Το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας καταθέτει άμεσα στη Βουλή την τροπολογία που εισάγει σε καθεστώς ειδικής διαχείρισης τη ΛΑΡΚΟ.
Σύμφωνα με το ΥΠΕΝ, η σχετική τροπολογία προβλέπει τη θέση της εταιρείας σε ειδικό καθεστώς διαχείρισης με στενές προθεσμίες, ώστε σύντομα να διενεργηθεί πλειοδοτικός διαγωνισμός για τη μεταβίβαση του ενεργητικού και την υποχρεωτική έναρξη πτωχευτικών διαδικασιών εάν ο διαγωνισμός (ή διαγωνισμοί) δεν ολοκληρωθούν σε εύλογο χρονικό διάστημα με πώληση σημαντικού μέρους του ενεργητικού της εταιρείας.
Κεντρικός στόχος της ρύθμισης -αναφέρει το ΥΠΕΝ- είναι να συνεχιστεί η παραγωγή νικελίου και εξόρυξη σιδηρομεταλλεύματος, «μια δραστηριότητα σημαντική για την τοπική και εθνική οικονομία, όχι όμως μέσω της σημερινής ΛΑΡΚΟ και του άκρως αποτυχημένου μοντέλου της που συσσωρεύει βαριές ζημίες και θεόρατα χρέη επί σειρά ετών.
Η ταχεία λύση του χρόνιου προβλήματος της εταιρείας επιβάλλεται από τη δεινή θέση της, καθώς οι αριθμοί μιλάνε από μόνοι τους:
Η ΛΑΡΚΟ έκλεισε τη χρήση του 2018 με αρνητική καθαρή θέση 308 εκατ. ευρώ.
Μόνο κατά την 4ετία 2015-2018 έχει καταγράψει σωρευτικές ζημίες 148 εκατ. ευρώ και το 2019 εκτιμάται ότι θα είναι ακόμη χειρότερο.
Χρωστά αυτή τη στιγμή πάνω από 600 εκατ. ευρώ προς τρίτους (προμηθευτές, εργολάβους, τράπεζες, ασφαλιστικά ταμεία).
Το μεγαλύτερο μέρος του χρέους αυτού (350 εκατ. ευρώ) είναι προς τη ΔΕΗ και αυξάνεται κάθε μήνα 5 με 5,5 εκατομμύρια. To χρέος αυτό αντιστοιχεί στο 80% των χρεών της υψηλής τάσης της χώρας. Γι΄αυτό και η ΔΕΗ έχει αποστείλει τελεσιγραφικού χαρακτήρα εξώδικο προς τη ΛΑΡΚΟ, γνωστοποιώντας της ότι θα διακόψει την παροχή ρεύματος στις 17 Φεβρουαρίου εάν συνεχιστεί η παρούσα κατάσταση, καθώς είναι εισηγμένη επιχείρηση και εγείρονται σοβαρά θέματα ευθύνης των μελών του ΔΣ.
Επιπλέον, η Ελλάδα έχει καταδικαστεί τελεσίδικα από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για μη συμμόρφωση με τις αποφάσεις περί παράνομων κρατικών ενισχύσεων προς τη ΛΑΡΚΟ ύψους 135 εκατ. ευρώ (πλέον τόκων) και σύντομα θα κληθεί να καταβάλλει πρόστιμα αν δεν αλλάξει θεαματικά η εικόνα.
Η ΛΑΡΚΟ απειλείται επίσης με πρόστιμο ύψους 49,5 εκατ. ευρώ επειδή παραβιάζει κατά συρροή την θεμελιώδη αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει», μη συμμορφούμενη με τους κανόνες για τα δικαιώματα επαληθευμένων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.
Τέλος, η εταιρεία είναι “ένοχη” και για σοβαρή ατμοσφαιρική ρύπανση της ευρύτερης περιοχής καθώς και για την επιβάρυνση του Ευβοϊκού Κόλπου, όπου εναποτίθενται κάθε χρόνο χιλιάδες τόνοι σκουριάς».
Σύμφωνα με την ανακοίνωση του ΥΠΕΝ, παρά τα συνεχιζόμενα οικονομικά προβλήματα, η εταιρεία δεν προσάρμοσε το λειτουργικό της μοντέλο με παρεμβάσεις σε κύρια κόστη (προμήθειες, παροχή υπηρεσιών κτλ.) και εμφανίζει εργατικό κόστος έντονα δυσανάλογο των επιδόσεων και των αποτελεσμάτων της. «Μισθολογικές παρεμβάσεις –που θα βελτίωναν το λειτουργικό κόστος- ουδέποτε εφαρμόστηκαν και καθ’ όλη την περίοδο της κρίσης οι εργαζόμενοι της ΛΑΡΚΟ δεν υπέστησαν καμία περικοπή των μισθών τους, όπως συνέβη με τους εργαζομένους όλων των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης αλλά και εκατοντάδων ιδιωτικών επιχειρήσεων», τονίστηκε.
