περήφανος γι’ αυτό.
Τα αναπτυξιακά πλεονεκτήματα στις περιοχές natura
Σε περιοχές που χαρακτηρίζονται ως προστατευόμενες και συνεπακόλουθα θεσπίζονται περιοριστικά μέτρα, η τυχόν απώλεια εισοδήματος από τις τοπικές κοινωνίες τις περισσότερες φορές αντισταθμίζεται με άλλες παραγωγικές διαδικασίες, όπως η προώθηση του οικοτουρισμού, η δημιουργία προστιθέμενης αξίας για τους ιδιοκτήτες (κατοικιών) της περιοχής και η δημιουργία επώνυμων αγροτικών προϊόντων με στόχο τη δημιουργία πρόσθετου εισοδήματος με την προώθηση αυτών σε ειδικές αγορές. Η δημιουργία επωνύμων προϊόντων που συνδέονται με τις προστατευόμενες περιοχές είναι μια πρακτική που συναντάται σε αρκετές χώρες της Ευρώπης ανάλογα και με την ευρύτερη στρατηγική για τη γεωργία της κάθε χώρας.
Οι ερευνητές της διαΝΕΟσις υποστηρίζουν με έμφαση στη μελέτη τους ότι σε χώρες, όπως η Ελλάδα, που δεν μπορούν να ανταγωνιστούν τις διεθνείς αγορές αγροτικών προϊόντων μέσω της εντατικής καλλιέργειας αλλά μόνο μέσω της ποιοτικής παραγωγής και της δημιουργίας προστιθέμενης αξίας (πραγματικής ή «εικονικής»), αυτό είναι μια στρατηγική πολλά υποσχόμενη σε συνδυασμό με άλλα στοιχεία προέλευσης που μπορούν να δημιουργούν άυλες αξίες, όπως π.χ. το ιστορικό παρελθόν.
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς των ερευνητών της διαΝΕΟσις το 2017, αν ένα 40% των περιοχών Natura 2000 της χώρας, αναδεικνύονταν και αξιοποιούνταν, όπως συμβαίνει σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, η ελληνική οικονομία θα μπορούσε να εξασφαλίζει:
• €2 δισ. επιπλέον έσοδα τον χρόνο και
•15.000 θέσεις εργασίας
Το παράδειγμα της Αυστρίας
Τυπικό παράδειγμα δημιουργίας προστιθέμενης αξίας για τους ιδιοκτήτες κατοικιών αποτελεί π.χ. η Αυστρία όπου έρευνες αγοράς έχουν δείξει ότι οι κατοικίες που είναι εντός ή κοντά σε περιοχές Natura 2000 έχουν μεγαλύτερη ζήτηση και άρα αυξημένες τιμές (δεν ισχύει το ίδιο για τις ιδιοκτησίες γης). Στην Αυστρία επίσης, άλλη σημαντική πηγή εισοδήματος είναι τα δικαιώματα κυνηγιού σε προστατευόμενες περιοχές του Δικτύου Natura 2000, τα οποία μπορεί να φθάνουν έως τις €10.000 ανά περιοχή. Μάλιστα, τα δικαιώματα κυνηγιού αποτελούν πολύ σημαντικότερο κίνητρο από τον οικοτουρισμό για τις τοπικές κοινότητες, δεδομένου ότι το κυνήγι είναι μια προσδιορισμένη δραστηριότητα που δεν διαταράσσει την καθημερινή ζωή στα χωριά της περιοχής, σε αντίθεση με τον εντατικό τουρισμό.
