Σε άγνωστα και αχαρτογράφητα νερά κινείται σχεδόν το σύνολο της ερευνητικής κοινότητας σε όλη την Ευρώπη τις τελευταίες εβδομάδες, μετά το ξέσπασμα του κορωνοϊού.
Η αβεβαιότητα χτυπά σχεδόν κάθε ερευνητικό έργο που τρέχει αυτήν την περίοδο σε κάθε επιστήμη και αφορά τους ερευνητές τόσο στον πανεπιστημιακό χώρο και τα ερευνητικά ιδρύματα όσο και στον ιδιωτικό τομέα.
Και μπορεί η τεχνολογία, ειδικά στον χώρο της εκπαίδευσης και της έρευνας, να βοηθά και οι χρήστες να είναι από καιρό εξοικειωμένοι, ειδικά με την ασύγχρονη και εξ αποστασέως συνεργασία, αλλά όλος ο σχεδιασμός της έρευνας βασίζεται σε παρουσιάσεις σε συνέδρια, σε ανταλλαγές επιστημονικών απόψεων, εκ του σύνεγγυς συνεργασίες κλπ. Οπότε οι απαγορεύσεις που επιβάλλονται για προληπτικούς αλλά και κατασταλτικούς λόγους για την αντιμετώπιση του κορωνοϊού δημιουργεί προβλήματα.
Και το κύριο μέρος των προβλημάτων, σε πρώτο χρόνο, αφορά το ζήτημα της χρηματοδότησης και της διοικητικής αντιμετώπισης του περιορισμού των ερευνητικών έργων. Κύρια μάλιστα πηγή χρηματοδότησης της έρευνας στην Ευρώπη είναι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, κυρίως μέσω του Horizon2020, αλλά και άλλων ανταγωνιστικών προγραμμάτων, όπως η διασυνοριακή συνεργασία Interreg. Τα προβλήματα αφορούν πολύ μεγάλο πληθυσμό επίσης στο πιο πετυχημένο ευρωπαϊκό πρόγραμμα, το πρόγραμμα Erasmus+.
Τα βασικά προβλήματα που αναφέρουν στην EURACTIV.gr διαχειριστές ερευνητικών έργων είναι σοβαρά, αλλά μπροστά στην ασφάλεια του προσωπικού κανείς δεν σκέπτεται διαφορετικό δρόμο. Το πρώτο πρόβλημα που παρατηρήθηκε είναι το πως θα αποζημιωθούν τα πληρωμένα κόστη ταξιδίων σε επιστημονικά συνέδρια και συναντήσεις που ακυρώθηκαν. Το επόμενο ζήτημα που αντιμετωπίζεται είναι η ακύρωση των ίδιων των συνεδρίων, που σε πολλές περιπτώσεις οι διοργανωτές έχουν καταβάλλει προκαταβολές και σημαντικό μέρος των εξόδων. Το επόμενο πρόβλημα είναι οι εκδηλώσεις διάχυσης των αποτελεσμάτων, οι παρουσίες σε εκθέσεις, οι συναντήσεις δικτύωσης και ανταλλαγής απόψεων κλπ. Τα κόστη αυτά σε πολλά προγράμματα αποτελούν μεγάλο μέρος του προϋπολογισμού των προγραμμάτων. Ο κίνδυνος είναι να πέσουν οι προϋπολογισμοί ή τα ποσοστά ανά κατηγορία δαπανών σε τέτοια επίπεδα που θα καθιστούν στο τέλος μη επιλέξιμες τις δαπάνες του συνόλου του έργου.
