Οι οφειλέτες που είχαν αρρύθμιστες οφειλές προς την Εφορία την 1 Νοεμβρίου 2019 θα μπορούν από τις 26 Φεβρουαρίου να εντάξουν τις οφειλές τους αυτές στη νέα πάγια ρύθμιση των 24 – 48 δόσεων.
Αυτό ισχύει και για όσους εντάχθηκαν στη ρύθμιση των 12-24 δόσεων από την 1 Νοεμβρίου και μετά.
Στις 26 Φεβρουαρίου πρόκειται να τεθεί σε λειτουργία η ηλεκτρονική πλατφόρμα για τη υποβολή των αιτήσεων ένταξης στη ρύθμιση.
Όλα αυτά προβλέπονται στην απόφαση του υφυπουργού Οικονομικών Απόστολου Βεσυρόπουλου με την οποία διευκρινίζονται όλες οι λεπτομέρειες για τη υπαγωγή στη νέα ρύθμιση των 24-48 δόσεων για τις οφειλές προς την Εφορία, σύμφωνα με το ΑΠΕ – ΜΠΕ.
Αναλυτικότερα, η απόφαση, ορίζει μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:
– Στη ρύθμιση υπάγονται οφειλές που δεν είχαν υπαχθεί σε οποιαδήποτε νομοθετική ρύθμιση η οποία κατά την 1.11.2019 ήταν σε ισχύ. Υποχρεωτικά ρυθμίζεται το σύνολο των βεβαιωμένων και ληξιπρόθεσμων οφειλών στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες, τα Ελεγκτικά Κέντρα και τα Τελωνεία σύμφωνα με τον Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων, τον Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας τον Εθνικό Τελωνειακό Κώδικα που κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης δεν έχουν τακτοποιηθεί κατά νόμιμο τρόπο με αναστολή πληρωμής από οποιαδήποτε αιτία ή άλλη ρύθμιση τμηματικής καταβολής βάσει νόμου ή δικαστικής απόφασης ή προσωρινής διαταγής. Μετά από επιλογή του οφειλέτη δύνανται να ρυθμιστούν και:
α) οι βεβαιωμένες μη ληξιπρόθεσμες, κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης υπαγωγής στη ρύθμιση, οφειλές ή δόσεις οφειλών και
β) οι βεβαιωμένες και ληξιπρόθεσμες, κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης υπαγωγής στη ρύθμιση, οφειλές που τελούν σε αναστολή πληρωμής.
– Για την υπαγωγή στη ρύθμιση των οφειλών που ρυθμίζονται σε έως 24 δόσεις θα πρέπει να αποδεικνύεται η βιωσιμότητα του διακανονισμού. Για τον σκοπό αυτό ταυτόχρονα με την υποβολή της αίτησης, ο οφειλέτης πρέπει με υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 του ν. 1599/1986 να δηλώνει το σύνολο των περιουσιακών του στοιχείων (κινητή και ακίνητη περιουσία οποιασδήποτε μορφής), απαιτήσεις από τρίτους, καθώς και πληροφορίες που θα περιλαμβάνουν οφειλές του σε ασφαλιστικά ταμεία ή άλλες υπηρεσίες του δημοσίου τομέα και άλλες πάγιες υποχρεώσεις προς τρίτους εφόσον υφίστανται, το τρέχον και το αναμενόμενο εισόδημά του.
– Ο αριθμός των δόσεων της ρύθμισης για τις οφειλές που ρυθμίζονται σε έως 48 δόσεις καθορίζεται με βάση την ικανότητα αποπληρωμής του οφειλέτη, υπό τον περιορισμό του ελάχιστου ποσού μηνιαίας δόσης 30 ευρώ. Στην περίπτωση αυτή υπάγονται και i) οι οφειλές που προκύπτουν από διοικητικό προσδιορισμό φόρου με βάση όχι στοιχεία που περιέχονται σε φορολογική δήλωση αλλά στοιχεία που έχει στη διάθεσή της η Φορολογική Διοίκηση από άλλες πηγές, με εξαίρεση τον προσδιορισμό κατά τις διατάξεις του άρθρου 5Α του ν. 4172/2013 καθώς και ii) οι οφειλές που προκύπτουν από εκτιμώμενο προσδιορισμό του φόρου.
– Μέσα σε τρεις εργάσιμες ημέρες από την ημερομηνία αίτησης υπαγωγής στη ρύθμιση θα πρέπει να καταβληθεί η πρώτη δόση. Οι επόμενες δόσεις καταβάλλονται έως την τελευταία εργάσιμη ημέρα των επόμενων μηνών από την ημερομηνία αίτησης υπαγωγής στη ρύθμιση.
– Σε περίπτωση απώλειας της ρύθμισης, επιτρέπεται η υπαγωγή της ίδιας οφειλής ανά οφειλέτη στη ρύθμιση για δεύτερη φορά. Ο αριθμός των δόσεων δεν μπορεί να υπερβαίνει τον αριθμό των δόσεων που υπολείπονταν κατά τον χρόνο απώλειας της ρύθμισης. Στην περίπτωση αυτή, για την εκ νέου υπαγωγή απαιτείται ως πρώτη δόση της ρύθμισης η προκαταβολή ποσού διπλάσιου της μηνιαίας δόσης της δεύτερης ρύθμισης.
-Η δήλωση του ποσού της προκαταβολής γίνεται από τον οφειλέτη κατά την υποβολή του αιτήματος υπαγωγής στη ρύθμιση.
– Η προκαταβολή είναι καταβλητέα μέσα σε τρεις εργάσιμες ημέρες από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για δεύτερη ρύθμιση. Η δεύτερη ρύθμιση καθίσταται ενεργή με την προκαταβολή του ποσού που δηλώνεται από τον οφειλέτη. Οι υπόλοιπες δόσεις της δεύτερης ρύθμισης είναι καταβλητέες έως την τελευταία εργάσιμη ημέρα των μηνών που έπονται του μήνα αίτησης υπαγωγής στη ρύθμιση.
– Σε οφειλέτες που είναι συνεπείς στην εκπλήρωση των όρων της ρύθμισης μέχρι το πέρας αυτής, κατόπιν εξόφλησης της τελευταίας δόσης, επιστρέφεται ποσό, που ισούται με 25% των τόκων και έχουν επιβαρύνει το ποσό των δόσεων της ρυθμιζόμενης οφειλής. Το προς επιστροφή ποσό δεν παρακρατείται, δεν κατάσχεται και δεν συμψηφίζεται με άλλες υποχρεώσεις του οφειλέτη προς το Δημόσιο ή τρίτους.
– Σε περίπτωση απώλειας της ρύθμισης και υπαγωγής των ίδιων οφειλών από τον ίδιο οφειλέτη σε ρύθμιση για δεύτερη φορά ως βάση υπολογισμού του ποσού των τόκων που επιστρέφονται, λαμβάνεται το σύνολο των τόκων που επιβαρύνουν τις οφειλές από την πρώτη υπαγωγή τους στη ρύθμιση και ως την εξόφλησή τους.