«Ως εκ τούτου, σε μια εταιρεία βαθύτατα προβληματική –όπως προκύπτει από τα στοιχεία που προαναφέρθηκαν-, το μέσο ετήσιο μισθολογικό κόστος προσεγγίζει τα 44.000 ευρώ ανά εργαζόμενο, ενώ για τους πιο υψηλόμισθους (με πολλά χρόνια προϋπηρεσίας) υπερβαίνει τα 73.000 ευρώ.
Όπως έχει τόνισει ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας κ. Κωστής Χατζηδάκης, με αυτά τα οικονομικά δεδομένα οποιαδήποτε επιχείρηση του ιδιωτικού τομέα στην Ελλάδα ή το εξωτερικό θα είχε κλείσει. Ο βασικός λόγος που η κυβέρνηση επιδιώκει να αποτρέψει το σενάριο της πτώχευσης είναι οι εργαζόμενοι», επισημαίνεται από το αρμόδιο υπουργείο.
Στο πλαίσιο αυτό, η προωθούμενη νομοθετική ρύθμιση προβλέπει:
Την εγκατάσταση Ειδικού Διαχειριστή εντός του Μαρτίου και την κάλυψη των λειτουργικών δαπανών της εταιρείας μέσω μιας τελευταίας κρατικής επιχορήγησης τους πρώτους μήνες της εγκατάστασής του.
Την άμεση ανάληψη πρωτοβουλιών περιστολής δαπανών από τον Ειδικό Διαχειριστή, με μείωση σειράς στοιχείων κόστους, συμπεριλαμβανομένου του μισθολογικού κόστους κατά 25% μεσοσταθμικά. Οι περικοπές θα επηρεάσουν κατά κύριο λόγο τους παλαιούς και υψηλόμισθους εργαζομένους των 2.000 -3.000 ευρώ και άνω, ενώ οι αποδοχές των νέων και των χαμηλόμισθων θα παραμείνουν αμετάβλητες.
Fast track διαδικασία διαιτησίας για την επίλυση των ιδιοκτησιακών διαφορών της εταιρείας με το Ελληνικό Δημόσιο (καθώς υπάρχει διαφορά όσον αφορά στο ιδιοκτησιακό καθεστώς του Μεταλλευτικού Συγκροτήματος της Λάρυμνας). Αυτό αποτελεί προαπαιτούμενο για να ξεκαθαριστούν τα περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας και κατ’ επέκταση ο σχεδιασμός των διαγωνιστικών διαδικασιών για τη διάθεση του ενεργητικού.
Ταχεία διαδικασία διεθνούς πλειοδοτικού διαγωνισμού για το σύνολο ή και για μέρος του ενεργητικού (εργοστάσιο και ορυχείο Λάρυμνας, ορυχεία Καστοριάς και Εύβοιας), με βάση το αποτέλεσμα της διαιτησίας και το πνεύμα των αποφάσεων της ΕΕ του 2014.
Ολοκλήρωση της διαδικασίας εντός 12 μηνών από την εγκατάσταση του Διαχειριστή με δυνατότητα μίας εξάμηνης παράτασης με κοινή υπουργική απόφαση των υπουργών Οικονομικών και Περιβάλλοντος.
Υποχρεωτική κατάθεση αίτησης πτώχευσης εφόσον δεν έχει μεταβιβαστεί στο διάστημα αυτό το 75% του ενεργητικού της εταιρείας.
O υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Κωστής Χατζηδάκης δήλωσε σχετικά: «Η πρόταση που καταθέτουμε σήμερα είναι η τελευταία ευκαιρία για να παραμείνει εν ζωή η δραστηριότητα της ΛΑΡΚΟ, καθώς έχει φτάσει στο μη περαιτέρω και η σημερινή κατάσταση δεν μπορεί να συνεχιστεί. Επιδιώκουμε την διατήρηση του υγιούς ιστού της δραστηριότητας και την ανάληψή της από ιδιώτη επενδυτή. Αυτό θα γίνει μέσω μιας διαδικασίας που θα είναι γρήγορη, νομικά στέρεα, συμβατή με τις αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης και κατά το δυνατόν ηπιότερη για το προσωπικό».
«Πιστεύουμε ότι η ρύθμιση θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις ώστε ο νέος επενδυτής να προχωρήσει στις απαραίτητες επενδύσεις για τον εκσυγχρονισμό της εξόρυξης και της παραγωγής της ΛΑΡΚΟ ώστε να εισέλθει σύντομα σε αναπτυξιακή τροχιά, επ’ ωφελεία των εργαζομένων, της τοπικής κοινωνίας και εντέλει της εθνικής οικονομίας συνολικά», κατέληξε ο κ. Χατζηδάκης.