Αρχικά η κρίση επηρέασε όσους είχαν ερευνητικές συνεργασίες και ταξίδευαν στην Κίνα: και ήταν πάρα πολλοί. Στη συνέχεια η εξάπλωση του ιού σε πολλές χώρες, ο συνακόλουθος περιορισμός των πτήσεων, οι συνεχείς ακυρώσεις συνεδρίων δημιούργησαν πιεστικές ανάγκες. Η Ιταλία, προορισμός και αφετηρία χιλιάδων επιστημόνων, δημιούργησε ανησυχία μετά την εξάπλωση του ιού. Εκατοντάδες πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα έδωσαν εντολές ακύρωσης ταξιδίων, κινητικότητας, επισκέψεων κλπ. Ακολούθησαν κρατικές απαγορεύσεις, όπως στην Ελλάδα, που ακυρώθηκαν αρχικά όλα τα συνέδρια με απόφαση της κυβέρνησης για έναν μήνα. Ακολούθησε το κλείσιμο όλων των χώρων εκπαίδευσης. Όμως αυτό, που έχει λάβει κύριο χώρο στην επικαιρότητα, στην πραγματικότητα δεν περιλαμβάνει το ίδιο το ερευνητικό έργο, όπως έχουν διευκρινίσει με ανακοινώσεις τους οι Πρυτανείες και οι Διοικήσεις δεκάδων ακαδημαϊκών φορέων.
Στην Ελλάδα για παράδειγμα όλα τα πανεπιστημιακά ιδρύματα, το ένα μετά το άλλο, ακύρωσαν κάθε κινητικότητα, δηλαδή τις επισκέψεις Ελλήνων σε άλλες χώρες και τις υποδοχές ξένων εδώ. Παράλληλα ακυρώθηκαν άμεσα στα περισσότερα ιδρύματα, συνέδρια, ημερίδες, εκδηλώσεις κλπ. Ωστόσο το ερευνητικό έργο δεν έχει σταματήσει καθώς εξαιρείται της απαγόρευσης που εξέδωσε η κυβέρνηση, ενώ πολλά πειράματα και έργα κινδυνεύουν αν δεν υπάρχει καθημερινή λειτουργία και παρακολούθηση.
Ωστόσο πληροφορίες της EURACTIV.gr αναφέρουν ότι μεγάλο και γνωστό ερευνητικό κέντρο της χώρας, χβωρίς καν να έχει υπάρξει κρούσμα στον περίγυρο των εργαζόμενων, αποφάσισε πριν ακόμη τα έκτακτα μέτρα της κυβέρνησης πλήρη αναστολή εργασιών. Οι εργαζόμενοι (ερευνητές προσωπικό κλπ) δεν πάνε κάν στα εργαστήρια, ενώ τα προγράμματα, ταξίδια, ερευνητικές αποστολές κλπ έχουν ανασταλεί. Η γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας δεν έχει ανακοινώσει τίποτε σχετικό επισήμως.
Τι κάνει η Επιτροπή;
Η EURACTIV.gr απευθύνθηκε στην Επιτροπή με συγκεκριμένα ερωτήματα για την έρευνα και τη χρηματοδότησή της μετά το ξέσπασμα του κορωνοϊού αλλά η Επιτροπή δεν θέλησε να δώσει συγκεκριμένες απαντήσεις για τα θέματα των ερευνητών και περιορίστηκε σε γενικές αναφορές.
Ένας εκπρόσωπος της Κομισιόν δήλωσε στην EURACTIV.gr ότι «η Επιτροπή αντιμετωπίζει πολύ σοβαρά το θέμα της έκρηξης του COVID-19. Η προστασία των πολιτών μας είναι η κύρια προτεραιότητά μας. Αυτή δεν είναι ώρα για πανικό, αλλά η στιγμή για λογικές και συνεκτικές αποφάσεις που βασίζονται στην επιστήμη και τις τελευταίες επιδημιολογικές συμβουλές. Η Επιτροπή θα χρησιμοποιήσει όλα τα εργαλεία που έχει στη διάθεσή της, σε στενή συνεργασία με τα κράτη μέλη και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, προκειμένου να διασφαλίσει ότι η ευρωπαϊκή οικονομία θα αντιμετωπίσει την καταιγίδα» Η γενική αυτή τοποθέτηση συμπληρώνεται από τη δήλωση της προέδρου της Κομισιόν von der Leyen η οποία δήλωσε: «Η κρίση που αντιμετωπίζουμε εξαιτίας του Coronavirus έχει τόσο σημαντική ανθρώπινη διάσταση όσο και δυνητικά σημαντικό οικονομικό αντίκτυπο. Επομένως, είναι απαραίτητο να ενεργούμε αποφασιστικά και συλλογικά, να περιορίζουμε την εξάπλωση του ιού και να βοηθάμε τους ασθενείς και να αντιμετωπίζουμε την οικονομική επιβάρυνση «.