Το Εθνικό Πάρκο Hoge Kempen στη Φλάνδρα
Μια καλή διεθνής πρακτική είναι η δημιουργία του Εθνικού Πάρκου Hoge Kempen έκτασης 5.700 εκταρίων σε μια περιοχή παλιών ανθρακωρυχείων της Φλάνδρας, σε μια ευρύτερη έκταση 75.000 εκταρίων με 300.000 μόνιμους κατοίκους (καλύπτει έξι δήμους). Σύμφωνα με το στρατηγικό σχέδιο (master plan) που εκπονήθηκε, με κόστος μόλις €28.000, στόχος της δημιουργίας του πάρκου ήταν η επανασύνδεση του ανθρώπου με τη φύση, η σταδιακή, εντός 20 ετών, απομάκρυνση από το πάρκο μη συμβατών δραστηριοτήτων, η προστασία της βιοποικιλότητας και η προσέλκυση των ανθρώπων (με τη δημιουργία μικρών επιχειρήσεων). Σύμφωνα με έρευνα που διεξήχθη την περίοδο 2005-2007, αναφορικά με τα οικονομικά οφέλη, συγκρίνοντας την περίοδο πριν και μετά τη δημιουργία του εθνικού πάρκου, προκύπτει:
α) Διπλασιασμός των επισκεπτών (700.000 επισκέπτες το 2007),
β) αύξηση κατά 10% των διανυκτερεύσεων στους έξι δήμους του εθνικού πάρκου (από 153.000 σε 187.000), ήτοι 2,5 φορές μεγαλύτερη αύξηση των διανυκτερεύσεων σε σχέση με την υπόλοιπη Φλάνδρα,
γ) αύξηση του αριθμού των τουριστών κατά 22% (από 460.000 σε 510.000),
δ) οικονομικά οφέλη που αποτιμώνται σε € 20 εκατ. ανά έτος,
ε) άμεση και έμμεση απασχόληση 400 ανθρώπων.
Οι βελανιδιές της Σκωτίας
Στη βορειοδυτική Σκωτία τα προστατευόμενα δάση βελανιδιάς, που κάποτε ήκμαζαν σε όλες τις ευρωπαϊκές ακτές του Ατλαντικού, έπαιζαν σημαντικό ρόλο στην τοπική οικονομία των μικρών αγροτικών κοινοτήτων της περιοχής αφού παρείχαν τροφή για τη βόσκηση των ζώων, ξυλεία για κατασκευές και καύσιμο, κάρβουνα για μικρής κλίμακας χυτήρια, στη βυρσοδεψία κ.λπ. Πλέον έχουν υποστεί σημαντικές αλλοιώσεις λόγω της σταδιακής εγκατάλειψης των τοπικών πρακτικών διαχείρισης του δάσους και της αντικατάστασής τους με μαζική υλοτόμηση για τις ανάγκες των χυτηρίων και των ναυπηγείων και αντικατάσταση των βελανιδιών με ταχέως αναπτυσσόμενα κωνοφόρα δέντρα, στο πλαίσιο της στρατηγικής του Ην. Βασιλείου για ενίσχυση της δασικής παραγωγής. Ταυτόχρονα, η εντατική βόσκηση και η εισαγωγή του χωροκατακτητικού ξένου είδους ροδόδενδρου δεν επέτρεπε την αναγέννηση των δασών βελανιδιάς. Με τη βοήθεια δυο προγραμμάτων LIFE αλλά και ιδιωτικών κεφαλαίων, σε επτά προστατευόμενες περιοχές της Δυτ. Σκωτίας ξεριζώθηκαν τα ροδόδεντρα και τα κωνοφόρα, δίνοντας τον απαραίτητο χώρο στις βελανιδιές να αναγεννηθούν. Ταυτόχρονα τα μέτρα αυτά, όπου αυτό ήταν εφικτό, συνδυάστηκαν και με έλεγχο του πληθυσμού των ελαφιών. Οι απαραίτητες εργασίες αποκατάστασης πραγματοποιήθηκαν από ντόπιους που εκπαιδεύτηκαν κατάλληλα και απέκτησαν μια πρόσθετη πηγή εισοδήματος από αυτό. Δεδομένου ότι οι τοπικές κοινότητες είναι ιδιαίτερα απομονωμένες, η παραγωγή ξυλείας (βασίζεται ξανά σε βελανιδιές) χρησιμοποιείται πλέον, μετά από ειδική επεξεργασία (λόγω της φύσεως του ξύλου της βελανιδιάς, επί τόπου σε μεγάλο βαθμό) για την κάλυψη των τοπικών αναγκών σε καύσιμο, στην οικοδομή, στην κατασκευή βαρκών, στην κατασκευή φραχτών, εργαλείων κ.