Κομισιόν
Κομισιόν
ΚομισιόνΠηγή Εικόνας: ΑΠΕ-ΜΠΕ

Αντιμέτωπη με το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο δεν αποκλείεται να βρεθεί η Ελλάδα λόγω της ατμοσφαιρικής ρύπανσης, με την Κομισιόν μάλιστα να χτυπάει καμπανάκι. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται σε σχετική ανακοίνωση, η χώρα πρέπει να εξασφαλίζει αξιόπιστες μετρήσεις, να ενημερώνει το κοινό και να δίνει στοιχεία για την ατμοσφαιρική ρύπανση, καθώς και για την αποτελεσματικότητα των μέτρων για την ανάσχεση αυτής της ρύπανσης.

Στη συγκεκριμένη υπόθεση, σύμφωνα με ανακοίνωση της Επιτροπής, «η Ελλάδα δεν γνωστοποίησε στοιχεία για την κατάσταση που επικρατεί στο σύνολο της επικράτειάς της και δεν εξασφάλισε την παροχή στοιχείων σχετικά με τα σημεία όπου εμφανίζονται οι υψηλότερες συγκεντρώσεις διοξειδίου του αζώτου (NO2) στις οποίες είναι πιθανόν να εκτίθεται ο πληθυσμός. Αυτό οφείλεται στην εσφαλμένη τοποθεσία και ανεπάρκεια των σημείων δειγματοληψίας σε ορισμένους οικισμούς». Η Ελλάδα, «έλαβε επίσης ανεπαρκή μέτρα για την όσο το δυνατόν συντομότερη μείωση της ρύπανσης από NO2 στην Αθήνα, η οποία υπερβαíνει το ανώτατο όριο από το 2010».

Τον Ιανουάριο του 2019 απεστάλη προειδοποιητική επιστολή. Δεδομένου ότι η χώρα εξακολουθεί να μην έχει συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις της, η Επιτροπή αποστέλλει πλέον αιτιολογημένη γνώμη. Η Ελλάδα έχει προθεσμία δύο μηνών για να απαντήσει και να λάβει τα αναγκαία μέτρα για την ορθή λειτουργία του συστήματος παρακολούθησης της ατμοσφαιρικής ρύπανσης, διαφορετικά η Επιτροπή μπορεί να παραπέμψει την υπόθεση στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Υπενθυμίζεται ότι η Αθήνα έχει μια πρωτιά… ντροπής ανάμεσα σε άλλες ευρωπαϊκές πόλεις, αφού μαζί με το Μιλάνο, έχουν σχεδόν τα τρία τέταρτα (πάνω από το 70%) των επιβλαβών ρύπων οξειδίου του αζώτου που προέρχονται από τα οχήματα και τις μεταφορές. Την ίδια ώρα δε, περισσότερα από 5 εκατ. αυτοκίνητα κυκλοφορούν στους δρόμους της χώρας, με την κίνηση στα μεγάλα αστικά κέντρα και την πρωτεύουσα να βρίσκεται στα όρια κυκλοφοριακού εμφράγματος.

Σύμφωνα με μελέτη του Κοινού Κέντρου Ερευνών (JRC) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το ποσοστό αυτό είναι πολύ μεγαλύτερο από το μέσο όρο (47%) σε 30 μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις, ενώ σε κάποιες όπως η Λισαβόνα είναι μόνο 20%. Μάλιστα, εκτιμάται, ότι οι συγκεντρώσεις του μονοξειδίου και του διοξειδίου του αζώτου στις μεγάλες πόλεις της Ευρώπης όπως η Αθήνα θα μπορούσαν να μειωθούν έως 40% με τα κατάλληλα μέτρα, όσον αφορά τη μετακίνηση των οχημάτων.

Συγκεκριμένα, περίπου το 15% της μείωσης μπορεί να προέλθει από τους περιορισμούς στα παλαιότερα πετρελαιοκίνητα ΙΧ, το 13% στα πετρελαιοκίνητα φορτηγά και το 6% στα βαν με ντίζελ.

Η ατμοσφαιρική ρύπανση -στην οποία συμβάλλουν σημαντικά τα οξείδια του αζώτου- είναι ο μεγαλύτερος περιβαλλοντικός κίνδυνος για την υγεία, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ). Παρά την πρόοδο που έχει γίνει, αρκετές ευρωπαϊκές πόλεις υποφέρουν ακόμη από μέτρια ποιότητα αέρα. Μόνο του το διοξείδιο του αζώτου (ΝΟ2) ευθύνεται για τουλάχιστον 68.000 πρόωρους θανάτους στην ΕΕ ετησίως, ενώ αρκετές πόλεις -μεταξύ των οποίων και η Αθήνα- τακτικά ξεπερνούν τα ευρωπαϊκά όρια και ασφαλείας για το συγκεκριμένο ρύπο (40 μικρογραμμάρια Νο2 ανά κυβικό μέτρο αέρα). Περίπου το 10% των σταθμών μέτρησης της ποιότητας του αέρα στην Ευρώπη -κυρίως μέσα σε πόλεις (και στην Αθήνα)- καταγράφουν κάθε χρόνο παραβίαση του επιπέδου των ρύπων σε ετήσια βάση.

Η εφαρμογή του νέου και πιο αυστηρού τρόπου μέτρησης των εκπομπών CO2, σε συνδυασμό με τους αυστηρότερους κανόνες εκπομπών, καθιστούν επιτακτική την ανάγκη για ανάπτυξη και διάθεση στην αγορά οχημάτων χαμηλών ρύπων από τους κατασκευαστές οχημάτων, με πολυάριθμα νέα ηλεκτροκίνητα μοντέλα να διατίθενται τα επόμενα χρόνια, ξεκινώντας από το έτος 2020. Είναι σημαντικό να τονιστεί, όπως αναφέρεται και στο ΕΣΕΚ, πως ο ρόλος των οχημάτων αυτών, θα γίνεται όλο και πιο καίριος, όσο αυξάνεται το μερίδιο της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από ΑΠΕ και ταυτόχρονα μειώνεται το αντίστοιχο μερίδιο των ορυκτών καυσίμων. «Και αυτό, διότι τα ηλεκτρικά οχήματα θα παρέχουν τη δυνατότητα για έναν όλο και πιο “καθαρό” τρόπο μετακίνησης σε σύγκριση με τα συμβατικά οχήματα, όσο συντελείται η απανθρακοποίηση της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Ως εκ τούτου, η προώθηση της ηλεκτροκίνησης αποτελεί βασικό στόχο πολιτικής, ο οποίος προϋποθέτει την ολοκλήρωση του σχετικού κανονιστικού πλαισίου, τον προγραμματισμό ανάπτυξης των απαραίτητων ενεργειακών υποδομών φόρτισης ηλεκτρικών οχημάτων».

Οι αυτοκινητάδες ζητάνε μέτρα περιορισμού της ρύπανσης, με παράδειγμα την Ευρώπη