Σύμφωνα με τον εκπρόσωπο της Κομισιόν που μίλησε στην EURACTIV.gr, η Επιτροπή προχωρά με την Πρωτοβουλία Επενδύσεων για την Αντιμετώπιση του Κοροναϊού, ύψους 25 δισεκατομμυρίων ευρώ, σχεδιασμένη για να βοηθήσει τα εθνικά συστήματα υγειονομικής περίθαλψης, τις ΜΜΕ, τους εργαζομένους και άλλα ευάλωτα τμήματα των οικονομιών μας. Η Επιτροπή εργάζεται επίσης για να διασφαλίσει ότι οι κρατικές ενισχύσεις μπορούν να εισρεύσουν στις επιχειρήσεις που τις χρειάζονται και ότι τα κράτη μέλη μπορούν να αξιοποιήσουν πλήρως την ευελιξία που υπάρχει στο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης.
Θυμίζουμε ότι σύμφωνα με χθεσινή (Τρίτη 12/3/2020) ανακοίνωση της Κομισιόν, για την ταχεία διοχέτευση ευρωπαϊκών δημόσιων επενδύσεων ύψους 25 δισ. ευρώ στην αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κρίσης του κορωνοϊού, η Επιτροπή θα προτείνει να παραιτηθεί φέτος από την υποχρέωσή της να ζητήσει επιστροφή των μη δαπανηθέντων προχρηματοδοτήσεων για τα ευρωπαϊκά διαρθρωτικά και επενδυτικά ταμεία που κατέχουν επί του παρόντος τα κράτη μέλη.
Τα κράτη μέλη θα κληθούν να χρησιμοποιήσουν αυτά τα ποσά για να επιταχύνουν τις επενδύσεις τους στο πλαίσιο των διαρθρωτικών ταμείων. Θα τα χρησιμοποιήσουν για την εθνική συγχρηματοδότηση την οποία κανονικά θα έπρεπε να εξασφαλίσουν τα ίδια προκειμένου να λάβουν τις επόμενες δόσεις των κονδυλίων των διαρθρωτικών ταμείων. Βάσει των μέσων ποσοστών συγχρηματοδότησης στα κράτη μέλη, τα 7,5 δισ. ευρώ θα επιτρέψουν την αποδέσμευση και χρήση διαρθρωτικής χρηματοδότησης ύψους περίπου 17,5-18 δισ. ευρώ σε ολόκληρη την ΕΕ.
Η πρόταση αυτή μπορεί να εφαρμοστεί μέσω τροποποίησης του κανονισμού περί κοινών διατάξεων για τα διαρθρωτικά ταμεία. Αυτή την εβδομάδα η Επιτροπή θα υποβάλει την εν λόγω πρόταση στο Συμβούλιο και το Κοινοβούλιο. Στη συνέχεια, τα εθνικά επιχειρησιακά προγράμματα θα πρέπει να προσαρμοστούν, όπου χρειάζεται, ώστε η χρηματοδότηση να διοχετευτεί σε βραχυπρόθεσμα μέτρα εργασίας, στον τομέας της υγείας, σε μέτρα για την αγορά εργασίας και σε τομείς που επηρεάζονται ιδιαίτερα στις παρούσες συνθήκες.
Τί θα κάνει η Επιτροπή για τα ερευνητικά προγράμματα;
Σε ερώτηση της EURACTIV.gr για το να η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει εκτιμήσεις σχετικά με τον αντίκτυπο αυτού του ιού και τα απαραίτητα μέτρα για ερευνητικά έργα χρηματοδοτούμενα από την ΕΕ πηγές της Κομισιόν σημείωναν ότι είναι πολύ νωρίς για να εκτιμηθεί ο αντίκτυπος του COVID-19 και τα σχετικά μέτρα για το ευρωπαϊκό πρόγραμμα πλαίσιο για την έρευνα και την καινοτομία, καθώς και για τις συνολικές επενδύσεις της ΕΕ στον τομέα της έρευνας και της ανάπτυξης. Και πρόσθεταν ότι η Επιτροπή παρακολουθεί στενά την κατάσταση και θα χρησιμοποιήσει όλα τα διαθέσιμα εργαλεία για τον περιορισμό των δυσμενών επιπτώσεων.