λπ., απασχολώντας πλέον σημαντικό ποσοστό της τοπικής οικονομίας. Επιπρόσθετα, έχει πλέον αναπτυχθεί οικοτουρισμός στις περιοχές αυτές με πρόσθετα οικονομικά οφέλη
Η διαχείριση του ποταμού Ain
Στον κάτω ρου του ποταμού Ain, παραπόταμο του Ροδανού, που αποτελεί προστατευόμενη περιοχή (φιλοξενεί 15 είδη του Παραρτήματος Ι και 13 είδη του Παραρτήματος ΙΙ) πραγματοποιήθηκαν έργα για τη μερική επαναφορά του στη φυσική του κατάσταση και ροή, η οποία είχε διαταραχθεί από την κατασκευή υδροηλεκτρικών και την εξόρυξη αμμοχάλικου ανάντη του ποταμού. Αποτέλεσμα αυτού ήταν να υπάρχει ακανόνιστη ροή νερού και λιγότερα από τα φυσιολογικά ιζήματα (τα οποία με τη σειρά τους δεν ξεπλένονται από τη ροή του νερού) με συνέπεια να χάνει ο ποταμός την ικανότητά του να φιλοξενεί διάφορα είδη που ανήκουν στο Παράρτημα ΙΙ της σχετικής οδηγίας όπως π.χ. το φυτό Luronium natans και να υποβαθμίζονται τα παραποτάμια δάση. Τα έργα περιελάμβαναν μεταξύ άλλων τον καθαρισμό του ποταμού από τα ιζήματα (και τα σκουπίδια) προκειμένου να διευκολυνθεί η απρόσκοπτη ροή του ποταμού, τη σύνδεση των νερόλακων που έχουν δημιουργηθεί από νόμιμες και παράνομες απολήψεις υλικών γύρω από το ποτάμι με τον κύριο ρου του ποταμού, την επανατοποθέτηση περίπου 17.000 κυβικών μέτρων ιζημάτων σε επιλεγμένες περιοχές στον κάτω ρου του ποταμού, την αποκατάσταση 50 εκταρίων υποβαθμισμένου παραποτάμιου δάσους, τον περιορισμό της πρόσβασης σε ορισμένες ιδιαίτερα ευαίσθητες οικολογικά περιοχές και την επαναπλημμύριση των πλημμυρικών περιοχών του ποταμού. Πρέπει να σημειωθεί ότι, το μεγαλύτερο μέρος των εκτάσεων (85%) ανήκαν στους δήμους της περιοχής με τους οποίους συμφωνήθηκε ότι θα αφήνεται το ποτάμι να πλημμυρίζει περιοδικά και δεν θα γίνονται επεμβάσεις προστασίας από τη διάβρωση του νερού. Το υπόλοιπο 15% της γης που ανήκε σε ιδιώτες και το οποίο επηρεάζεται από τα μέτρα, σταδιακά απαλλοτριώθηκε από το κράτος. Τα οφέλη από τα έργα προστασίας ήταν ιδιαίτερα σημαντικά για την τοπική κοινωνία, αφού αυξήθηκαν σημαντικά οι χρήσεις αναψυχής στο ποτάμι όπως επίσης και το ψάρεμα (μέσω της δημιουργίας ειδικών διαδρομών με κατάλληλη σήμανση και ενημερωτικό υλικό, της κωπηλασίας και του ερασιτεχνικού ψαρέματος).
