Σε πλήρη κατάρρευση οδηγείται ο κλάδος της Οργάνωσης Συνεδρίων και Εκθέσεων, εξαιτίας του Covid 19 και στην Ελλάδα, που λόγω χαρακτηριστικών το πρόβλημα γιναντώνεται καθώς το μέγεθος της αγοράς είναι μικρό.
Ήδη τις προηγούμενες ημέρες οι οργανωτές των εκθέσεων προχώρησαν οικειοθελώς στην μετάθεση εκδηλώσεων, που ήταν προγραμματισμένες για τον Μάρτιο, τον Απρίλιο και για τον ερχόμενο Μάιο.
Την Κυριακή, 8 Μαρτίου, η κυβέρνηση ανακοίνωσε και επίσημα απαγόρευση συνεδριακών εκδηλώσεων – χωρίς να καθορίζει το μέγεθος ή να δίνει λεπτομέρειες για τον ορισμό τους – μέχρι τις 5 Απρίλη.
Μεταξύ αυτών, ήταν και το συνέδριο Delphi Economic Forum που ήταν προγραμματισμένο για τις 5 – 8 Μαρτίου. Την ίδια τακτική ακολούθησαν και οργανωτές εκθέσεων στην Αθήνα που είχαν προγραμματιστεί για τον Μάρτιο και τις αρχές Απριλίου, με θέμα το περιβάλλον και την ενέργεια.
Η διοίκηση του Εκθεσιακού Κέντρου MEC προχώρησε στην αναβολή εκθέσεων. Πιθανότητα, θα αναβληθούν εκθέσεις που είναι προγραμματισμένες για τα τέλη Μαρτίου και αρχές Απριλίου.
Οι διοργανωτές έχουν «παγώσει» από τις εξελίξεις, καθώς το Μάρτιο και τον Απρίλιο πραγματοποιούσαν περίπου το 30% του ετήσιου τζίρου τους.
Τα λογιστήρια των μικρομεσαίων επιχειρήσεων σημειώνουν μηδενικές εισπράξεις και ο φόβος των επιχειρηματιών είναι το ενδεχόμενο ακύρωσης της έκθεσης Food Expo, όπως και τα Posidonia, καθώς είναι από τις μεγαλύτερες ετήσιες εκθέσεις που είναι προγραμματισμένες να υλοποιηθούν μέχρι τα τέλη Ιουνίου.
Σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες, αρκετές επιχειρήσεις αναμένεται να δώσουν άδεια άνευ αποδοχών στο προσωπικό τους, καθώς δεν έχουν έσοδα για να πληρώσουν μισθούς και να καταβάλουν τις ασφαλιστικές εισφορές.
Εκτιμάται ότι στον κλάδο των εκθέσεων δραστηριοποιούνται πολλές μικρομεσαίες εταιρείες, οι οποίες εμφανίζουν ετήσιο τζίρο από 500.000 έως 10 εκατ. ευρώ. Ο κύριος όγκος των εταιρειών κινείται στην περιοχή των 3 με 6 εκατ. ευρώ. Οι διοργανωτές έχουν εταιρείες που φτιάχνουν τα περίπτερα των εκθέσεων με το συνολικό αριθμό εργαζομένων που απασχολούνται στις εκθέσεις να φθάνει τα 5.000 άτομα με άμεση ή έμμεση συμμετοχή στις εκθέσεις .
Ο ετήσιος τζίρος διαμορφώνεται περίπου στα 100 εκατ. ευρώ. Μέχρι σήμερα, εκτιμάται ότι έχουν χαθεί περίπου 30 εκατ. ευρώ από την αγορά.
Στην περίπτωση που οι προγραμματισμένες εκθέσεις δεν πραγματοποιηθούν, οι επιχειρήσεις θα κλείσουν αφήνοντας πίσω τους απλήρωτους εργαζόμενους και πολλά χρέη.
Αίσθηση προκαλεί το γεγονός ότι η κυβέρνηση ανακοίνωσε την αναστολή των συνεδρίων για τις επόμενες 4 εβδομάδες ενώ δεν έχει κάνει καμία αναφορά για τη διοργάνωση των εκθέσεων.
Το πρόβλημα πάντως έχει πάρει ευρωπαϊκές διαστάσεις. Με επιστολή του IFES (Ευρωπαϊκός Σύνδεσμός Εκθέσεων) προς την πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ζητά την χρηματοδότηση των εταιρειών, χωρίς γραφειοκρατικές διαδικασίες για την υποστήριξη του κλάδου, ο οποίος κλυδωνίζεται από τις ακυρώσεις των διοργανώσεων.
Μεταξύ των άλλων, στην επιστολή αναφέρεται το ύψος της ζημιάς που θα υποστούν οι διοργανωτές των εκθέσεων αποτιμάται σε 750 εκατ. ευρώ και υπάρχει ο φόβος να ξεπεράσει το 1 δισ. ευρώ.
Πιο συγκεκριμένα αναφέρεται ότι, σύμφωνα με τον Σύνδεσμο της Γερμανικής Εμπορικής Εμπορικής Βιομηχανίας – AUMA, για Μάρτιο και Απρίλιο προγραμματίζονται 614 ευρωπαϊκές διοργανώσεις. Αυτές κυμαίνονται από μικρότερα γεγονότα μέχρι κορυφαία παγκόσμια εμπορικά σόου, όπως το Light + Building, SalonedeMobile και το Genev Ένα μεγάλο μέρος αυτών των εμπορικών διοργανώσεων έχει πλέον ακυρωθεί ή αναβληθεί χωρίς βεβαιότητα εάν πρόκειται να πραγματοποιηθούν το έτος 2020.
Εάν περιοριστούμε μόνο στις εμπορικές εκθέσεις με διεθνή παρουσία, ακυρώθηκαν εκδηλώσεις με ενοικιασμένο εκθεσιακό χώρο περίπου 3 εκατομμυρίων τετραγωνικών μέτρων. Αυτό σημαίνει ότι οι ευρωπαϊκές κατασκευαστικές εταιρείες και οι πάροχοι υπηρεσιών τους έχουν στερηθεί όγκο πωλήσεων περίπου 750 εκατ. ευρώ για το επόμενο δίμηνο, με βάση το συντηρητικό ποσό των 250 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο για τα έξοδα κατασκευής. Ο αριθμός αυτός ισχύει μόνο για τους μήνες Μάρτιο και Απρίλιο. Δεδομένου ότι οι περιορισμοί αναμένονται επίσης τουλάχιστον τον Μάιο, πιθανότατα θα ξεπεραστεί η υπέρβαση του 1 δις. ευρώ.