Απογοητευτικά συνεχίζουν και είναι τα στοιχεία για τους πολίτες που αφήνουν την τελευταία τους πνοή στην άσφαλτο, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην ΕΕ. Μόνο τον Ιανουάριο, ο τραγικός απολογισμός δείχνει ότι σημειώθηκαν τουλάχιστον 10 τροχαία με εγκατάλειψη, εκ των οποίων τα τέσσερα θανατηφόρα. Αντίστοιχα, στην Ευρώπη χάνουν την ζωή τους κάθε χρόνο 5.180 πεζοί και 2.160 ποδηλάτες.
Αναλυτικότερα, την περίοδο 2010-2018 πέθαναν 51.300 πεζοί και 19.450 ποδηλάτες στην ΕΕ, αυξάνοντας σημαντικά το ποσοστό.
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι 5.180 πεζοί και 2.160 ποδηλάτες αφήνουν κάθε χρόνο την τελευταία τους πνοή στους δρόμους της Ευρώπης, ενώ το ποσοστό των θανάτων από το 2010 όσον αφορά στους ποδηλάτες, μειώθηκε 8 φορές σε σχέση με αυτό των επιβατών οχημάτων που χάνουν τη ζωή τους στην άσφαλτο.
Τα εν λόγω στοιχεία παρουσιάζονται στη νέα έκθεση, που έχει συντάξει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Ασφάλειας Μεταφορών (ETSC), μέλος του οποίου είναι το Ινστιτούτο Οδικής Ασφάλειας (Ι.Ο.ΑΣ.) «Πάνος Μυλωνάς».
Σύμφωνα με την έρευνα, οι μισοί από όλους τους ποδηλάτες και τους πεζούς που χάνουν τη ζωή τους στους δρόμους της ΕΕ είναι άνω των 65 ετών. Παράλληλα, το 99% των θανάτων όσον αφορά στους πεζούς και το 83% των θανάτων όσον αφορά στους ποδηλάτες οφείλονται σε σύγκρουση με μηχανοκίνητο όχημα.
Το τελευταίο διάστημα, η κυβέρνηση επεξεργάζεται σχέδιο ώστε να αλλάξει η νοοτροπία των οδηγών, ενώ αναμένεται να θεσπιστούν μέτρα προκειμένου οι πολίτες να πιάνουν τιμόνι τηρώντας τον ΚΟΚ – δεδομένου ότι σε διαφορετική περίπτωση αναμένονται αυστηρές ποινές.
Όπως αναφέρει ο Πανελλαδικός Σύλλογος – SOS Τροχαία Εγκλήματα, από τα 10 τροχαία με εγκατάλειψη που σημειώθηκαν τον προηγούμενο μήνα, τα θύματα ήταν 4 πεζοί, 4 οδηγοί μηχανής, ένας ποδηλάτης και ένας οδηγός αυτοκινήτου.
Όπως προβλέπεται στον Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, αν από το τροχαίο ατύχημα προκλήθηκε θάνατος ή σωματική βλάβη, κάθε οδηγός και οποιοσδήποτε άλλος που ενεπλάκη θα πρέπει να προσφέρει την αναγκαία βοήθεια και συμπαράσταση στους παθόντες, να ειδοποιήσει την πλησιέστερη αστυνομική αρχή και να παραμείνει στον τόπο του ατυχήματος έως ότου φθάσουν εκεί οι αρμόδιες αρχές, προκειμένου να εμποδίσει οποιαδήποτε μεταβολή των στοιχείων (μετακίνηση οχημάτων, εξαρτημάτων κ.ά.) στον τόπο του ατυχήματος που θα μπορούσε να δυσχεράνει το έργο της αστυνομίας.
Όμως, όπως τονίζουν χαρακτηριστικά, ακόμα και για περιπτώσεις οδηγών που έχουν προκαλέσει θανατηφόρα ατυχήματα η δικαιοσύνη τους αφήνει ατιμώρητους καθώς θεωρείται πλημμέλημα. «Το αδίκημα της εγκατάλειψης θύματος, που οδηγεί σε έκθεση της ζωής σε κίνδυνο τιμωρείται με βάση το άρθρο 306 του Ποινικού Κώδικας με ποινή κάθειρξης 6 ετών. Η έννοια της ισονομίας παραβιάζεται κατάφωρα όταν για το ίδιο αδίκημα (εγκατάλειψη θύματος) αν αυτό τελεστεί από οδηγούς μηχανοκινήτων μέσων (άρθρο 43 του ΚΟΚ) επιβάλλεται ποινή φυλάκισης 6 μηνών. Και δυστυχώς η εγκατάλειψη των θυμάτων τους από οδηγούς μηχανοκινήτων αποτελεί καθημερινό φαινόμενο στους ελληνικούς δρόμους. Στην απόγνωση που νιώθουν οι οικογένειες που θα πληροφορηθούν τον θάνατο ή τον σοβαρό τραυματισμό του αγαπημένου τους ανθρώπου θα προστεθεί το καθήκον της αναζήτησης μαρτύρων προκειμένου να εντοπιστεί ο δράστης, αν φυσικά αυτό συμβεί» είχαν σημειώσει σε έκκληση τους 265 μέλη οικογενειών – θυμάτων τροχαίων συγκρούσεων, ζητώντας να καταργηθεί το άρθρο 43 του ΚΟΚ.
Η ιστορία έχει δείξει πως όταν ο δράστης ταυτοποιηθεί ή κάποιες φορές παραδοθεί (μετά την παρέλευση του αυτοφώρου και σε χρόνο που δεν είναι πλέον δυνατή η ανίχνευση αλκοόλ στο αίμα του), ακολουθεί η άμεση απελευθέρωση του και η επιστροφή των εγγράφων του (άδεια, δίπλωμα). «Αυτό συμβαίνει, είτε το θύμα πεθάνει επί τόπου, είτε επιζήσει και πεθάνει ημέρες μετά το συμβάν, είτε επιζήσει και μείνει ανάπηρο. Αυτό συμβαίνει, είτε ο δράστης παραδοθεί μόνος του, είτε ταυτοποιηθεί και συλληφθεί λίγες ή πολλές ημέρες μετά, είτε έχει άδεια οδήγησης είτε όχι. Αυτό συμβαίνει ακόμα κι αν ο δράστης είναι υπότροπος και έχει σκοτώσει ξανά οδηγώντας. Η πρωτοφανής αυτή διακριτική ποινική αντιμετώπιση των αυτουργών της εγκατάλειψης αν ο δράστης είναι οδηγός μηχανοκίνητου έχει προφανή επίπτωση στη γιγάντωση αυτού του φαινομένου και την πολιτική και κοινωνική νομιμοποίηση της πιο αποκρουστικής και ιδιοτελούς συμπεριφοράς» τονίζουν.