Το Καταφύγιο Βιόσφαιρας Ρήνου
Στην κοιλάδα του Ρήνου εκατοντάδες εκτάρια καλλιεργήσιμης γης είχαν σταδιακά εγκαταλειφθεί τόσο από τη γεωργία όσο και από την κτηνοτροφία (πρόβατα) με αποτέλεσμα να μετατραπούν σε εγκαταλελειμμένες θαμνώδεις εκτάσεις. Στην προστατευόμενη περιοχή Καταφύγιο Βιόσφαιρας Ρήνου ακολουθήθηκε μια στρατηγική για την επαναφορά των παραδοσιακών χρήσεων (γεωργία και κτηνοτροφία) στην περιοχή έτσι ώστε να επιστρέψει το περιβάλλον στην προηγούμενη ημιφυσική κατάστασή του. Τα μέτρα περιελάμβαναν την απομάκρυνση των θάμνων και το κούρεμα και τη βόσκηση με πρόβατα επί δύο έτη της περιοχής έτσι ώστε να μην επανακάμψουν οι θάμνοι και η γη να καταστεί και πάλι κατάλληλη για αγροτική χρήση. Αυτό έγινε με τη βοήθεια αρχικής χρηματοδότησης από πρόγραμμα LIFΕ (στη συνέχεια μέσω της ΚΑΠ στο πλαίσιο των αγροπεριβαλλοντικών μέτρων), μέσω του οποίου ανατέθηκαν οι απαιτούμενες εργασίες σε ντόπιους γεωργούς και βοσκούς, παρέχοντάς τους ένα επιπλέον εισόδημα με εργασία που διεξαγόταν σε περιόδους όπως ο χειμώνας που η κύρια απασχόλησή τους απαιτούσε μειωμένη δραστηριότητα. Παράλληλα, προκειμένου να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα του μεγάλου κατακερματισμού του κλήρου στην περιοχή (χιλιάδες αγροτεμάχια έκτασης από 5 έως 10 στρέμματα) δόθηκε η δυνατότητα στους αγρότες της περιοχής να ανταλλάσουν άτυπα εκτάσεις σε εποχιακή βάση καθώς και η δυνατότητα κοινής χρήσης του διαθέσιμου εξοπλισμού (ουσιαστικά υιοθετώντας μια μορφή συνεταιριστικής συνεργασίας). Επίσης, δημιουργήθηκε ένα κοπάδι από αγελάδες που ανήκε από κοινού στους κτηνοτρόφους του χωριού Fladungen το οποίο απορροφούσε τα κλαδέματα από τους λειμώνες της περιοχής και δημιουργούσε κίνητρο για τη συνέχισή του. Στο πλαίσιο του προγράμματος αυτού, το Καταφύγιο Βιόσφαιρας Ρήνου, αφού πρώτα εκχέρσωσε 140 εκτάρια στην περιοχή, έπεισε 5 αγρότες της περιοχές να αναλάβουν από κοινού τη διαχείρισή της μέσω της συνεταιριστικής ιδιοκτησίας 1.000 προβάτων που βοσκούσαν στην περιοχή. Συνολικά, το ζωικό κεφάλαιο έχει πλέον ανέλθει σε 3.000 πρόβατα που βόσκουν στην ευρύτερη περιοχή. Με τη βοήθεια επιδοτήσεων από άλλα κοινοτικά προγράμματα (όπως το LEADER) δημιουργήθηκε στην περιοχή σφαγείο, βιοτεχνία επεξεργασίας κρέατος, ψυγεία, στάβλοι και ένα σημείο λιανικής πώλησης των προϊόντων. Αυτές οι υποδομές βελτίωσαν τις τιμές και τα περιθώρια κέρδους για τους κτηνοτρόφους της περιοχής και επέτρεψαν την πώληση του 70% της παραγωγής σε τοπικά εστιατόρια και ξενοδοχεία σε καλές τιμές.
Η αλλαγή τρόπου συγκομιδής μυδιών στην Ολλανδία
Στην Ολλανδική Θάλασσα Wadden, μετά την ανακήρυξή της ως θαλάσσια προστατευόμενη περιοχή, η υφιστάμενη πρακτική συγκομιδής των μυδιών που βασίζεται σε μια τεχνική βυθοκόρησης (παρεμφερή με τον τρόπο λειτουργίας της μηχανότρατας) με την οποία ο βυθός «ξύνεται» με ένα δίχτυ λεπίδα θεωρήθηκε επιβλαβής για το θαλάσσιο οικοσύστημα από πολλές φιλοπεριβαλλοντικές ΜΚΟ. Μετά από πολλές δικαστικές διαμάχες ανάμεσα σε αυτές και τους ψαράδες, το πρόβλημα επιλύθηκε με την επίτευξη συμφωνίας με την οποία δόθηκε διορία έως το 2020 για τη συνέχιση της τρέχουσας μεθόδου συλλογής των μυδιών, ενώ ταυτόχρονα η ένωση των ψαράδων δεσμεύτηκε για τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης νέας μεθόδου με την οποία τα μύδια θα αναπτύσσονται πάνω σε επιπλέουσες ή αιωρούμενες κατασκευές, ώστε η συλλογή τους να γίνεται χωρίς να διαταράσσεται ο βυθός.