Στην ερώτηση αν θα λάβει λάβει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μέτρα για να εξασφαλίσει την ασφάλεια των ερευνητών που εργάζονται σε ευρωπαϊκά χρηματοδοτούμενα έργα, πηγές από τις Βρυξέλλες που μίλησαν στην EURACTIV.gr προσπάθησαν να δώσουν την εικόνα ότι η αρμοδιότητα είναι στα κράτη μέλη. Τόνιζαν μάλιστα ότι η λήψη των κατάλληλων μέτρων για τη διασφάλιση της υγείας και της ασφάλειας των ερευνητών εμπίπτει στην αρμοδιότητα και την ευθύνη των εθνικών και τοπικών αρχών, καθώς και διαφόρων άλλων τοπικών παραγόντων, όπως οι εργοδότες, τα ερευνητικά ιδρύματα κλπ.
Πάντως σημείωναν ότι η Επιτροπή είναι έτοιμη να στηρίξει τα κράτη μέλη ως προς αυτό, όπως απαιτείται και κρίνεται απαραίτητο.
Στην πραγματικότητα, παρά το ότι είναι γνωστό πως μεγάλο – τεράστιο – μέρος της χρηματοδότησης της έρευνας προέρχεται από ευρωπαϊκούς πόρους, και μάλιστα στα ανταγωνιστικά προγράμματα κατόπιν ελέγχου και έγκρισης του περιεχομένου από κοινοτικά όργανα, η Κομισιόν δεν θέλει να αναλάβει διοικητικές ή άλλες ευθύνες, επικαλούμενη τις συνθήκες. Επιβάλλει όρους λειτουργίας αλλά δεν αποδέχεται την ευθύνη του αρμόδιου. Και είναι γνωστό σε όλους, ότι έρευνα σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, κυρίως τις μικρότερες σε μέγεθος και τις ασθενέστερες οικονομικά, χωρίς ευρωπαϊκούς πόρους δεν θα υπήρχε, καθώς η ιδιωτική και εθνική χρηματοδότηση είναι περιορισμένη…
Το πιο σημαντικό θέμα όμως, καθώς είναι η καρδιά του προβλήματος που αντιμετωπίζουν δεκάδες διαχειριστές προγραμμάτων σε όλη την Ευρώπη, είναι το αν θα λάβει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συγκεκριμένα μέτρα για τις ριζικές αλλαγές που θα συμβούν στα συμφωνηθέντα κόστη των έργων (που χρηματοδοτούνται από την ΕΕ) λόγω υποχρεωτικών αλλαγών σε πτήσεις, συνέδρια, σεμινάρια και άλλα γεγονότα. Και το κυρίως ερώτημα: ποια είναι τα μέτρα αυτά;
Σύμφωνα με πηγές της Κομισιόν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή γνωρίζει ότι το ξέσπασμα του COVID-19 στην ΕΕ και αλλού μπορεί να έχει αρνητικές επιπτώσεις στην εφαρμογή των δράσεων που χρηματοδοτούνται από τον προϋπολογισμό της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων των ερευνητικών έργων στο πλαίσιο του προγράμματος «Ορίζοντας 2020». Τονίζουν μάλιστα ότι το άρθρο 51 της συμφωνίας επιχορήγησης του προγράμματος πλαισίου «Ορίζοντας 2020» (MGA του προγράμματος «Ορίζοντας 2020») καθορίζει το γενικό πλαίσιο και τους όρους υπό τους οποίους μπορεί να χρησιμοποιηθεί η ρήτρα ανωτέρας βίας.
Όπως τονίζουν οι ίδιες πηγές, κατά γενικό κανόνα στο πλαίσιο του προγράμματος «Ορίζοντας 2020», σε περίπτωση ανωτέρας βίας, ένα συμβαλλόμενο μέρος θα απαλλαγεί από την μη εκπλήρωση των υποχρεώσεών του (δηλαδή δεν θα υπάρξει παραβίαση υποχρεώσεων στο πλαίσιο της GA και δεν θα εφαρμοστεί κανένα από τα αρνητικά μέτρα για παραβίαση). Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι δεν θα βγει εκτός χρηματοδότησης ένα έργο επειδή ένα μέρος της συμφωνίας δεν έχει υλοποιηθεί.