Έργα, αλλαγές χρήσεων και αγορές γης για την προστασία των πουλιών στην Αγγλία
Η επέκταση του λιμανιού του Hull στις εκβολές του ποταμού Humber (μεταφέρει το 1/5 όλων των υδάτων των ποταμών της Αγγλίας που χύνονται στη Βόρεια Θάλασσα), που είναι προστατευόμενη περιοχή Natura 2000 (10η πιο σημαντική περιοχή στην Ευρώπη ως προς τη συγκέντρωση ορνιθοπανίδας), έγινε με επιτυχία αφού πρώτα τα ενδιαφερόμενα μέρη συμφώνησαν σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα (χωρίς να χρειαστεί η διεξαγωγή ερευνών και η εκπόνηση μελετών που κοστίζουν και καθυστερούν) ότι το έργο θα είχε σοβαρές επιπτώσεις στη βιοποικιλότητα. Συμφωνήθηκε γρήγορα ένα πακέτο αποζημίωσης που αφορούσε το κόστος αγοράς γης 66,2 εκταρίων έναντι 3,5 εκατ. ευρώ και το κόστος κατασκευής έργων σε δύο περιοχές (στο Chowderness και στο Welwick) έναντι 1,5 εκατ. ευρώ, οι οποίες μετατράπηκαν από αγροτικές περιοχές σε αλμυρούς βάλτους που παρείχαν επιπρόσθετα τον αναγκαίο χώρο για την εκτόνωση των πλημμυρικών φαινομένων που έχουν αυξηθεί λόγω της κλιματικής αλλαγής.
Κίμωλος και Κάρπαθος προστατεύουν τη μεσογειακή φώκια με πρότυπο τις Βόρειες Σποράδες
Στη μελέτη της διαΝΕΟσις υπάρχει και μία ελληνική περίπτωση ως καλή πρακτική, καθώς έχει αναδειχθεί και σε ευρωπαϊκό επίπεδο για τα αποτελέσματά της.
H ανακήρυξη των δύο νησιωτικών συμπλεγμάτων Κιμώλου-Πολυαίγου και Καρπάθου–Σαρίας σε προστατευόμενες περιοχές λόγω των πληθυσμών μεσογειακής φώκιας που φιλοξενούν (40 και 20 άτομα αντιστοίχως), με την ενεργό συμμετοχή του τοπικού πληθυσμού και των ψαράδων στα προγράμματα παρακολούθησης στις ακτές και στις σπηλιές που αυτές συχνάζουν, καθώς και με τα προγράμματα ενημέρωσης, μετέτρεψαν τη φώκια από «απειλή» σε στοιχείο τοπικής περηφάνιας και πλεονέκτημα που λειτουργεί ως πόλος έλξης οικοτουρισμού. Αντίστοιχα θετικά είναι τα αποτελέσματα και στο παλαιότερο θαλάσσιο πάρκων των Βορείων Σποράδων, το οποίο άλλωστε αποτέλεσε και το υπόδειγμα για τη δημιουργία των δύο προαναφερθέντων προστατευόμενων περιοχών. Οι παράνομες θανατώσεις ζώων σταμάτησαν και ο ρυθμός αναπαραγωγής τους παραμένει σταθερός.
Στήριξη γεωργίας και κτηνοτροφίας για προστασία της βιοποικιλότητας στη Ρουμανία
Η περιοχή Sighișoara-Târnava της Ρουμανίας η οποία χαρακτηρίστηκε περιοχή κοινοτικής σημασίας το 2007, συνδυάζει φυσικές πεδινές περιοχές μεικτής καλλιέργειας και περιλαμβάνει πολυάριθμους και πολύτιμους οικότοπους. Οι οικότοποι περιλαμβάνουν υγρότοπους, υγρούς και ξηρούς λειμώνες και δάση, και φιλοξενούν πολλά προστατευόμενα είδη πανίδας και χλωρίδας. Οι ντόπιοι αγρότες διαχειρίζονται την περιοχή για αιώνες και το βασικό στοίχημα ήταν η αρμονική συνύπαρξη αγροτικής παραγωγής και προστασίας της μεγάλης βιοποικιλότητας της περιοχής. Η προοδευτική εγκατάλειψη των καλλιεργούμενων εκτάσεων θα επιδείνωνε σημαντικά τη συνολική οικοσυστημική λειτουργία της περιοχής, ενώ ταυτόχρονα οι παραδοσιακές μορφές καλλιέργειας δεν θα ήταν πλέον οικονομικά βιώσιμες. Το ίδρυμα ADEPT εργάζεται εδώ και πολλά χρόνια για τη στήριξη των γεωργικών πρακτικών χαμηλής έντασης που συμβάλλουν στη διατήρηση αυτών των οικότοπων και προσφέρουν στις τοπικές κοινότητες βιώσιμο οικονομικό μέλλον. Η υιοθέτηση, μετά από εκτεταμένη διαβούλευση, σειράς μέτρων για την αύξηση της παραγωγής γάλακτος, την αποζημίωση των αγροτών για τη διαχείριση των λιβαδικών εκτάσεων, τη δημιουργία τοπικών αγροτικών αγορών και την προσέλκυση τουριστών μέσω μονοπατιών και ποδηλατικών διαδρόμων οδήγησαν σε αύξηση του εισοδήματος για πάνω από 2.300 οικογένειες και συνεπακόλουθα στην αύξηση του ΑΕΠ της τοπικής οικονομίας κατά €2,5 εκατ., η ιδέα μεταφέρεται ήδη σε άλλες περιοχές της Ρουμανίας.
Αποκατάσταση φυσικής ροής ποταμού στο Τυρόλο
Στην περιοχή Lech του Τυρόλου, στο τμήμα του ποταμού που είναι χαρακτηρισμένο ως προστατευόμενη περιοχή, πραγματοποιήθηκαν έργα για την επαναφορά του παραποτάμιου συστήματος του ποταμού Lech (παραπόταμου του Δούναβη) στη φυσική του κατάσταση. Στο εν λόγω παραποτάμιο σύστημα είχε διαταραχθεί η φυσική ροή του νερού και των χαλικιών, λόγω του εγκιβωτισμού πολλών παραποτάμων και της κατασκευής φραγμάτων, που συγκρατούσαν τα φερτά υλικά σε περίπτωση πλημμύρας. Το έργο περιελάμβανε τη σταδιακή, εντός 5 ετών, μείωση του ύψους των φραγμάτων, κατεδάφιση ορισμένων τμημάτων των παραποτάμων που είχαν εγκιβωτιστεί και τη διαπλάτυνση της κοίτης του ποταμού όπου θα συγκρατούνται τα χαλίκια με φυσικό τρόπο (δημιουργώντας μια φυσική παγίδα). Το συσσωρευόμενο χαλίκι απομακρύνεται κατά διαστήματα και πωλείται με αποτέλεσμα τη δημιουργία εσόδων για την περιοχή. Στόχος του έργου είναι η αποκατάσταση της φυσικής ροής του νερού και της εισροής χαλικιών στο φυσικό επίπεδο, η αύξηση της δυνατότητας συγκράτησης χαλικιών στο ποτάμι (μέσω της διαπλάτυνσης του) και η συγκέντρωση των χαλικιών στο χαμηλότερο σημείο του συστήματος (ακριβώς πριν την πόλη Reutte στην Αυστρία).
Το κυνήγι ωφελεί το περιβάλλον και την ανάπτυξη στη Lozère της Γαλλίας
Η Κυνηγητική Ομοσπονδία της Lozère στη Γαλλία, κέρδισε το 2015 το Βραβείο Natura 2000 στην κατηγορία κοινωνικού και οικονομικού οφέλους. Η περιοχή Natura 2000, “Gorges du Tarn et de la Jonte”, είναι ιδιαιτέρως πλούσια σε απειλούμενα αρπακτικά πτηνά, κυρίως γύπες. Το 2008 προσφέρθηκαν σε τοπικούς αγρότες συμβόλαια για τη διατήρηση της βόσκησης για να αποφευχθεί η κάλυψη της περιοχής με δενδρώδη βλάστηση. Επίσης οι αγρότες ήταν υπεύθυνοι για την απόθεση νεκρών ζώων ως τροφή για τα αρπακτικά πουλιά και γενικά για την ασφαλή διατροφή των γυπών. Τα μέτρα αυτά οδήγησαν αφενός στην αύξηση του πληθυσμού των πτηνών και αφετέρου σε μια σημαντικότατη αύξηση των τουριστικών επισκέψεων. Έχουν πλέον δημιουργηθεί 600 δραστηριοποιούμενες τουριστικές μονάδες και το 2015 περισσότερα από 30.000 άτομα επισκέφτηκαν το τοπικό κέντρο ενημέρωσης. Μάλιστα, η περιοχή πλέον έχει εισαγάγει ένα νέο εμπορικό σήμα «τουρισμός Γύπα» (vulture tourism).