Όμως παράλληλα τονίζεται ότι τα έξοδα θα είναι επιλέξιμα αν πληρούν τους γενικούς όρους επιλεξιμότητας όπως κάθε άλλο κόστος που προκύπτει από τη δράση. Σε περίπτωση τέτοιας κατάστασης, οι δικαιούχοι πρέπει να ενημερώσουν αμέσως την Επιτροπή ή τον Οργανισμό, ο οποίος θα εξετάζει κατά περίπτωση την ενδεχόμενη εφαρμογή των κανόνων ανωτέρας βίας, κατά την έννοια του άρθρου 51 του προαναφερθέντος προγράμματος πλαισίου «Ορίζοντας 2020» (και ιδίως της MGA). Αυτές οι επιπτώσεις θα εξεταστούν κατά περίπτωση από τη σχετική Γενική Διεύθυνση ή Υπηρεσία για την άμεση εφαρμογή προγραμμάτων, αναφέρουν πηγές των Βρυξελλών.
Μιλώντας γενικά, είναι εκτεταμένη πρακτική σε κάθε είδους σύμβαση, δημόσια ή ιδιωτική, έργου ή υπηρεσίας, να υπάρχει η ρήτρα ανωτέρας βίας. Δεδομένης της αντίδρασης από τον κρατικό μηχανισμό των περισσότερων χωρών – αλλά όχι όλων… – αυτό μπορεί να υποστηριχθεί.
Αλλά, για παράδειγμα, τι γίνεται όταν μια σύμβαση διέπεται από το δίκαιο χώρας που δεν έχει λάβει τέτοια μέτρα, ενώ οι εταίροι του προγράμματος βρίσκονται ακόμη και σε καραντίνα, όπως πχ στην Ιταλία; Τέτοια και πολλά αντίστοιχα ερωτήματα και δεκάδες υποπεριπτώσεις, κατακλύζουν τις τελευταίες ημέρες τα emails των διαχειριστών των προγραμμάτων.
Η διαδικασία αυτή που ετοιμάζονται να ακολουθήσουν στις Βρυξέλλες, τονίζουν έμπειροι ερευνητές, θα δημιουργήσει έναν κυκεώνα γραφειοκρατίας, σημαντικά διοικητικά κόστη με πολλές εργατοώρες και είναι αμφίβολης αποτελεσματικότητας. Διότι εστιάζουν στην αντιμετώπιση της επιλεξιμότητας των δαπανών ακύρωσης κλπ με βάση το γράμμα των κανονισμών και όχι στο συνολικό ερευνητικό έργο που παράγεται.
Εκτιμήσεις στελεχών που ασχολούνται με τα ευρωπαϊκά προγράμματα σημειώνουν ότι η ποσότητα των περιπτώσεων που θα αναγκαστούν να χειριστούν στις Βρυξέλλες θα οδηγήσει μοιραία στην αναθεώρηση της στάσης της γραφειοκρατίας, με ειδικές διαδικασίες και νέες οδηγίες, οι οποίες βέβαια πιθανόν να αργήσουν, μέχρι να συνειδητοποιήσουν στα κοινοτικά όργανα την έκταση του προβλήματος.
«Αν δεν γίνει αυτό, θα καταλήξουν να έχουν στα χέρια τους ένα τεράστιο δημοσιονομικό κόστος, διότι οι δαπάνες αυτές που έχουν ήδη πληρωθεί θα καταλήξουν να επιβαρύνουν τους προύπολογισμούς των πανεπιστημίων, τα οποία είναι δημόσια και εν τέλει τον κρατικό προϋπολογισμό κάθε χώρας, όχι για κάποιον ουσιαστικό λόγο αλλά απλά γιατί κανείς γραφειοκράτης δεν μπορεί να ξεφύγει από το γράμμα ενός κανονισμού».
Οπότε οι εκτιμήσεις είναι πως αν δεν το καταλάβει μόνη της η Κομισιόν θα της το εξηγήσει το Συμβούλιο, όταν φτάσει εκεί το θέμα, όχι από τους Υπουργούς Παιδείας και Έρευνας αλλά από τους υπουργούς Οικονομικών…