Η ανάγκη για αποτελεσματική διοίκηση των περιοχών natura
Η μελέτη της διαΝΕΟσις, στο κεφάλαιο για τις καλές ευρωπαϊκές πρακτικές που συνδυάζουν αποτελεσματικά την προστασία και αναζωογόνηση των προστατευόμενων περιοχών με την οικονομική ανάπτυξη, καταλήγει ότι «σε όλα τα παραπάνω παραδείγματα ο φορέας διοίκησης των προστατευόμενων περιοχών ήταν γνωστός με διακριτές αρμοδιότητες, ώστε να μπορεί να σχεδιάσει και να υλοποιήσει συγκεκριμένες δράσεις. Η απουσία λοιπόν σταθερού διοικητικού σχήματος για το σύνολο των περιοχών Natura 2000 της Ελλάδας μπορεί να θεωρηθεί ως η βασική τροχοπέδη σε οποιαδήποτε αναπτυξιακή δραστηριότητα».
Λύνεται άραγε αυτό το κυρίαρχο πρόβλημα με την πρόταση της κυβέρνησης για τγη δημιουργία ενός κεντρικού φορέα διοίκησης με τοπικές αντένες; Μένει να αποδειχθεί. Πάντως το προηγούμενο μοντέλο των δεκάδων φορέων χωρίς ουσιαστικές και ξεκάθαρες αρμοδιότητες σίγουρα απέτυχε. Όμως η μελέτη της διαΝΕΟσις κατέληγε, το 2017, ενόψει της τότε αλλαγής του θεσμικού πλαισίου από τη διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, κατέληγε σε ένα διαφορετικό πλαίσιο.
Συγκεκριμένα, με λίγα λόγια οι μελετητές της επιχτημονικής ομάδας κατέληγαν σε ένα ολοκληρωμένο σχέδιο διαχείρισης και προστασίας των περιοχών αυτών και μεταξύ άλλων, πρότειναν:
- Τη δημιουργία 13 ΦοΔΠΠ στα αντίστοιχα γεωγραφικά όρια των περιφερειών της χώρας.
- Κάθε ΦοΔΠΠ να αναλαμβάνει την ευθύνη για το σύνολο των προστατευόμενων περιοχών στην περιφέρειά του.
- Οι ΦοΔΠΠ να διοικούνται από 11μελή διοικητικά συμβούλια που περιλαμβάνουν εκπροσώπους της τοπικής αυτοδιοίκησης, περιβαλλοντικών οργανώσεων, του κεντρικού κράτους και αρμόδιους επιστήμονες.
- Εκτός από τον Πρόεδρο του Δ.Σ., κάθε ΦοΔΠΠ να έχει και διευθύνοντα σύμβουλο.
- Το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας να συντάξει κοινό, λεπτομερή εσωτερικό κανονισμό λειτουργίας των ΦοΔΠΠ που να καλύπτει όλες τις διοικητικές δραστηριότητες όλων των φορέων.
- Η υπάρχουσα Επιτροπή «Φύση 2000» να ενεργεί ως Εθνική Επιτροπή Προστατευόμενων Περιοχών.
- Αφαίρεση των κατασκευαστικών και ελεγκτικών αρμοδιοτήτων από τους ΦοΔΠΠ.
- Οι ΦοΔΠΠ να αναζητήσουν νέες πηγές χρηματοδότησης από εμπορική δραστηριότητα, χορηγίες, ανεκμετάλλευτα ευρώ.
Σημείωση – disclaimer: καθώς ο υπογράφων το ρεπορτάζ και αρχισυντάκτης του economix.gr συμμετείχε τότε στην επιστημονική ομάδα της μελέτης, έγινε προσπάθεια να μην υπάρξουν στο ρεπορτάζ αξιολογικές κρίσεις επί της μελέτης, καθώς η αντικειμενικότητά τους θα ήταν μάλλον αμφισβητήσιμη.